Οι ιδεολογικές πτυχές που σχετίζονται με το Ασφαλιστικό θα απασχολήσουν επί μακρόν τη στήλη. Θεωρούμε ότι η αποσαφήνιση των ταξικών διαχωριστικών γραμμών σε κρίσιμα ζητήματα, σε τομείς που έως τώρα είναι καταθλιπτική η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, μπορεί να βοηθήσει εκείνες τις δυνάμεις που στέκονται σε ταξικές θέσεις, ώστε να αρχίσουν να κατακτούν έδαφος. Γιατί όσο η εργατική τάξη παραμένει εγκλωβισμένη στα αστικά ιδεολογήματα, ο αγώνας της θα είναι υπονομευμένος και στην καλύτερη περίπτωση θα διεξάγεται ως μάχη οπισθοφυλακών. Ως μάχη για να καθυστερήσουμε τον αντίπαλο και όχι για να ανακτήσουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και να νικήσουμε.
Ενα από τα όπλα της αστικής ιδεολογίας, που μετατρέπεται σε υλική δύναμη κάθε φορά που συζητούνται θέματα εργατικού ενδιαφέροντος, είναι οι λεγόμενες «ρεαλιστικές προτάσεις». Ιδού ένα πρόσφατο παράδειγμα. Σε μια προεκλογική συνέντευξη Τύπου του ΚΚΕ, όταν το θέμα ήρθε στο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων, η Α. Παπαρήγα δήλωσε πως το κόμμα της ζητά να υπολογιστούν τα κλεμμένα από την αρχή λειτουργίας του ΙΚΑ. Επειδή είδε το απαξιωτικό ύφος στα πρόσωπα αρκετών από τους παρευρισκόμενους δημοσιογράφους, έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν εννοεί να αποδοθούν άμεσα αυτά τα κλεμμένα, αλλά να γίνει μια απογραφή και μετά να δούμε τι θα γίνει.
Δεν μας απασχολεί εδώ η προσπάθεια του Περισσού να εμφανιστεί ως ένα κόμμα με ρεαλιστικές και πραγματοποιήσιμες προτάσεις, αλλά το ότι ακόμα και το αυτονόητο θεωρείται από τους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» ως μη ρεαλιστικό. Πριν μερικά χρόνια έγινε μια σκληρή δικαστική μάχη για την απόδοση σε οικογένειες θυμάτων πολέμου αποζημιώσεων για τα όσα υπέστησαν από τη γερμανική κατοχή. Ουδείς διανοήθηκε να θεωρήσει παράλογο το αίτημά τους. Εγιναν σκανδαλώδεις διαδικασίες στον Αρειο Πάγο για να απορριφθεί το αίτημα, με την επίκληση τυπικών και όχι ουσιαστικών λόγων. Και όμως, η ληστεία σε βάρος του ΙΚΑ και των άλλων Ταμείων, που χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, θεωρείται παραγραφείσα. Κάθε σχετικό αίτημα χλευάζεται και όσοι το διατυπώνουν λοιδορούνται.
Το δυστύχημα είναι πως με έναν τέτοιο τρόπο σκέψης έχει δηλητηριαστεί σε σημαντικό βαθμό και η εργατική συνείδηση. «Μα είναι δυνατόν να ζητάμε κλεμμένα λεφτά του ‘50, του ‘60 και του ‘70; Πού θα βρεθούν τόσα λεφτά; Ρεαλιστικά πράγματα να ζητάμε». Ομως, και μόνο η αναφορά σε λύσεις ρεαλιστικές και μη παραπέμπει ευθέως στη λογιστική προσέγγιση του Ασφαλιστικού, για την οποία γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα.
Πώς εξετάζεται τι είναι ρεαλιστικό και τι δεν είναι; Με βάση την οικονομική κατάσταση των Ταμείων. Με βάση το μέγεθος των ποσών. Τα κλεμμένα από καταβολής ΙΚΑ είναι ένα τεράστιο ποσό, επομένως η διεκδίκησή τους είναι μη ρεαλιστική. Αντίθετα, θεωρείται ρεαλιστικό να ζητάς να γίνει 1,5% το 1% του ΑΕΠ ετησίως. Τότε, όμως, έρχεται ο πονηρός λογιστής του κράτους, σου σερβίρει μια αναλογιστική μελέτη και σου αποδεικνύει ότι και 1,5% του ΑΕΠ να δίνει ετησίως το κράτος, μετά από μερικά χρόνια θα υπάρξει χρηματοδοτικό πρόβλημα, γιατί η σχέση εργαζόμενων προς συνταξιούχους επιδεινώνεται διαρκώς.
Επιδεινώνεται γιατί από τη μια αυξάνεται η ανεργία και η μαύρη εργασία και από την άλλη οι ηλικιωμένοι ζουν περισσότερα χρόνια σε σχέση με το παρελθόν. Επομένως, επειδή το κράτος δεν θέλει να πετά λεφτά στο βρόντο, μαζί με την αύξηση της όποιας χρηματοδότησης, θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές και στον τομέα των ασφαλιστικών παροχών, που θα μειώνουν τις συνολικές δαπάνες του συστήματος. Καθαρά πράγματα: πρέπει να βρεθεί τρόπος να αυξηθεί ο μέσος όρος ηλικίας εξόδου στη σύνταξη, πρέπει να βρεθεί τρόπος να μειωθεί το συνολικό κονδύλι που πληρώνεται για συντάξεις.
Εκεί οδηγούν οι ρεαλιστικές λύσεις, που είναι τέτοιες, επειδή έχουν στη βάση τους τη λογιστική προσέγγιση του Ασφαλιστικού. Οταν η εργατική τάξη εγκλωβίζεται σ’ αυτή την τακτική, τότε είναι χαμένη από χέρι. Τότε, τα πιο στοιχειώδη ασφαλιστικά της δικαιώματα μετατρέπονται σε παρακολούθημα της πορείας της καπιταλιστικής οικονομίας. Και μάλιστα, σε παρακολούθημα με γνώμονα την κερδοφορία του κεφάλαιου και όχι τις ανάγκες συντήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Γιατί, όμως, τα ταξικά αιτήματα θεωρούνται μη ρεαλιστικά; Οποτε τίθεται αυτό το ερώτημα δεν παίρνει καμιά συγκεκριμένη απάντηση, πέρα από το γενικό «δεν αντέχει η οικονομία». Τι σημαίνει, όμως, «αντέχει η οικονομία»; Ποιο είναι το κριτήριο της αντοχής; Για το σύστημα είναι η εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους. Είναι γνωστό, ότι τα δυο τελευταία χρόνια ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Επεσε κατά 33% σε σχέση με το επίπεδο που ήταν πριν. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, ότι ο κρατικός προϋπολογισμός αντέχει μια τέτοια μείωση. Αν δεν μειωνόταν, όμως, ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών, αλλά περνούσε ως φόρος κατευθείαν στα ταμεία ασφάλισης των μισθωτών, σε μόνιμη βάση μάλιστα, τα Ταμεία θα έπαιρναν μια μεγάλη οικονομική ανάσα. Θα εξασφάλιζαν ένα σημαντικό ετήσιο έσοδο. Θα κατέρρεε μήπως η οικονομία; Γιατί δεν κατέρρευσε τα προηγούμενα χρόνια, πριν θεσπιστεί αυτή η μείωση; Οχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά σημείωνε ψηλότερους σε σχέση με σήμερα ρυθμούς ανάπτυξης. Το μόνο που θα γινόταν σε μια τέτοια περίπτωση, είναι η απώλεια της πρόσθετης κερδοφορίας που εξασφάλισε για τις επιχειρήσεις η τόσο μεγάλη μείωση του συντελεστή φορολόγησης κερδών. Το πιο προκλητικό είναι πως ο κρατικός προϋπολογισμός εξισορρόπησε την απώλεια εσόδων που είχε από τη μείωση της φορολογίας των κερδών και περικόπτοντας το 1% του ΑΕΠ που εκ του νόμου ήταν υποχρεωμένος να χορηγεί κάθε χρόνο στο ΙΚΑ!
Το παράδειγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι αν θέλουν μπορούν να βρουν ρεαλιστικές λύσεις και σε άλλες κατευθύνσεις. Ομως, η συνεχής αύξηση της κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων θεωρείται θέμα-ταμπού που απαγορεύεται να το θίξει κάποιος. Περιττεύει, βέβαια, να πούμε ότι αυτό δεν συνιστά οικονομική προσέγγιση, με την επιστημονική έννοια του όρου, αλλά ταξική επιλογή. Το κράτος λέει (ανεξάρτητα αν δεν το διακηρύσσει ευθέως), ότι, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεχή αύξηση της κερδοφορίας του κεφάλαιου, δικαιούται να περικόβει κοινωνικά δικαιώματα από τους εργαζόμενους. Αλλωστε, και όταν καταλήστευε τα αποθεματικά των Ταμείων, για τον ίδιο λόγο το έκανε. Τα μοίραζε ως επιχορηγήσεις και άτοκα ή χαμηλότοκα δάνεια για να βοηθήσει την «ανάπτυξη» (δανεικά κι αγύριστα τα πήραν οι καπιταλιστές από το κράτος, δανεικά κι αγύριστα τα πήρε το κράτος από τα ασφαλιστικά ταμεία).
Δεν έχουμε σκοπό να υποδείξουμε «άλλου τύπου ρεαλιστικές λύσεις». Ενα παράδειγμα φέραμε, για να δείξουμε την υποκρισία αυτών που χαρακτηρίζουν μη ρεαλιστικά τα ταξικά αιτήματα. Η εργατική τάξη δεν έχει καμιά δουλειά να υποδείξει λύσεις. Η εργατική τάξη οφείλει να διατυπώσει αιτήματα ταξικά, ξεκινώντας από δυο δεδομένα: Πρώτο, από τις ανάγκες της. Να μπορεί να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια την ανεργία, την ασθένεια και τα γηρατειά. Δεύτερο, από το γεγονός ότι υπάρχει ένας συσσωρευμένος πλούτος που αποτελεί προϊόν της δικής της εργασίας (χωρίς να παραλείψει να σημειώσει ότι αυτή αποτελεί και το υποζύγιο της φορολογίας). Ολα τα ασφαλιστικά αιτήματα είναι εξ ορισμού μετριοπαθή αιτήματα, μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος. Τη ρεαλιστικότητά τους μπορεί να την καθορίσει μόνο η πορεία της ταξικής πάλης.
Πέτρος Γιώτης