Πάει, λοιπόν, και το εργασιακό. Πέρασε και αυτό αναίμακτα, όπως και το ασφαλιστικό των Τραπεζών. Με λίγες γρατζουνιές την έβγαλε ο Παναγιωτόπουλος, ενώ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αναχώρησε ήδη για τα μπάνια της, δίνοντας ραντεβού για το Σεπτέμβρη, σε συλλαλητήριο την ημέρα που ο Καραμανλής θα εγκαινιάζει τη ΔΕΘ. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές επικαλούνται το γνωστό άλλοθι: τί περισσότερο να κάνουμε εμείς, όταν ο κόσμος δεν κατεβαίνει στο δρόμο;
Αυτός ο ισχυρισμός θυμίζει λίγο το γνωστό ερώτημα-τρικ «η κότα έκανε τ’ αβγό ή το αβγό την κότα;». Γιατί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για το χάλι που έχει το κοινωνικό κίνημα στη χώρα μας σήμερα. Είναι αυτή που χτύπησε αμείλικτα κάθε προσπάθεια ταξικής ανάτασης του εργατικού κινήματος, που υπονόμευσε και έθαψε κάθε αγωνιστικό σκίρτημα, που διέφθειρε συνειδήσεις δημιουργώντας ένα σύστημα συναλλαγής με τους καπιταλιστές και την αστική εξουσία, που ακολούθησε τη γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού», όπως ονομάζεται στη μοντέρνα γλώσσα η παμπάλαια γραμμή της ταξικής συνεργασίας, που έσπειρε την απογοήτευση και την ηττοπάθεια, με αποτέλεσμα τη σημερινή κατάσταση. Μια κατάσταση που πλέον χρησιμοποιεί ως άλλοθι για τη διαιώνιση της ίδιας πολιτικής.
Δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα του σημερινού σημειώματος, αλλά οι απόψεις εκείνες που θεωρούν ότι το «κάθισμα» του εργατικού κινήματος, η ανυπαρξία έστω και στοιχειώδους ρεφορμιστικού διεκδικητισμού, η εξαφάνιση του αγωνιστικού οικονομισμού, οφείλονται στην επικράτηση των ιδεών της συναίνεσης στο σώμα της εργατικής τάξης. Αρκετοί μάλιστα επικαλούνται τις δημοσκοπήσεις που γίνονται από καιρού εις καιρόν, αλλά και τις εκλογικές διαδικασίες στις οποίες η συμμετοχή κυμαίνεται σε εξαιρετικά ψηλά επίπεδα, ο δικομματισμός ενισχύεται και τα κόμματα της καθεστωτικής Αριστεράς, που κρατούν μια κριτική στάση έναντι της κυρίαρχης πολιτικής (ιδιαίτερα ο Περισσός), δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από κάτι ισχνά εκλογικά ποσοστά, τα οποία απέχουν πόρω από τα ποσοστά των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80.
Φαινομενικά τα πράγματα δείχνουν να είναι έτσι. Ομως η λέξη συναίνεση, με το ιδιαίτερο φορτίο που κουβαλά, κατά τη γνώμη μας περιγράφει εντελώς παραμορφωτικά την πραγματικότητα. Γιατί συναινώ σημαίνει αποδέχομαι και συμμετέχω. Ομως, αυτό που χαρακτηρίζει τις εργαζόμενες μάζες στην Ελλάδα δεν είναι ούτε η συμφωνία ούτε, πολύ περισσότερο, η συμμετοχή. Η μόνη συμμετοχή που υπάρχει είναι αυτή στις εκλογές, η οποία σε τίποτα δεν θυμίζει τη ζωηρή μεσογειακή παράδοση που χαρακτήριζε αυτές τις διαδικασίες τις προηγούμενες δεκαετίες. Πρόκειται για μια καθαρά τυπική διαδικασία, γεγονός που σημειώνεται και από τους εκλογολόγους και λοιπούς συστημικούς πολιτικούς αναλυτές. Πιο σωστό, λοιπόν, θα ήταν να μιλάμε για εκβιασμό που πιάνει και όχι για συναίνεση. Φυσικά, υπάρχουν και στοιχεία συναίνεσης μέσα στις εργαζόμενες μάζες, από στοιχεία εντελώς διεφθαρμένα ταξικά, που αναζητούν την προσωπική τους βόλεψη, όμως κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή είναι η κυρίαρχη τάση. Αυτό, κατά τη γνώμη μας επιβεβαιώνεται και από το ότι οι συστημικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν λαϊκά ρεύματα υπέρ των επιλογών τους. Ακόμα και η τυλιγμένη με χρυσόσκονη Ολυμπιάδα μόνο το μήνα των αγώνων κατάφερε να αποκτήσει κάποιο κύρος (το οποίο σε διάστημα λίγων μηνών, όταν ήρθε ο λογαριασμός, διασκορπίστηκε), ενώ στην περίπτωση του ευρωσυντάγματος δεν τόλμησαν να κάνουν δημοψήφισμα και έκλεισαν το ζήτημα μέσα από μια συνοπτική και χωρίς ιδιαίτερη δημοσιότητα κοινοβουλευτική διαδικασία.
Είναι γνωστό από πού προέρχεται ο εκβιασμός. Προέρχεται από τις δυνάμεις του συστήματος. Από μια αστική τάξη που έχει στη διάθεσή της ένα πολιτικό προσωπικό αποφασισμένο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της, χωρίς να κρατάει τις μικρές αποστάσεις που κρατούσε παλιότερα, χωρίς να φροντίζει να κρατήσει κάποιες ισορροπίες ανάμεσα στις πιο αγριανθρωπικές απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατίας και τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος λαός.
Το ερώτημα είναι γιατί πιάνει αυτός ο εκβιασμός. Η απάντηση είναι, καταρχάς, εξαιρετικά απλή. Μια εργατική τάξη που έχει χάσει την αυτοεκτίμησή της, που κατατρύχεται από σύνδρομο ηττοπάθειας, που δεν πιστεύει στη δύναμή της, δεν έχει δυνάμεις να αντιταχθεί στον εκβιασμό και «μοιραία» υποτάσσεται. Υποτάσσεται χωρίς καν να δώσει μάχη ή δίνοντας μικρομάχες οπισθοφυλακών, από χέρι χαμένες. Χαμένες όχι μόνο από την άποψη του ότι δεν αναχαιτίζουν τον αντίπαλο, αλλά και από την άποψη του ότι δεν αφήνουν παρακαταθήκες για το μέλλον. Γιατί στην ιστορία υπάρχουν ήττες που λειτούργησαν ως πηγές ανάτασης και προετοίμασαν νέες μάχες. Οταν, όμως, κανείς δεν πιστεύει στον εαυτό του, δεν πιστεύει και στη μάχη που δίνει, περισσότερο υπερασπίζεται μια αξιοπρέπεια που παίρνει ηθικό χαρακτήρα, παρά ετοιμάζει τη συνέχεια, την αντεπίθεσή του, χρησιμοποιώντας την ήττα ως πηγή έμπνευσης για τη συγκέντρωση δυνάμεων και την καλύτερη οργάνωσή τους.
Από αυτή την πρώτη απάντηση, όμως, προκύπτουν άλλα ερωτήματα, μερικά από τα οποία είναι πιο σημαντικά από το αρχικό: Ποια είναι τα αίτια που φτάσαμε σ’ αυτή την κατάντια; Ποιο είναι το «σημείο μηδέν»; Ποιοι οι όροι για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης; Οι απαντήσεις, βέβαια, δεν είναι εύκολες. Αλίμονο σε όποιον αντιμετωπίζει με ευκολία σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα, που έχουν τόσες παραμέτρους. Ούτε είναι δυνατόν να δοθούν ολοκληρωμένες απαντήσεις στο μικρό χώρο αυτού του άρθρου. Στο κλείσιμο του κύκλου της μεταπολίτευσης, που έφερε και το «ξεφούσκωμα» του εργατικού και νεολαιίστικου ριζοσπαστισμού, έχουμε αναφερθεί άλλες φορές. Το «σημείο μηδέν» ουδείς μπορεί να το προσδιορίσει με ακρίβεια. Εχει επιχειρηθεί αρκετές φορές και με διάφορες ευκαιρίες να γίνει τέτοιος προσδιορισμός και η ζωή απέδειξε πως η εκτίμηση ήταν λάθος (ο γράφων δεν εξαιρείται απ’ αυτούς που έχουν πέσει έξω σε τέτοιες παρακινδυνευμένες εκτιμήσεις). Μπορούμε, όμως, να μιλήσουμε για τους όρους που απαιτούνται για να περάσουμε από το «σημείο μηδέν», χωρίς ίσως και να το καταλάβουμε.
Οσοι φλέγονται για μια τέτοια εξέλιξη πρέπει πρώτα-πρώτα να συνειδητοποιήσουν ότι η δημιουργία ενός νέου κινήματος δεν είναι δική τους δουλειά. Τα κινήματα τα δημιουργεί η ζωή και όχι οι πρωτοπορίες. Δουλειά των πρωτοποριών είναι να δημιουργήσουν όρους ώστε το νέο κίνημα να μη κουβαλά τα βαρίδια του παλιού: το ρεφορμισμό, τον καριερισμό, την ανυπαρξία ουσιαστικής δημοκρατίας, την ανάθεση, το γραφειοκρατισμό κ.λπ. Ομως, πολλοί (για να μην πούμε οι περισσότεροι) από εκείνους που κλίνουν το επίθετο ταξικός -ή -ό σε όλες τις κλίσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν είναι παρά αγωνιστικά (με τη σχετική σημασία του όρου) κακέκτυπα των κυρίαρχων αστορεφορμιστικών δυνάμεων. Κινούνται μέσα στις δομές που αυτές έχουν δημιουργήσει και διαχειρίζονται (αναζητώντας εκεί τους εργάτες, που ήδη έχουν δραπετεύσει), αναπαράγουν τις πρακτικές τους, χτίζουν σεμνές καριέρες και παραγοντιλίκια και λειτουργούν ως αντιπολίτευση-μαϊντανός, εμποδίζοντας (χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν, αλλά η άγνοια και οι καλές προθέσεις στην πολιτική δεν έχουν καμιά σημασία) με τη σειρά τους τη δημιουργία σπερμάτων αντίστασης, που θα λειτουργήσουν παραδειγματικά, δημιουργώντας νέες μορφές οργάνωσης και αναπτύσσοντας νέες μορφές δράσης, δίπλα στις παλιές.
Πέτρος Γιώτης