Η θεωρία των «άμεσων λύσεων» τροφοδότησε τον ρεφορμιστικό οπορτουνισμό από τη γέννησή του ακόμα. Ο πατέρας αυτού του οπορτουνισμού, ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης Εντουαρντ Μπερνστάιν, διακήρυξε στη δύση του 19ου αιώνα ότι η εμμονή στην επαναστατική στρατηγική είναι ανούσια και ανώφελη. Στόχος του εργατικού κινήματος -σύμφωνα με τη θεωρία του- θα έπρεπε να είναι η κατάκτηση μεταρρυθμίσεων μέσα στον καπιταλισμό, με τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο και -γιατί όχι;- στις αστικές κυβερνήσεις.
Η πρώτη εφαρμογή της θεωρίας του Μπερνστάιν, η πρώτη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στην Ιστορία, συνοδεύτηκε από την κατάπνιξη της γερμανικής προλεταριακής επανάστασης και τη δολοφονία των επαναστατών ηγετών Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Οι «περιπέτειες» της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που ακολούθησαν, φέρνοντας στο φινάλε τους ναζί στην εξουσία, δεν επέτρεπαν στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία να καμαρώσει και πολύ για τον… δημοκρατικό μεταρρυθμισμό της.
Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, όμως, και υπό την άμεση απειλή του σοσιαλιστικού στρατόπεδου, που απλωνόταν πλέον στο ένα τρίτο της Γης, η ώρα του σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού ήρθε και πάλι. Στη Δυτική Ευρώπη, η σοσιαλδημοκρατία ήταν εκείνη που ανέλαβε να διαχειριστεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα τον καπιταλισμό στις κυριότερες ιμπεριαλιστικές χώρες, διαμορφώνοντας αυτό που ονομάστηκε «κράτος πρόνοιας». Ενα «κράτος πρόνοιας» που σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στη σκληρή εκμετάλλευση των εξαρτημένων χωρών και των νεο-αποικιών του λεγόμενου τρίτου κόσμου.
Το σύστημα αυτό έφτασε στα όριά του τη δεκαετία του '80, για λόγους που δεν μπορούν να αναπτυχθούν ούτε εν συντομία στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος. Ανοιξε έτσι μια περίοδος συντηρητικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού παγκόσμια. Ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και η Θάτσερ στη Βρετανία συμβόλισαν αυτή την τάση, όμως η συντηρητική ανασυγκρότηση προωθήθηκε στη συνέχεια και από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Για να δώσουμε μόνο δύο παραδείγματα, θα αναφέρουμε μόνο την «Ατζέντα 2010» που η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ προώθησε στη Γερμανία και το πρόγραμμα του «τρίτου δρόμου», με το οποίο η κυβέρνηση Μπλερ συνέχισε το έργο της Θάτσερ στη Βρετανία.
Η κατάρρευση του στρατοπέδου του παλινορθωμένου καπιταλισμού στις αρχές της δεκαετίας του '90, από τη μια, απεκατέστησε την ενότητα της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς και, από την άλλη, επέτρεψε στις δυνάμεις του κεφαλαίου να επιταχύνουν τις διαδικασίες της συντηρητικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού. Κι αυτό έγινε και με συντηρητικές και με σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις.
Περνώντας από το διεθνές στο ελληνικό επίπεδο, διαπιστώνουμε μια αντίστοιχη πορεία. Ο σημιτικός «εκσυγχρονισμός» ήταν το όχημα για τη σοσιαλδημοκρατική συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία προχώρησε τόσο ώστε η καραμανλική δεξιά, που διαχειρίστηκε την κυβέρνηση τα επόμενα πέντε χρόνια, να μην χρειαστεί να κάνει παρά μόνο συντήρηση του στάτους που παρέλαβε. Η παγκόσμια κρίση «χτύπησε» τον ελληνικό καπιταλισμό το 2009. Η «βόμβα» έσκασε στα χέρια μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, που είχε γίνει το μάτι της γαρίδα για άσκηση κυβερνητικής εξουσίας και για να επανέλθει είχε τάξει «τα πάντα όλα».
Κι εκεί που η σοσιαλδημοκρατία του «λεφτά υπάρχουν» βρέθηκε αναγκασμένη να εγκαινιάσει αυτό που κωδικοποιημένα ονομάστηκε μνημονιακή εποχή, συνεχίζοντας αναγκαστικά με τη συντηρητική παράταξη, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να φουντώσει μια νέα εκδοχή του αστο-ρεφορμιστικού οπορτουνισμού και να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ «μεγάλος και τρανός». Εχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις συνθήκες που οδήγησαν σ' αυτή τη μεγάλη πολιτική ανατροπή μέσα στο αστικό στρατόπεδο. Αν θα 'πρεπε να τις κωδικοποιήσουμε σε μια φράση, θα λέγαμε ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία υπήρξε αποτέλεσμα της πολιτικής ανωριμότητας και της πολιτικής ανοργανωσιάς της εργατικής τάξης.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ, όμως, είναι το αποτέλεσμα και το θεωρητικό και πολιτικό «υλικό» που παράγει. Μέσα σε ένα εξάμηνο ο ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόστηκε πλήρως στις απαιτήσεις της μνημονιακής περιόδου και κατά τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του έχει εγκαταλείψει τις «ντροπούλες» περί «εκβιασμού» και «πραξικοπήματος» και έχει μετατραπεί σε διαπρύσιο υπερασπιστή της συγκεκριμένης πολιτικής, όπως υπαγορεύεται από τους ιμπεριαλιστές δανειστές και τη ντόπια κεφαλαιοκρατία. Οι εξελίξεις του τελευταίου μήνα, με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημόνιου, που συνοδεύτηκε από εφιαλτικά νομοθετήματα -τόσο ως προς το βάθεμα της αντιλαϊκής και αντεργατικής πολιτικής όσο και ως προς τον ανοιχτό αποικισμό της χώρας- δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ότι έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική δύναμη η οποία διαχειρίζεται τον ελληνικό καπιταλισμό όπως και οι προκάτοχοί της στην κυβέρνηση.
Θα περίμενε κανείς (θεωρητικά μιλώντας) να υπάρξει μια γενική συμφωνία στο χώρο των δυνάμεων που ομνύουν στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ότι η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πως δεν υπάρχουν περιθώρια προοδευτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του ελληνικού καπιταλισμού. Πως μόνο η κοινωνική επανάσταση μπορεί ν' αλλάξει τη φορά των πραγμάτων, τσακίζοντας όχι μόνο επιμέρους πλευρές του συστήματος, αλλά το ίδιο το σύστημα (και τη θέση του στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας). Κι όμως, εκείνο που αναπτύσσεται είναι ένας πείσμων νεο-οπορτουνισμός, στον πυρήνα του οποίου υπάρχουν δύο δόγματα.
Το πρώτο δόγμα υποστηρίζει πως οι εξελίξεις του τελευταίου χρόνου δεν ήταν αναμενόμενες και «υποχρεωτικές», αλλά οφείλονται αρχικά στη δειλία και στη συνέχεια στην προδοσία του ηγετικού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο δόγμα υποστηρίζει πως είναι δυνατόν να εφαρμοστεί εκείνη η πολιτική που δείλιασε να εφαρμόσει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και έτσι, μέσω της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας -με κοινοβουλευτικά μέσα- να εγκαινιαστεί η πορεία προς το βαθμιαίο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Γύρω από τον πυρήνα αυτών των δογμάτων αναπτύσσονται διάφορες πολιτικές θεωρίες και προτάσεις. Αλλες απροκάλυπτα ρεφορμιστικές και άλλες πασπαλισμένες με ριζοσπαστική (ενίοτε και επαναστατική) χρυσόσκονη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, οι εραστές της δραχμής, οι οποίοι -καθώς βρέθηκαν εκτός ΣΥΡΙΖΑ- προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποια αρπακολλατζίδικη προγραμματική βάση. Η λύση γι' αυτούς βρίσκεται στην έξοδο από την Ευρωζώνη και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, που θα επιτρέψει σε μια… αριστερή κυβέρνηση να ολοκληρώσει, τσούκου-τσούκου, το… σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Κάποιοι το πάνε παραπέρα: έξω και από την ΕΕ. Κάποιοι άλλοι προσθέτουν εργατικό έλεγχο, μη αποπληρωμή του χρέους και άλλα τέτοια. Δεν κοστίζουν τίποτα, άλλωστε, τζάμπα είναι.
Πέρα από την επιστημονική φαιδρότητα αυτών των (με το συμπάθειο) θεωρητικών και προγραμματικών επεξεργασιών, εκείνο που έχει σημασία είναι η πολιτική σύγχυση που σκορπούν, καθώς σχήμα για την προώθησή τους είναι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες του αστικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι φορείς αυτών των απόψεων καταφεύγουν στον Μπερνστάιν (χωρίς να το ομολογούν). Ολοι χαρακτηρίζουν την επαναστατική στρατηγική «θεολογία», η οποία παραπέμπει τις λύσεις «σ' ένα άδηλο μέλλον», ενώ οι δικές τους απόψεις υποτίθεται πως επιδιώκουν λύσεις σήμερα, με κινητοποίηση του εργατικού και λαϊκού παράγοντα, με ρήξεις κτλ.
Ολες αυτές οι θεωρίες αντιστρατεύονται τη συγκέντρωση των επαναστατικών δυνάμεων, που θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της τακτικής κάθε πολιτικής συλλογικότητας που επιδιώκει τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, οι όποιες κομμουνιστικές ή σοσιαλιστικές αναφορές αποτελούν παραφερνάλια μιας καθαρά κοινοβουλευτικής στρατηγικής και τακτικής. Αυτό που παρουσιάζεται ως δήθεν εργαλείο περάσματος, μετάβασης, δεν είναι παρά ένα εργαλείο ενσωμάτωσης. Και φαίνεται πιο καθαρά σήμερα, καθώς όλες αυτές οι δυνάμεις αρνούνται να βγάλουν τα σωστά συμπέρασματα από την «περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ». Εκείνο που επιδιώκουν είναι να γίνουν «μικρότεροι ΣΥΡΙΖΑ» που δε θα διεκδικήσουν τη διαχείριση της αστικής εξουσίας (απέχουν πολύ από μια τέτοια δυνατότητα, άλλωστε), αλλά ένα ρόλο μικροαστικής αντιπολίτευσης, ανάλογο μ' αυτόν που δεκαετίες τώρα παίζει ο Περισσός.
Και για να τελειώνουμε με το παραμύθι της δήθεν θεολογικής στρατηγικής των επαναστατών, που περιμένουν την επανάσταση όπως οι χριστιανοί τη δευτέρα παρουσία, ενώ οι μεταρρυθμιστές δρουν τάχαμου άμεσα και μετασχηματίζουν βαθμιαία την πραγματικότητα. Οι κομμουνιστές ποτέ δεν αρνήθηκαν τις άμεσες διεκδικήσεις και τον αγώνα για την κατάκτησή τους ή για τη διατήρησή τους όταν δέχονται την επίθεση του κεφαλαίου. Ολόκληρη η ιστορική διαδρομή του εργατικού κινήματος δείχνει όχι μόνο την εμμονή των κομμουνιστών σ' αυτό τον αγώνα, αλλά και την καθοριστική συμβολή τους στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Αυτά είναι πράγματα λυμένα από παλιά και η επαναφορά τους από τους ανοιχτούς ή καμουφλαρισμένους ρεφορμιστές είναι μια ακόμα προστυχιά αυτού του μη επαναστατικού ή αντεπαναστατικού ρεύματος.
Το μέγα ζήτημα που εγείρουν οι κομμουνιστές έχει να κάνει με την ίδια την πρόσληψη των μεταρρυθμίσεων-κατακτήσεων από την εργατική τάξη και την ένταξη αυτού του αγώνα στη στρατηγική της επαναστατικής ανατροπής. Πολύ νωρίς ο Μαρξ συμπύκνωσε σ' ένα σπουδαίο συμπέρασμα τη σχέση άμεσων διεκδικήσεων – κοινωνικής απελευθέρωσης. Η εργατική τάξη, είπε, θα ήταν ανίκανη για οποιοδήποτε μεγάλο απελευθερωτικό κίνημα, αν δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στους καθημερινούς σφετερισμούς του κεφαλαίου. Από την άλλη, συνέχισε, η εργατική τάξη οφείλει να συνειδητοποιήσει τη σχετικότητα, την προσωρινότητα και το εύθραυστο των όποιων κατακτήσεών της μέσα στον καπιταλισμό, να συνειδητοποιήσει ότι αυτές δεν αλλάζουν την ουσία της εκμετάλλευσής της, ούτε αλλάζουν τη γενική κατεύθυνση της κίνησης της αστικής κοινωνίας, και να συσπειρωθούν γύρω από ένα πρόγραμμα κατάργησης του συστήματος της μισθωτής εργασίας, ένα πρόγραμμα οικοδόμησης του κομμουνισμού.
Η «περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ», λοιπόν, πρέπει να μας διδάξει ότι δεν υπάρχει διέξοδος μέσα από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Η διέξοδος για την εργατική τάξη θα είναι επαναστατική (δηλαδή θα τσακίσει τον ελληνικό καπιταλισμό, τις διεθνείς του σχέσεις και τις δεσμεύσεις του) ή δε θα υπάρξει. Επομένως, η συσπείρωση των πρωτοπόρων εργατών πρέπει να γίνει πάνω σ' αυτή τη βάση. Στη βάση ενός επαναστατικού πολιτικού προγράμματος συντριβής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού. Περιττεύει να τονίσουμε πως αυτή η συσπείρωση θ' αποτελέσει καταλυτικό παράδειγμα και για την καλύτερη οργάνωση και διεξαγωγή του αγώνα για τις άμεσες διεκδικήσεις.
Πέτρος Γιώτης