Σάββατο και Κυριακή, το ΠΑΣΟΚ και ο φιλικός του τύπος προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τις εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων για το επικείμενο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Για να ψηφίσουν είχαν γραφτεί περίπου 170.000 άτομα και τα δημοσιεύματα υπολόγιζαν περί τις 120.000 με 130.000 αυτούς που θα προσέρχονταν να ψηφίσουν.Το βράδυ της Κυριακής, όμως, στη Χαριλάου Τρικούπη άνοιξαν σαμπάνιες, καθώς σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους οι ψηφίσαντες κοντεύουν τις 350.000 νοματαίους. Αντε τώρα να κουνήσει κανείς τον Γιωργάκη από την αρχηγία.
Οσο και να φούσκωσαν το νούμερο και πάλι είναι τεράστιο. Για την ακρίβεια, πρέπει να το φούσκωσαν ελάχιστα, γιατί αν ήταν στις προθέσεις τους δεν θα έσπευδαν να κάνουν τόσο μετριοπαθή πρόβλεψη και να πέσουν έξω γύρω στο 60%. Και βέβαια, δεν πρέπει να γίνονται «ελαφρά τη καρδία» συγκρίσεις με τους 1.000.000 που φέρεται ότι ψήφισαν τον Γιωργάκη για την αρχηγία. Τότε ήταν προεκλογική περίοδος, τα μίντια είχαν πέσει και πρόβαλαν το νέο αρχηγό, ενώ τώρα τα πράγματα από άποψη πολιτικής έντασης είναι ψόφια. Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να δεχτούμε ότι πρόκειται για απολύτως ισοδύναμα νούμερα, τηρουμένων των αναλογιών.
Τί εκφράζει αυτή η συμμετοχή; Δυο τάσεις αντιφατικές, πλην όμως υπαρκτές μέσα στον ελληνικό λαό.
Από τη μια εκφράζει μια τάση διαμαρτυρίας για την πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ. Αν αυτές οι εσωκομματικές εκλογές γίνονταν πριν δυο μήνες, ούτε οι μισοί δεν θα προσέρχονταν. Γι’ αυτό, άλλωστε, έπεσαν τόσο έξω και οι ίδιοι οι Πασόκοι. Ομως, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η αναγγελία της εισοδηματικής πολιτικής και ο ευρωμονόδρομος μιας ακόμα πιο σκληρής λιτότητας, που θα συνοδεύεται από μόνιμες αντεργατικές και αντιλαϊκές ρυθμίσεις (διαρθρωτικές αλλαγές), ανέβασαν το κοινωνικό θερμόμετρο και έστειλαν τόσο κόσμο στις πασοκικές κάλπες, για να διαμαρτυρηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο για την πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή.
Από την άλλη, εκφράζει την τάση αμερικανοποίησης και του ΠΑΣΟΚ και της πολιτικής γενικότερα. Οι προθέσεις του Γιωργάκη είναι καθαρές. Εχει ως πρότυπό του το αμερικάνικο Δημοκρατικό Κόμμα, στο οποίο τις αποφάσεις παίρνει ο υποψήφιος πρόεδρος και ένας στενός πυρήνας ατόμων περί αυτόν, ενώ τα μέλη του κόμματος περιορίζονται σε ρόλο χειροκροτητή και οικονομικού αιμοδότη. Στο σημερινό ΠΑΣΟΚ η ιδιότητα του μέλους είναι εντελώς τυπική. Μπορούσε κάποιος να δηλώσει απλώς φίλος, να σκάσει 10 ευρώ και να ψηφίσει. Με άλλα λόγια, το κόμμα όπως το γνωρίζαμε, με τις οργανώσεις του και την όποια λειτουργία του, αποτελεί πλέον παρελθόν. Στη θέση των μελών που συζητούν, που φραξιονίζουν, που δημιουργούν συσπειρώσεις και προσπαθούν να επηρεάσουν την πολιτική του κόμματος, μπαίνει ένας απροσδιόριστος «πολτός», που έχει τα ίδια δικαιώματα με τα μέλη. Φτάνει να σκάσει τα 10 ευρώ (3.500.000 ευρώ είναι ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για το κομματικό ταμείο).
Μ’ αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνονται τα ενδιάμεσα κομματικά όργανα, αποδυναμώνονται οι βαρόνοι και ενισχύεται ο αρχηγός. Ενας αρχηγός τύπου Γιωργάκη, άνευρος, ασπόνδυλος, άσχετος στα περισσότερα ζητήματα, αλλά με τα φιλικά προς το κόμμα ΜΜΕ να τον στηρίζουν και να αποτελούν τη μεγάλη του ισχύ.
Οι εξελίξεις στο σημερινό ΠΑΣΟΚ αντικατοπτρίζουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτό που ονομάζουμε τέλος της μεταπολίτευσης. Το τέλος των κομμάτων με ένα μίνιμουμ εσωτερικής λειτουργίας, των συνδικάτων με ένα μίνιμουμ εσωτερικής λειτουργίας και των πολιτικών ανταγωνισμών που κρίνονταν (και) στο δρόμο. Η διαμαρτυρία για την πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη δεν εκφράστηκε στο δρόμο αλλά στις κάλπες. Η πρώτη διαμαρτυρία για την πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή δεν εκφράζεται στο δρόμο αλλά στις εσωκομματικές κάλπες του ΠΑΣΟΚ. Αύριο θα εκφραστεί στις κάλπες των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, μεθαύριο στις βουλευτικές κάλπες και κάποια στιγμή θα γείρει τη ζυγαριά από την άλλη μεριά και το ΠΑΣΟΚ θα ξαναβρεθεί στην κυβέρνηση.
Δεν ξέρουμε αν τους προέκυψε τυχαία (είναι το πιθανότερο) ή αν το είχαν σκεφτεί έτσι, γεγονός είναι πάντως ότι οι άνθρωποι του Γιωργάκη πρέπει να αισθάνονται απόλυτα ικανοποιημένοι με την κοινωνική νομιμοποίηση που αποκτά το συνέδριο-ρωμαϊκή αρένα που ετοιμάζουν. Ενα συνέδριο στο οποίο δεν θα γίνει καμιά ουσιαστική συζήτηση για την πολιτική πρόταση του ΠΑΣΟΚ, αλλά μόνο για την οργανωτική φυσιογνωμία του και την κατανομή της ισχύος ανάμεσα στον αδιαμφισβήτητο αρχηγό Γιωργάκη και τους βαρόνους. Η λογική που κυριαρχεί είναι απλή και την εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο ο «αντιγιωργακικός» Ε. Βενιζέλος: εφόσον δεν τίθεται θέμα αλλαγής του αρχηγού, αυτός έχει δικαίωμα να φτιάξει το κόμμα όπως το θέλει. Αυτός αποκλειστικά έχει την πολιτική ευθύνη να ξαναφέρει το κόμμα στην κυβερνητική εξουσία. Αν αποτύχει, τότε θα του ζητήσουμε λογαριασμό.
Θα αποτύχει ο Γιωργάκης; Αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, όχι. Ποια είναι η αποστολή του; Να ασκήσει αντιπολίτευση όχι «πεζοδρομιακού» τύπου αλλά υπεύθυνη, να συμμαζέψει τον κόσμο, να μην επιτρέψει να διασαλευτούν η τάξη και η γαλήνη του συστήματος και αν όχι στις επόμενες τουλάχιστον στις μεθεπόμενες εκλογές να αντικαταστήσει τον Καραμανλή, που στο μεταξύ θα έχει φθαρεί και δεν θα μπορεί να δώσει τίποτ’ άλλο στο σύστημα. Ετσι δεν λειτούργησε ο Καραμανλής όλα αυτά τα χρόνια που ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Κατέβασε μήπως τον κόσμο στο δρόμο; Αβαντάρισε μήπως σκληρές κινητοποιήσεις όπως τα αγροτικά μπλόκα; Κατήγγελνε την κυβέρνηση, έδινε δίκιο στον κόσμο, όμως ταυτόχρονα ζητούσε νομιμοφροσύνη, σεβόταν τους κανόνες του παιχνιδιού και περίμενε να πέσει το ΠΑΣΟΚ σαν ώριμο φρούτο. Την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθεί και θα ακολουθήσει και ο Γιωργάκης. Την τακτική του ώριμου φρούτου και όχι της εξώθησης της κυβέρνησης σε πτώση μέσω «δρόμου» και «πεζοδρόμιου».
Κοιτάζοντας αυτές τις εξελίξεις από μια άλλη σκοπιά, διαπιστώνουμε ότι εκφράζουν όχι μόνο τη διέξοδο από την κρίση αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζει τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό, αλλά και μια κρίση κινήματος. Το ρεφορμιστικό κίνημα, κατ’ εξοχήν προϊόν της μεταπολίτευσης, έκλεισε τον κύκλο του. Στην ακμή του συνετέλεσε τα μέγιστα στη διαμόρφωση ενός ομαλού κοινοβουλευτικού βίου, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει το νεοελληνικό αστικό κράτος από τη γέννησή του. Στην παρακμή του συνεισφέρει στην ομαλή μετάλλαξη του πολιτικού σκηνικού έτσι που η αστική εξουσία όχι μόνο να διατηρείται αλώβητη αλλά και να εξασφαλίζει κοινωνική νομιμοποίηση, μέσα από διαδικασίες αμερικάνικου τύπου. Ο κοινοβουλευτισμός σταθεροποιήθηκε βαδίζοντας παράλληλα με ένα ισχυρό ρεφορμιστικό κίνημα και διαιωνίζεται χωρίς κίνημα, μέσα από εκλογικές διαδικασίες πάντοτε.
Τί εκφράζει αυτή η μετάλλαξη; Τίποτα πέρα από την ήττα του ρεφορμιστικού κινήματος. Τίποτα πέρα από την κυριαρχία του ατομοκεντρισμού, που έφερε αυτή η ήττα. Είναι μια πραγματικότητα που κανένας δεν μπορεί να την «υπερπηδήσει». Μια πραγματικότητα που θ’ αρχίσει να αλλάζει (γιατί δεν μπορεί να μην αλλάξει), όταν το κοινωνικό κίνημα αρχίσει να πείθεται πως πρέπει να δράσει και πάλι συλλογικά, δηλαδή κάνοντας πολιτική ταξικά ανεξάρτητη.
Πέτρος Γιώτης