Μην βάζεις το κάρο μπροστά από τα βόδια, λέει μια παροιμία, αλλά η συμπυκνωμένη λαϊκή εμπειρία δε σημαίνει τίποτα για τους οπορτουνιστές, όταν πρέπει να πλασάρουν την ιδεολογική και πολιτική πραμάτεια τους στο λαό. Τώρα, λοιπόν, που η απάτη-ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε και με τα συντρίμια της χτίστηκε το Μνημόνιο-3 και η θεωρία του… ρεαλισμού στην αντιπαράθεση με τους ιμπεριαλιστές (δανειστές και όχι μόνο), η πιο ριζοσπαστική (για την ακρίβεια: ριζοσπαστικά φλύαρη) μερίδα του ίδιου οπορτουνιστικού ρεύματος εκτιμά πως είναι η δικιά της ώρα. Η ώρα να παρουσιάσει τη δική της πραμάτεια με φιλοδοξία να τη γειώσει επιτέλους σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Η ομάδα των Λαφαζανικών δε χρειάστηκε να καταβάλει καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Πήρε την παλιά αντιμνημονιακή υποσχεσιολογία του ΣΥΡΙΖΑ, προσέθεσε λίγο «εθνικό νόμισμα» και έφτιαξε μια ελαφρώς διαφοροποιημένη προγραμματική σούπα, η οποία υπόσχεται ότι χωρίς να «καταστρέψεις» τον ελληνικό καπιταλισμό και μέσα στην ΕΕ μπορείς να εφαρμόσεις μια πολιτική προς όφελος της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εργαζόμενων στρωμάτων.
Δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τους Λαφαζανικούς να συσπειρώσουν όχι μόνο ένα μικρό τμήμα της καριερίστικης καμαρίλας του ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε Κωνσταντοπούλου), ούτε μόνο μια μειοψηφία της φράξιας των «53+», που επέλεξαν να μην ακολουθήσουν την πλειοψηφία στο παζάρι της με τους Τσιπραίους, αλλά και ένα άγνωστου μεγέθους τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που όπως λένε οι πληροφορίες περιλαμβάνει και σημαντικό τμήμα του νεολαιίστικου δυναμικού της. Αρκετοί ίσως απόρησαν για το τελευταίο, όμως θεωρούμε πως πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι απολύτως λογικό. Διότι η ΛΑΕ έρχεται να προσφέρει με περισσότερες αξιώσεις (ως προς την κοινωνική αποδοχή) τη θεωρία των σταδίων, η οποία αποτελεί την προγραμματική πεμπτουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλωστε, και η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεξήγαγε συζητήσεις με τους Λαφαζανικούς, γεγονός που αποδεικνύει ότι θεωρεί το χώρο τους πολιτικά συγγενή.
Συμπυκνώνοντας την προγραμματική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δε θα δυσκολευτούμε να τη χαρακτηρίσουμε παραλλαγή του λεγόμενου «αριστερού ευρωκομμουνισμού», καθώς προτείνει έναν κοινοβουλευτικό δρόμο με «διαδοχικές ρήξεις», οι οποίες σηματοδοτούνται από μια σειρά μεταβατικά συνθήματα, μεγάλο μέρος των οποίων απαντάται και στην προγραμματική φλυαρία των Λαφαζανικών. Σύμφωνα μ’ αυτή την ιδεολογική-πολιτική κατεύθυνση, ο κομμουνισμός (στον οποίο δεν παραλείπουν ν’ αποτίσουν σπονδές) είναι μια υπόθεση του μακρινού μέλλοντος, στην οποία δεν μπορείς να φτάσεις παρά μόνο μέσα από «ρήξεις», οι οποίες θα φέρνουν κατακτήσεις προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων και στρωμάτων. Εξοδος από την Ευρωζώνη, αποδέσμευση από την ΕΕ, εθνικοποίηση και εργατικός έλεγχος των τραπεζών, μονομερής διαγραφή του χρέους, είναι μερικά από τα αιτήματα που ως οδοδείκτες δείχνουν προς αυτές τις «ρήξεις».
Αν το «εθνικό νόμισμα» των Λαφαζανικών αποτελεί ένα φετίχ ικανό να αποκοιμίσει τμήμα των εργαζόμενων μαζών και να τις σύρει στην εκλογική στήριξη αυτού του πολιτικού μορφώματος (αυτός είναι ο στόχος, μη γελιόμαστε), τα μεταβατικά συνθήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς μάλιστα προβάλλονται ως εκλογικό πρόγραμμα, είναι εξίσου αντιδραστικά, γιατί σε συνθήκες που δεν υπάρχει πραγματικά επαναστατική κίνηση των προλεταριακών και μικροαστικών μαζών, αυτά τα συνθήματα μετατρέπονται στο αντίθετό τους, μετατρέπονται σε υπνωτικό κοινοβουλευτικού τύπου. Διότι, αν μη τι άλλο, αυτό που εκπέμπεται ως μήνυμα προς τις εργαζόμενες μάζες είναι πως η ψήφος τους έχει αξία, η οποία θα μπορεί να εξαργυρωθεί πρακτικά αν πέσει στην κάλπη μαζικά το ψηφοδέλτιο αυτών των πολιτικών δυνάμεων.
Για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πρέπει να σημειώσουμε ότι όλες αυτές οι λαμπρές προτάσεις με τα ηχηρά συνθήματα δεν συγκροτούν παρά εκλογικά προγράμματα στο πλαίσιο της λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται, δηλαδή, για ό,τι πιο χυδαίο, πιο ρεφορμιστικό μπορεί να υπάρξει. Υποβιβάζοντας το ίδιο το επίπεδο της επαναστατικής ζύμωσης (στο όνομα της ανωριμότητας των μαζών), δημιουργούν ένα νέο ρεφορμιστικό υπόστρωμα, το οποίο έρχεται να λειτουργήσει ως εφεδρεία της αστικής εξουσίας, παρά το ριζοσπαστικό βερμπαλισμό με τον οποίο παρουσιάζεται.
Αλήθεια, γιατί δεν τίθεται κατευθείαν το αίτημα του σοσιαλισμού, αλλά παρουσιάζεται ένα οιονεί μεταβατικό πρόγραμμα με τρία-τέσσερα αιτήματα αιχμής (από τα οποία απουσιάζει το κομβικό ζήτημα της εξουσίας); Αν η απάντηση είναι πως το αίτημα του σοσιαλισμού δεν είναι ώριμο στην κοινωνική συνείδηση, τότε με τα ίδια αναλυτικά εργαλεία προκύπτει το ερώτημα: και γιατί είναι ώριμα αυτά που τίθενται ως υποτιθέμενο μεταβατικό πρόγραμμα; Αν ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να βοηθήσει καίρια στην ωρίμανση της κοινωνικής συνείδησης, γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει (πιο καθοριστικά μάλιστα) ένα πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής και οικοδόμησης του κομμουνισμού;
Αν πάλι το μεταβατικό πρόγραμμα λύνει και το πρόβλημα της εξουσίας, τότε σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ένα στάδιο πριν την κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού. Τα προγράμματα δεν είναι εργαλεία ζύμωσης, που υπηρετούν την τακτική. Τα προγράμματα περιγράφουν τον προορισμό, την κοινωνία που θέλουμε να οικοδομήσουμε. Το πλέον προκλητικό είναι πως αυτοί που ασκούν φαινομενικά αριστερίστικη κριτική στο πρόγραμμα που είχε επεξεργαστεί το επαναστατικό ΚΚΕ το 1934 (μιλούν, με περιφρονητικό τρόπο, για «θεωρία των σταδίων») προβάλλουν σήμερα ένα δεξιότατο αστικό-ρεφορμιστικό πρόγραμμα, στο όνομα της ανωριμότητας της κοινωνικής συνείδησης!
Τα προγράμματα προσδιορίζουν τον επιδιωκόμενο τελικό σκοπό, γι’ αυτό και λειτουργούν για μεγάλες χρονικές περιόδους. Τα εργαλεία ζύμωσης διαμορφώνονται ανάλογα με την τακτική και αποκρυσταλλώνονται σε συνθήματα. Οταν, δε, μιλάμε για μεταβατικά συνθήματα, αυτά δεν είναι συνθήματα ζύμωσης, αλλά κατά κανόνα συνθήματα δράσης. Οταν, ας πούμε, μιλάς για εργατικό έλεγχο, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σύνθημα δράσης στο πλαίσιο μιας επαναστατικής κατάστασης, οδηγώντας την εργατική τάξη σε συνεχείς συγκρούσεις με την αστική εξουσία, με σκοπό να ωριμάσει η τελική έφοδος της προλεταριακής επανάστασης για την κατάκτηση της εξουσίας. Αλλιώς, ένα τέτοιο σύνθημα μετατρέπεται στο αντίθετό του, γίνεται εφεδρεία της αστικής πολιτικής.
Υπάρχει σήμερα επαναστατική κατάσταση ή έστω εκτίμηση για σχετικά σύντομο πέρασμα σε επαναστατική κατάσταση, ώστε να δικαιώνεται αυτό το πρόγραμμα ως μεταβατικό και όχι ως προεκλογικός βερμπαλισμός; Ακόμη και εκείνοι που μετά το δημοψήφισμα του περασμένου Ιούλη πίστευαν ότι «ο κόσμος του Οχι θα ξεσηκωθεί και θα το πάει μέχρι το τέλος» δεν μπορούν σήμερα, μετά τα όσα μεσολάβησαν, να ισχυριστούν κάτι τέτοιο. Τι μένει, λοιπόν;
Ενας καθαρά προεκλογικός βερμπαλισμός, που αποφεύγει τους… κομμουνιστικούς μαξιμαλισμούς, για να «πιάσει επαφή με τον κόσμο». Δηλαδή, από τον κόσμο που λες ότι είναι επαναστατικά ανώριμος ζητάς να συσπειρωθεί γύρω από ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει αιτήματα όπως η αποδέσμευση από την ΕΕ, η μονομερής διαγραφή του χρέους και η εθνικοποίηση-εργατικός έλεγχος των τραπεζών! Ε, δε χρειάζεται να του πεις κιόλας ότι όλα αυτά είναι αιτήματα που μπορούν να κατακτηθούν μέσω των εκλογών για το αστικό κοινοβούλιο. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Να περνάει ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός και στα μειοψηφικά εκείνα κοινωνικά κομμάτια που διέπονται όντως από πολιτικό ριζοσπαστισμό, όμως ταυτόχρονα γοητεύονται από τη θεωρία του «εφικτού» και του «άμεσου» και δε δείχνουν εκείνη την επαναστατική ωριμότητα που είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση ενός πραγματικά επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου, που αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για τον επαναστατικό προσανατολισμό της τάξης. Αντί για τη «δουλειά του μυρμηγκιού», τη μόνη που μπορεί να χτίσει μια στέρεη προοπτική, επιλέγεις τις αρπακολλατζίδικες -προεκλογικές κατά κανόνα- πρωτοβουλίες. Αυτές οι πρωτοβουλίες, που ξεφυτρώνουν κυρίως κατά τις προεκλογικές περιόδους, όπως τα μανιτάρια μετά τη φθινοπωρινή βροχή, το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν ένα μικροαστικό (και όχι προλεταριακό) πολιτικό ρεύμα, που τσαλαβουτάει στα βαλτόνερα της αστικής πολιτικής.
Γι’ αυτό και πότε ο ΣΥΡΙΖΑ, πότε οι Λαφαζάνηδες, μπορούν και «ξεψειρίζουν» κανονικότατα αυτό το ρεύμα. Εως τώρα το «ξεψείριζαν» εκλογικά, πλέον το «ξεψειρίζουν» και οργανωτικά, γιατί στην πραγματικότητα ανήκουν στην ίδια δεξαμενή του «πολιτικά εφικτού» και κάποιοι… βιάζονται πιο πολύ από άλλους, οπότε μοιραία προσκολλώνται στο μεγαλύτερο μόρφωμα του χώρου.
Πέτρος Γιώτης