Ηταν πράγματι ογκωδέστατη η φετινή πορεία για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Δεν έχει νόημα ν' ασχοληθούμε με τους αριθμούς (ο κόσμος σίγουρα ξεπερνούσε τις 20.000, δεν έφτασε όμως τις 40.000). Οποιος ήταν εκεί διαπίστωνε από την πρώτη στιγμή (από τα κύματα των ανθρώπων που προσέρχονταν), ότι ήταν η μεγαλύτερη πορεία των τελευταίων χρόνων. Και βέβαια, δεν έφερε τον κόσμο ο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε τη γνωστή φιέστα (ισχνότατο ήταν το μπλοκ του, παρά την πανκομματική κινητοποίηση). Ούτε ο Περισσός είχε περισσότερο κόσμο σε σχέση μ' αυτόν που κατεβάζει συνήθως σε διαδηλώσεις. Ο σημαντικά μεγαλύτερος (σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια) όγκος της διαδήλωσης προήλθε πρώτον από τους φοιτητές και δεύτερον από ανθρώπους που μπήκαν στην πορεία, χωρίς κατ' ανάγκη να συμφωνούν πολιτικοϊδεολογικά με τα μπλοκ με τα οποία συμπορεύτηκαν.
Είναι ένα φαινόμενο που το βλέπουμε πάντοτε στις μεγάλες διαδηλώσεις, στις οποίες συμμετέχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι ενταγμένοι ή οργανωμένοι σε κάποια δύναμη. Κατεβαίνουν για να διαδηλώσουν, συμμεριζόμενοι αυτό που αποτελεί «το καθήκον της στιγμής». Κι αυτό που κυρίως κατέβασε τόσο κόσμο στη διαδήλωση για το Πολυτεχνείο ήταν το κατασταλτικό ντελίριο στο οποίο επιδόθηκε η κυβέρνηση της Δεξιάς το τελευταίο διάστημα. Η εισβολή των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ και οι εικόνες μέσα κι έξω από το πανεπιστήμιο, που παρέπεμπαν συνειρμικά στο '73, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Εγινε και πάλι η καθιερωμένη προπαγάνδα αποτροπής. Με τις «πληροφορίες» για τους 5.000 αστυνομικούς (μέγα ψέμα – ποτέ δεν είναι τόσοι οι μπάτσοι που κατεβάζουν), με την προαναγγελία επεισοδίων από τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας, που περιέγραφαν εκ των προτέρων ένα σκηνικό σφοδρών συγκρούσεων, ώστε να φοβίσουν τον κόσμο και να αποτρέψουν τη συμμετοχή του. Η προπαγάνδα απέτυχε παταγωδώς. Εφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο κόσμος, οργισμένος, κατέβηκε να διαδηλώσει για να στείλει μήνυμα ενάντια στην κρατική καταστολή, αδιαφορώντας για το αν θα γίνουν επεισόδια. Δε θα ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Τελικά, επεισόδια δεν έγιναν, πέρα από τα «καθιερωμένα» το βράδυ στα Εξάρχεια. Το ίδιο είχε γίνει και πέρυσι (με σαφώς λιγότερο κόσμο στην πορεία), γι' αυτό και το ότι δεν έγιναν επεισόδια δεν οφείλεται στη… στρατηγική μεγαλοφυΐα του Χρυσοχοΐδη και των μπατσοστρατηγών, αλλά ήταν αποτέλεσμα της βούλησης αυτών που διαδήλωσαν.
Βέβαια, τα ένστολα γουρούνια, στα μικρής έκτασης και έντασης επεισόδια που έγιναν το βράδυ στα Εξάρχεια δε δίστασαν να βγάλουν όλα τα σαδιστικά και χαμερπή ένστικτά τους απέναντι σε νεολαίους που συνέβη να βρίσκονται στην περιοχή. Και την επομένη, έκαναν μια ακόμα επίδειξη στα δικαστήρια της Ευελπίδων, που αγανάκτησε ακόμα και αστικά Μέσα, κάθε άλλο παρά εχθρικά στην κυβέρνηση. Επιτέθηκαν εντελώς απρόκλητα σε όσους είχαν συγκεντρωθεί για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους συλληφθέντες της προηγουμένης, ξυλοκόπησαν όποιον βρέθηκε στο πέρασμά τους και τους έδιωξαν έξω από τον περίβολο των δικαστηρίων. Τα ΜΑΤ είναι σαν τα άγρια σκυλιά: όσο τα κρατάς από την αλυσίδα δεν κάνουν τίποτα, όταν τα αμολήσεις δαγκώνουν. Ποτέ οι ΜΑΤατζήδες δεν ενεργούν χωρίς εντολή. Και να «παρεκτραπεί» κάποιος, τον «μαζεύει» ο επικεφαλής. Οταν επιτίθενται με τον τρόπο που έχει καταγραφεί στις κάμερες, σημαίνει ότι πήραν την εντολή «γαμήστε τους».
Αρκετοί αναρωτιούνται: πού το πάει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δε βλέπει ότι έτσι πυροδοτεί το κοινωνικό κλίμα; Αν το έβλεπε, τότε δε θα συνέχιζε στο ίδιο κατασταλτικό μοτίβο και μετά την ογκώδη πορεία του Πολυτεχνείου. Δεν είναι ζήτημα «βλέπει» – «δε βλέπει». Είναι στο πολιτικό DNA κάθε δεξιάς κυβέρνησης η έξαρση της καταστολής. Ακόμα και όταν δε βρίσκεται αντιμέτωπη με μαζικά διεκδικητικά κινήματα, εφαρμόζει την καταστολή σε επιλεγμένες κοινωνικές μειοψηφίες, επιδιώκοντας έτσι να δημιουργήσει μια κοινωνική πόλωση, ένα κλίμα φόβου απέναντι σε οποιαδήποτε αγωνιστική στάση, ένα κλίμα τρόμου μπροστά στη σιδερένια πυγμή του κράτους, ένα αίσθημα αγωνιστικής ματαιότητας και ηττοπάθειας.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η νεοδημοκρατική προπαγάνδα, αυτή την οποία επεξεργαζόταν το στενό επιτελείο του Μητσοτάκη και όχι μόνον η προπαγάνδα των ακροδεξιών στελεχών της ΝΔ, κατασκεύαζε μια εικόνα «αναρχίας» και «ανομίας», η οποία δήθεν βασίλευε στη χώρα και έναν ανύπαρκτο εχθρό της κοινωνίας. Αυτή η γκεμπελίστικη σύλληψη καθήλωνε ένα μέρος των «νοικοκυραίων» μπροστά στους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς δέκτες (η ΝΔ είχε και έχει υπεροχή στα αστικά Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης) και τους καθιστούσε εύκολη εκλογική λεία για τη ΝΔ και έτοιμη κοινωνική πρώτη ύλη για όσα θ' ακολουθούσαν μετά την επερχόμενη εκλογική νίκη της ΝΔ.
Αυτά που γίνονται, λοιπόν, από τότε που η ΝΔ σχημάτισε κυβέρνηση, με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μάλιστα, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία αλλά λογική συνέχεια αυτών που εξαγγέλλονταν προεκλογικά. Σ' αυτό τουλάχιστον η ΝΔ και ο Μητσοτάκης δείχνουν ότι είναι συνεπείς.
Και δε λογαριάζουν τον κόσμο που αντιδρά; Οχι, μέχρι ν' αρχίσουν να πληρώνουν τίμημα απ' αυτή την αντίδραση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτόν τον κόσμο δεν τον θεωρούν δικό τους και δεν είναι δικός τους. Το αγωνιστικό φοιτητικό κίνημα δεν αποτελείται από ψηφοφόρους της ΝΔ. Ούτε λόγος, βέβαια, για τους αντιεξουσιαστές των καταλήψεων (και όχι μόνο). Βέβαια, έτσι που έχουν ξαμολήσει τα ΜΑΤ να δέρνουν, να βρίζουν, να εξευτελίζουν τον κόσμο που δέχεται αυτά τα πρώιμα κύματα της καταστολής, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να τους προκύψει ένας νεκρός ή έστω βαριά τραυματισμένος, όμως η ανάγκη να ξαμοληθούν τα ΜΑΤ για να σπείρουν τον τρόμο επισκιάζει κάθε επιφύλαξη. Η καταστολή έχει στρατιωτικά χαρακτηριστικά και ισοδυναμεί όχι με άμυνα αλλά με επίθεση στον εχθρό.
Φυσικά, κάθε κοινωνικό κομμάτι -μικρό ή μεγάλο- που δέχεται την επίθεση της κρατικής καταστολής οφείλει να ορθώσει αντίσταση. Ακόμα και υπό τους δυσμενέστερους συσχετισμούς. Πολλές φορές τον πόλεμο δεν τον επιλέγεις, σου τον επιβάλλει ο εχθρός, κι αν δεν αμυνθείς θα χάσεις πολλά περισσότερα στο μέλλον. Κάθε πόλεμος, όμως, δεν κρίνεται μόνο, ούτε κυρίως, από τον ηρωισμό που θα επιδειχτεί στη μάχη, αλλά από την ισχύ των μετόπισθεν. Οταν μιλάμε για τον κοινωνικό πόλεμο, τα μετόπισθεν είναι η ίδια η εργαζόμενη κοινωνία και η νεολαία της. Αν δεν τις βάλεις στο «παιχνίδι», τότε θα χάσεις. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Οι φοιτητές που έσπασαν το λοκ άουτ στην ΑΣΟΕΕ, για παράδειγμα, δεν είχαν τους συσχετισμούς για ν' αντιμετωπίσουν τα ΜΑΤ. Ενήργησαν, όμως, όχι μόνο με αποφασιστικότητα, αλλά και με ψυχραιμία και με ανοιχτό μυαλό. Και κατάφεραν να γείρουν την πλάστιγγα πολιτικά και κοινωνικά προς τη δική τους πλευρά, μολονότι σε «στρατιωτικό» επίπεδο δεν είχαν καμιά τύχη απέναντι στα αφιονισμένα ένστολα ανθρωποειδή του αστικού κράτους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά την κατασταλτική μανία της, υπολόγισε το πολιτικό και κοινωνικό κόστος (το οποίο διαφάνηκε από τις πρώτες ώρες, με τα ρεπορτάζ των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών) και έκανε πίσω. Το ότι έκανε πίσω αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Χρυσοχοΐδης είχε ήδη μεταφέρει πούλμαν έξω από την ΑΣΟΕΕ, για να μεταφέρει μ' αυτά στη ΓΑΔΑ όλους τους φοιτητές, τα οποία μετά από ώρα αποσύρθηκαν, σημάδι του ότι η εντολή δόθηκε από το Μαξίμου.
Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα επανέλθουν ή ότι και την επόμενη φορά θα επαναληφθούν τα ίδια. Ο κοινωνικός πόλεμος είναι πολυσύνθετος και πολυπαραγοντικός και για τη διεξαγωγή του δεν υπάρχουν «τσελεμεντέδες». Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως για να αντιμετωπίσουμε την κρατική καταστολή δε χρειαζόμαστε «Κούγκια» αλλά «Στάλινγκραντ». Αμυνα και ταυτόχρονα κινητοποίηση κοινωνικών εφεδρειών, ώστε να μπορέσει να υπάρξει νικηφόρα αντεπίθεση.
Και κάτι ακόμα. Η κρατική καταστολή δεν πρέπει να απομονώνεται ως φαινόμενο, αλλά να εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία υπηρετεί τον ελληνικό καπιταλισμό με τον ίδιο φανατισμό που τον υπηρετούσαν και οι προκάτοχοί της. Αποσπώντας την κρατική καταστολή από την πολιτική που αυτή υπηρετεί, απομονώνεις τα κοινωνικά κομμάτια που τη δέχονται παραδειγματικά και διευκολύνεις τον αντίπαλο να πετύχει το σχέδιό του. Αντίθετα, με την ένταξη της καταστολής στο γενικότερο πολιτικό της σχέδιο, δημιουργείς εκείνες τις εφεδρείες που θα βοηθήσουν για να δοθεί η μάχη σε όλα τα επίπεδα.
Πέτρος Γιώτης