Αποφασισμένη να προχωρήσει εμφανίζεται η κυβέρνηση. Να προωθήσει και το νέο εργασιακό νομοσχέδιο μέσα στο κατακαλόκαιρο και την διεύρυνση του ωράριου των καταστημάτων και από Σεπτέμβρη να προχωρήσει σε νέα φοροεισπρακτικά μέτρα, αφού τα προηγούμενα δεν στάθηκαν ικανά να γεμίσουν τα κρατικά ταμεία, και πάγωμα μισθών και συντάξεων (στα πρότυπα του 0+0=14% του Μητσοτάκη) να επιβάλει για το 2006.
Και γιατί να μην το κάνει; Δύο παράγοντες θα μπορούσαν να ανασχέσουν τα κυβερνητικά σχέδια. Ο ένας είναι ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης που θα συγκρουόταν στους δρόμους με την κυβερνητική πολιτική. Ο άλλος είναι το περιβόητο πολιτικό κόστος, δηλαδή ο κίνδυνος πολύ γρήγορης φθοράς, που θα οδηγούσε σε συντριβή στις αυτοδιοικητικές εκλογές του επόμενου χρόνου και θα προδίκαζε εκλογική ήττα και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο πρώτος παράγοντας μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί καθόλου. Οι αντιδράσεις είναι χαμηλής έντασης και κυρίως ελεγχόμενες. Η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, έχει την πολιτική εμπειρία να αντιληφθεί ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ειδικά τα κορυφαία κλιμάκιά της, δεν πρόκειται να προδώσουν τον θεσμικό τους ρόλο και να διολισθήσουν σε πεζοδρομιακή τακτική. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση ουδόλως προσπάθησε να δαιμονοποιήσει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στη διάρκεια της απεργίας των τραπεζών. Ακόμα και οι καταγγελίες για κομματισμό ήταν ήπιες και ιδιαίτερα προσεκτικές, ενώ οι δίαυλοι επικοινωνίας δεν κόπηκαν ποτέ. Η κυβέρνηση έδειξε να κατανοεί πως οι τραπεζοϋπάλληλοι «έπρεπε» να απεργήσουν. Εφόσον η απεργία δεν έπληττε την καρδιά της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος (μπλοκάρισμα μηχανογραφικών κέντρων) και δεν δημιουργούσε ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα και αφού είχε καταστεί σαφές ότι είχε ημερομηνία λήξης την ημερομηνία ψήφισης του νομοσχέδιου, η κυβέρνηση δεν είχε κανένα λόγο να αρχίσει να την «πυροβολεί», εφαρμόζοντας κατασταλτικές μεθόδους. Το ίδιο και οι τραπεζίτες που απέσχον από κάθε νομική προσφυγή ενάντια στην απεργία. Μια ελεγχόμενη απεργία είναι ένα αναγκαίο κακό, πολύ προτιμότερο από μια κατάσταση που δεν την ελέγχει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Ο δεύτερος παράγοντας και πάλι είναι υπέρ της κυβέρνησης. Τουλάχιστον έτσι όπως αποτυπώνεται στα γκάλοπ. Γιατί σε μια κοινωνία που η πολιτική έχει πάψει από καιρό να αναπτύσσεται με όρους αντιπαράθεσης με τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, τα γκάλοπ είναι εκείνα που αποτελούν το μπούσουλα για τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα. «Μα δυο χιλιάδες άνθρωποι που απαντούν σε κάποια ερωτήματα θα καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις;», μας έλεγε μέσα στη βδομάδα συνομιλητής μας, πρόεδρος μεγάλης συνταξιουχικής οργάνωσης.
Το ερώτημα τίθεται λάθος. Δεν είναι οι όσοι ψηφίζουν στα γκάλοπ που καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτοί που ψηφίζουν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα ολόκληρης της κοινωνίας (φυσικά, απόκλιση υπάρχει, αυτή όμως δεν αίρει την αντιπροσωπευτικότητα. Οταν το παιχνίδι δεν παίζεται στους δρόμους, όταν στις τελευταίες εκλογές έχουν φανεί ιδιαίτερα ανθεκτικά τα ψηλά ποσοστά συμμετοχής, όταν το κοινοβουλευτικό παιχνίδι λειτουργεί ομαλά και ο ελληνικός καπιταλισμός μπορεί να επαίρεται ότι επιτέλους έχει καταφέρει να εξευρωπαΐσει τα πολιτικά ήθη, τότε τα γκάλοπ θα αποτελούν τον καθρέφτη των κοινωνικών και πολιτικών τάσεων.
Τί λένε, λοιπόν, τα γκάλοπ; Οτι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει φθορά, όμως αυτή η φθορά είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο θα περίμενε κανείς κρίνοντας από την πλήρη διάψευση των προεκλογικών εξαγγελιών και υποσχέσεων. Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρνει να καρπωθεί αυτή τη φθορά, δεν δείχνει να έχει αποκτήσει αέρα επανόδου της εξουσίας. Η φθορά κατανέμεται εξίσου και στα μικρότερα κόμματα, τα οποία ενισχύονται ελαφρώς, χωρίς να φουσκώνουν τόσο που να εγκυμονείται κίνδυνος λόγω του ριζοσπαστισμού των οπαδών τους.
Γιατί, λοιπόν, να ανησυχεί η κυβέρνηση μη τυχόν την πάρει η κάτω βόλτα εκλογικά, όταν τα γκάλοπ της δείχνουν το αντίθετο; Αντίθετα, εκείνο που έχει να κάνει -με δεδομένο ότι έχει επιλέξει στρατηγική τετραετίας (όπως λένε «στρατηγική δύο πιτ στοπ» οι σπορτκάστερ στους αγώνες F1)- είναι να βγάλει τα ζόρικα μέσα στην τρέχουσα χρονιά, άντε και στο πρώτο μισό της επόμενης- να πληρώσει ένα κάποιο κόστος στις αυτοδιοικητικές εκλογές κι ύστερα, χαλαρώνοντας λίγο, να βάλει πλώρη για να ξανακερδίσει τις εθνικές εκλογές.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως οι δυο παράγοντες που αναφερθήκαμε παραπάνω δεν είναι απομονωμένοι, αλλά έχουν βαθιά συνάφεια. Με σχέση βασικά μονόδρομη και πολύ λίγο αμφίδρομη. Ο πρώτος παράγοντας επηρεάζει βαθύτατα τον δεύτερο. Οι εξελίξεις στους δρόμους επηρεάζουν καθοριστικά τις εξελίξεις στο πολιτικό-κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Αντίθετα, το πολιτικό-κοινοβουλευτικό παιχνίδι επηρεάζει από ελάχιστα έως καθόλου τις εξελίξεις στους δρόμους, την ανάπτυξη μετώπων πάλης, την αποτελεσματικότητα των αγώνων.
Οι αστοί πολιτικοί αισθάνονται εξαιρετικά άνετα όταν το «πεζοδρόμιο» δεν τους πιέζει και δεν τους αναγκάζει να ενσωματώνουν κάποια από τα αιτήματά του στα προγράμματά τους. Ακόμα και τα κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας αισθάνονται πιο άνετα σε κατάσταση κοινωνικής άπνοιας, έστω και αν φαινομενικά υποστηρίζουν πως ενισχύονται εκλογικά όταν αναπτύσσονται κοινωνικοί αγώνες. Τα κόμματα αυτά επιδιώκουν τον έλεγχο των αγώνων, ώστε να μη ξεφεύγουν από τα όρια της αστικής νομιμότητας και να μην θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του συστήματος. Γνωρίζουν, όμως, ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Συχνά η αγωνιστική δυναμική αναπτύσσεται ερήμην τους και σπάει τους χειραγωγικούς μηχανισμούς τους, οπότε βρίσκονται υπόλογα στο σύστημα. Γι’ αυτό και προτιμούν την αγωνιστική άπνοια ή, για να το πούμε διαφορετικά, προτιμούν σκόρπιες και χαμηλής έντασης κοινωνικές κινητοποιήσεις που να υποβοηθούν την εκλογική στρατηγική τους.
Το ΠΑΣΟΚ, κόμμα που γεννήθηκε στις συνθήκες του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού και διέγραψε μια εντυπωσιακή τροχιά από τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό, έχει πάψει προ πολλού να πολιτεύεται ως κόμμα της κοινωνικής δημαγωγίας. Πολιτεύεται ως ένα υπεύθυνο κόμμα εξουσίας. Η τακτική του είναι αυτή του «ώριμου φρούτου». Περιμένει τη φυσιολογική φθορά της κυβέρνησης, περιοριζόμενο σε τακτικιστικές κινήσεις μέσω των ΜΜΕ. Το ρόλο της κοινωνικής δημαγωγίας έχει αφήσει στον Περισσό και τον ΣΥΝ. Κόμματα που δεν έχουν ιδιαίτερα μεγάλες φιλοδοξίες και επιδιώκουν το μεν πρώτο την οριακή αύξηση της εκλογικής του δύναμης, το δε δεύτερο την κοινοβουλευτική επιβίωση. Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση της πλουτοκρατίας σκληραίνει την επίθεσή της, τα δυο αυτά κόμματα έχουν ήδη στήσει τους μηχανισμούς για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και όλη η τακτική τους αποβλέπει στην αξιοποίηση των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων στις κάλπες του επόμενου χρόνου.
Επομένως, η κοινωνική δυναμική μπορεί να αναπτυχθεί έξω από το πολιτικό παιχνίδι των αστικών κομμάτων.
Πέτρος Γιώτης