Δεν σας προξενεί εντύπωση η δημοσιότητα που πήραν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές στη χώρα μας; Δεν θυμόμαστε άλλη φορά να έχει γίνει τόσος ντόρος (ούτε καν τη δεκαετία του ‘80, την περίοδο των μεγάλων συγκρούσεων σοσιαλδημοκρατών-συντηρητικών σε όλη την Ευρώπη). Φέτος, παρακολουθείς την παρουσίαση των γαλλικών εκλογών και έχεις την αίσθηση ότι οι εκλογές γίνονται στην Ελλάδα, ότι η Ρουαγιάλ λέγεται Γιωργάκης και ο Σαρκοζί Κωστάκης.
Τι διακυβεύεται αύριο στον δεύτερο και τελικό γύρο των γαλλικών εκλογών, από τον οποίο θα αναδειχτεί ο πρόεδρος;
Κατά την άποψή μας, τίποτα απολύτως. Το ότι δίνεται σ’ αυτή τη δικομματική σύγκρουση κρίσιμος χαρακτήρας, το ότι γύρω από την υποψηφιότητα της Ρουαγιάλ συνασπίστηκε η ποικιλόχρωμη γαλλική Αριστερά (και «Αριστερά»), μιλώντας ντροπαλά για «αντι-Σαρκοζί μέτωπο» αποτελεί ένα ακόμα φαινόμενο θλιβερής πολιτικής ουράς στην αστική πολιτική, η οποία δείχνει την πολιτική μυωπία αυτής της Αριστεράς, την αδυναμία της να σταθεί κόντρα στον αστισμό ως σύνολο, να συνδεθεί με τις πιο ριζοσπαστικές κοινωνικές δυνάμεις και να χαράξει μια ξεκάθαρη αντικαπιταλιστική προοπτική.
Είναι η ίδια Αριστερά που όταν ξέσπαγε το εξεγερτικό κίνημα των προαστίων, όχι μόνο δεν μπόρεσε να «συγχωνευθεί» (με τη λενινιστική έννοια του όρου) μαζί του, αλλά από ένα σημείο και μετά υποτάχτηκε τρομαγμένη στις αρχές της «νοικοκυροσύνης» και δίπλα στις κλαψιάρικες κοινωνιολογικές αναλύσεις της (παρόμοιες μ’ αυτές που κατά δεκάδες εκπονούνται κάθε χρόνο από διδακτορικούς φοιτητές στα πανεπιστήμια της υφηλίου) έβαλε την αποκήρυξη της «τυφλής βίας» και τα αιτήματα για «αποκατάσταση της τάξης με κοινωνική ευαισθησία», διευκολύνοντας έτσι τον τότε υπουργό Εσωτερικών Ν. Σαρκοζί στο άμεσο έργο του, αλλά και στο δρόμο του προς την προεδρία, επικεφαλής της τρομαγμένης μάζας των «νοικοκυραίων».
Είναι η ίδια Αριστερά που, πολύ πριν τα εξεγερτικά φαινόμενα των προαστίων-γκέτο, είχε φροντίσει να «χαρίσει» τους άνεργους εργάτες των βιομηχανικών περιοχών στον Λεπέν, αδυνατώντας να διατυπώσει αιτήματα που θα έσπαγαν το ρεφορμιστικό κέλυφος, θα αποκάλυπταν την ουσία του αστικού εκσυγχρονισμού και θα έβαζαν στο κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής τα εργατικά συμφέροντα, προωθώντας την υπεράσπισή τους με όλα τα μέσα και πρωτίστως με την ταξική αντιβία. Οταν αυτή η Αριστερά «πούλησε» τα απεργιακά ξεσπάσματα (ποιος θυμάται σήμερα την απεργία της Air France;), ο δρόμος έμεινε ανοιχτός αρχικά για τα ρατσιστικά κηρύγματα του Λεπέν και στη συνέχεια για τον «κυριλέ» ρατσισμό του Σαρκοζί και της Ρουαγιάλ.
Τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα δεν αποτυπώνονται ποτέ στις κάλπες. Αυτό διδάσκει η Ιστορία. Γιατί όταν ο λόγος δίνεται από το πεζοδρόμιο στην κάλπη, σημαίνει ότι τα κινήματα αυτά ή έχουν ηττηθεί ή καταβάλλεται προσπάθεια να χειραγωγηθούν και να πνιγεί ο ριζοσπαστισμός τους στις κάλπες. Θυμηθείτε τι έγινε μετά το Μάη του ‘68 στη Γαλλία.
Θυμηθείτε τι έγινε στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας. Δεν περίμενε, λοιπόν, κανείς πως η ριζοσπαστική εξέγερση των παρισινών προαστίων ή το συντηρητικότερο (αλλά μαζικότατο) «αντι-CPE κίνημα» θα μπορούσαν να αποτυπωθούν στις κάλπες. Να καταγραφεί, δηλαδή, σε εκλογικό επίπεδο αυτό που εξέφρασαν σε επίπεδο δράσης αυτά τα κινήματα. Ομως, η γαλλική Αριστερά (και «Αριστερά»), που φιλοδόξησε να εκφράσει εκλογικά τον απόηχο αυτών των κινημάτων, είναι τόσο άθλια που ούτε αυτό δε μπόρεσε να κάνει σωστά. Ούτε την εκλογική δουλειά.
Το «αντι-Σαρκοζί» μέτωπο ήταν διαμορφωμένο πριν από τον πρώτο γύρο, αφού στο στόχαστρο των συνδυασμών της Αριστεράς έμπαινε ο Σαρκοζί και όχι η αστική πολιτική, που εκφράζεται με την ίδια ακριβώς συνέπεια από τη Ρουαγιάλ και τους Σοσιαλιστές. Κι αυτό, βέβαια, φούσκωσε τα πανιά των Σοσιαλιστών, που με το σύνθημα «χρήσιμη ψήφος» μάζεψαν όλα τα «κουκιά» από τ’ αριστερά (καταδικάζοντας στον απόλυτο μαρασμό όλους τους μικρούς αριστερούς υποψήφιους) και είχαν όλη την άνεση να κάνουν το παιχνίδι προς τα δεξιά, ακολουθώντας κατά πόδι τον Σαρκοζί που ακολουθούσε τον Λεπέν. Το αποτέλεσμα ήταν από τη μια η μετατόπιση όλου του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά και από την άλλη η ενίσχυση του διπολισμού. Κάτι που οδήγησε στην εκλογική εξαφάνιση αυτών που υποτίθεται ότι ήταν ενάντια και στον Σαρκοζί και στη Ρουαγιάλ. Εσκαψαν το λάκο τους με τα ίδια τους τα χέρια.
Τι γύρευε η ανατρεπτική (όπως διατείνεται) Αριστερά σ’ αυτό το πανηγύρι του αστικού κοινοβουλευτισμού; Να εκφράσει -υποτίθεται- τις ζωντανές ριζοσπαστικές δυνάμεις της Γαλλίας, τους εργάτες, τους άνεργους, τους νέους, τους μετανάστες. Ας υποθέσουμε (για την οικονομία της συζήτησης) ότι μπορούσε να το κάνει. Το ερώτημα είναι πώς, με ποια πολιτική γραμμή;
Ποιο είναι το μείζον πρόβλημα της Γαλλίας, αυτό από το οποίο πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα; Είναι ας πούμε ο κατασταλτικός οίστρος του Σαρκοζί; Και τι αντιπαρέθεσαν σ’ αυτό οι Σοσιαλιστές της Ρουαγιάλ; Αυτή δεν είναι που ζητούσε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τη δημιουργία αναμορφωτηρίων με τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης, για να εκλείονται εκεί οι «ταραξίες» των προαστίων; Κι αυτό είναι ένα μόνο (αν και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό) παράδειγμα. Σε όλα τα ζητήματα της προεκλογικής περιόδου η Ρουαγιάλ ακολουθούσε τον Σαρκοζί και προσπαθούσε να προσεγγίσει το ακροατήριο των «νοικοκυραίων», των τρομαγμένων, εκείνων που αποζητούσαν «τάξη και ασφάλεια». Σε τι διαφέρει αυτή η πολιτική από την πολιτική Σαρκοζί, ώστε να συνασπίζονται όλοι και να ψηφίζουν «δαγκωτό Σεγκολέν» στο δεύτερο γύρο;
Η πολιτική τους είναι μια καρικατούρα των Λαϊκών Μετώπων του μεσοπόλεμου, εκτός τόπου και χρόνου, με μοναδικό σκοπό να καλύψει τον άκρατο οπορτουνισμό τους. Κάθε φορά ανακαλύπτουν ένα «μείζονα κίνδυνο» για να συρθούν στην ουρά της αστικής πολιτικής. Την προηγούμενη φορά ψήφισαν Σιράκ για να μη βγει ο Λεπέν, τώρα ψηφίζουν Ρουαγιάλ για να μη βγει ο Σαρκοζί. Και στο μεταξύ ο γαλλικός καπιταλισμός κάνει μια χαρά τη δουλειά του. Εξασφαλίζει πολιτική σταθερότητα και μπορεί έτσι να αντιμετωπίζει κάθε ριζοσπαστικό κίνημα που αμφισβητεί την εξουσία του.
Μια ανατρεπτική Αριστερά θα είχε τα κότσια να τραβήξει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτή και τις αστικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις, απορρίπτοντας κάθε αντίληψη περί «μικρότερου κακού», που οδηγεί σε πολιτική ουράς έναντι του ενός ή του άλλου αστικού πόλου εξουσίας. Να το πούμε ωμά. Το μέλλον του κινήματος στη Γαλλία εξαρτάται από το αν θα βγει πρόεδρος ο Σαρκοζί ή η Ρουαγιάλ; Δηλαδή, ο καθοριστικός παράγοντας για τις κοινωνικές εξελίξεις είναι η όποια ισορροπία ανάμεσα στο κοινωνικό κίνημα και στο πολιτικό σύστημα εξουσίας; Υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ότι η Ρουαγιάλ θα αντιμετωπίσει με την ίδια σκληρότητα τα ριζοσπαστικά κινήματα, αν θέλει (που θέλει) να εξακολουθήσει να εκφράζει σε επίπεδο διαχείρισης της εξουσίας τα συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού; Οσο και να προσπαθούν να τη φτιασιδώσουν, αυτή η πολιτική ουράς σημαίνει διαζύγιο με ό,τι ανατρεπτικό θα αναπτυχθεί.
Πέτρος Γιώτης