Η οικονομική πολιτική (υποτίθεται ότι) βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των εκλογών. Η κρίση (υποτίθεται ότι) ώθησε τον Καραμανλή να πάει σε πρόωρες εκλογές, προκειμένου να μη χαθεί χρόνος, αλλά να παρθούν έγκαιρα οι αποφάσεις για την απαραίτητη οικονομική πολιτική.
Ουδέν ψευδέστερον από τους ισχυρισμούς του αρχηγού της ΝΔ. Πήγε σε εκλογές για να υπηρετήσει την προσωπική του στρατηγική. Πήγε στις εκλογές γιατί δεν άντεχε άλλο. Πρέπει, όμως, να εφεύρει και κάτι για να μπορέσει να κάνει όσο γίνεται πιο αξιοπρεπή την «ηρωική του έξοδο». Κι αυτό το κάτι είναι η οικονομική πολιτική, στο έδαφος της οποίας καλεί τον αντίπαλό του να τοποθετηθεί εξίσου καθαρά μ’ αυτόν. Και βέβαια, ο αντίπαλός του δεν είναι ηλίθιος για να μιλήσει ανοιχτά για την οικονομική πολιτική. Ούτε θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Καραμανλή πριν το 2004, που έταζε λαγούς με πετραχήλια. Η περίοδος δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους δημαγωγία. Θα περιοριστεί, λοιπόν, σε γενικολογίες και αοριστολογίες περί «κοινωνικής δικαιοσύνης», ποντάροντας περισσότερο στην αναπότρεπτη πτωτική πορεία του αντίπαλου, παρά στην ελκτική δύναμη του δικού του προγράμματος. Θα ποντάρει στη λογική του «μικρότερου κακού», που επιλέγουν οι λαϊκές μάζες μπροστά στις κάλπες, όταν οι ίδιες δεν αποτελούν στοιχείο (έστω και συμπληρωματικό) της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Θέλουμε να πούμε, ότι αυτό που ονομάζεται οικονομική πολιτική οδηγείται από αυτόματο πιλότο. Οι συντεταγμένες έχουν μπει από το σύστημα και τα κόμματα που διαχειρίζονται την κυβερνητική εξουσία απλά παρακολουθούν και κάνουν τις απαραίτητες διορθώσεις, όταν αυτό απαιτείται. Η ιδιαίτερη κομματική τους σφραγίδα αφορά τριτεύουσες λεπτομέρειες, ενώ περισσότερο έχει να κάνει με τη διαχείριση των εργαζόμενων μαζών. Αυτό είναι ιδιαί-τερα σημαντικό και μπορεί να το δει κανείς χαρακτηριστικά στη σημερινή συγκυρία. Τα μεγάλα συγκροτήματα των ΜΜΕ «παίζουν» ΠΑΣΟΚ. Μεγάλοι καπιταλιστικοί όμιλοι προσφέρουν κορυφαία στελέχη τους να παίξουν ρόλο οικονομικού συμβούλου του Παπανδρέου. Για τις κορυφές της κεφαλαιοκρατίας ο Καραμανλής τελείωσε. Ο κυβερνητικός κύκλος της ΝΔ έκλεισε. Πρέπει ν’ ανοίξει ένας νέος διαχειριστικός κύκλος, με ΠΑΣΟΚ και Παπανδρέου, που εμφανίζονται πιο ικανοί στην παρούσα συγκυρία να εξασφαλίσουν την κοινωνική συναίνεση. Τα υπόλοιπα υπάρχουν ήδη ως συντεταγμένες στον αυτόματο πιλότο.
Μιλώντας για οικονομική πολιτική ξεχνούμε συχνά ότι πριν απ’ αυτή και ανεξάρτητα απ’ αυτή υπάρχει η λειτουργία του καπιταλισμού, που κινείται επί τη βάσει των δικών του «σιδερένιων» οικονομικών νόμων. Η κρίση κάνει τη δική της διαδρομή και οι καπιταλιστές προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της, χρησιμοποιώντας ένα ήδη διαμορφωμένο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και μέτρα εκτός του θεσμικού πλαισίου. Η αυθαιρεσία έναντι του νομικού πλαισίου, της λεγόμενης εργατικής νομοθεσίας, είναι μόνιμο φαινόμενο της λειτουργίας του καπιταλισμού. Αλλωστε, το ίδιο το νομικό πλαίσιο είναι αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών που διαμορφώθηκαν σε μια προηγούμενη περίοδο. Οταν η ταξική πάλη από τη μεριά των εργατών υποχωρεί, όταν αυτοί δεν είναι σε θέση όχι μόνο να διεκδικήσουν περισσότερα αλλά ούτε καν να υπερασπιστούν τα υπάρχοντα, τότε η αυθαιρεσία και οι σφετερισμοί του κεφάλαιου πολλαπλασιάζονται.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κανένα από τα δυο κόμματα εξουσίας δεν αισθάνεται την ανάγκη να διακηρύξει προεκλογικά, ότι θα αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να προσφέρεται μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους έναντι των απολύσεων και των διάφορων «ελαστικών» μορφών απασχόλησης. Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο, ότι το κατεξοχήν όργανο των καπιταλιστών, ο ΣΕΒ, δεν διατυπώνει αιτήματα ριζικών αλλαγών του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Τα αιτήματά του είναι διαχειριστικού τύπου και δεν προβάλλονται με ιδιαίτερη ένταση. Περισσότερο προβάλλονται για να υποδηλώσει ο ΣΕΒ τον διακριτό πολιτικό του ρόλο, παρά για να στριμώξει τα κόμματα εξουσίας και να προσπαθήσει να διαμορφώσει ρεύμα υπέρ ή κατά τους, όπως συνέβαινε για παράδειγμα τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν η πορεία της ταξικής πάλης επιδρούσε στις πολιτικές εξελίξεις και τις καθιστούσε εξαιρετικά σύνθετες.
Με το κεφάλαιο να διαχειρίζεται απολύτως προς όφελός του την κρίση (φορτώνοντας τα βάρη της στους εργαζόμενους και αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης) σε επίπεδο επιχείρησης, τι απομένει στην οικονομική πολιτική που διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις; Απομένει η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, η οποία έχει άμεση σχέση και με τη λειτουργία του συστήματος, χωρίς όμως να ταυτίζεται μ’ αυτή. Για να ακριβολογούμε, όταν μιλάμε για οικονομική πολιτική, αναφερόμαστε σε εκείνο το τμήμα του εθνικού εισοδήματος το οποίο εισπράττεται ως φόρος από το κράτος και αναδιανέμεται.
Τι και από ποιους εισπράττεται και πώς αναδιανέμεται είναι τα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν. Πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη μας και έναν όρο, που ακούει στο όνομα ΟΝΕ. Το κράτος δεν έχει πλέον στα χέρια του τη νομισματική πολιτική, για να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει ως εργαλείο. Ετσι, είναι υποχρεωμένο να κινείται μέσα στα περιθώρια που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ελέγχει ως προς την εφαρμογή τους η ΟΝΕ. Οπως είναι γνωστό, το ΠΑΣΟΚ έχει δηλώσει πως δεν αμφισβητεί την ΟΝΕ (δική του κυβέρνηση, άλλωστε, έβαλε τη χώρα σ’ αυτή) και το μόνο που θα διαπραγματευθεί είναι μια τριετής παράταση του χρόνου προσαρμογής στις απαιτήσεις για το έλλειμμα (3% του ΑΕΠ). Αυτό, όμως, και η ΝΔ θα το έκανε και η Κομισιόν θα το δεχόταν σε κάθε περίπτωση, γιατί είναι εκ των πραγμάτων επιβεβλημένο, αφού το έλλειμμα πάει φέτος να ξεπεράσει το 8%.
Οπως είναι γνωστό, η συντριπτικά μεγαλύτερη μάζα των φόρων (τα 2/3 περίπου) είναι έμμεσοι φόροι. Δηλαδή, τους πληρώνουν οι πλατιές εργαζόμενες μάζες. Αν δεν αλλάξει αυτό το μοντέλο, δεν αλλάζει η ουσία του φορολογικού συστήματος. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει πει λέξη για κάτι τέτοιο, ενώ μιλά συνεχώς για την άμεση φορολογία. Επίσης, έχει δεσμευτεί ότι θα διατηρήσει στο 25% το συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών, για «αναπτυξιακούς» λόγους. Από πού θα βρεθούν, λοιπόν, πρόσθετοι φόροι, αν όχι από τα συνήθη υποζύγια, τους εργαζόμενους;
Αν πάμε στον τομέα των δαπανών, θ’ ακούσουμε και πάλι τις συνήθεις αερολογίες περί «περιστολής της σπατάλης». Θα περιορίσουν, μήπως, τις αβάσταχτες πολεμικές δαπάνες; Αρκούν μερικές πτήσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από κάποια ξερονήσια, για να πάρουν Αμερικανοί, Γάλλοι και Γερμανοί τις παραγγελίες που θέλουν. Θα περιορίσουν, μήπως, τις κρατικές επιχορηγήσεις προς τους καπιταλιστές; Οταν ως στόχος τίθενται οι επενδύσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου, αυτό αποκλείεται. Επομένως, στην κλίνη του Προκρούστη θα μπουν και πάλι οι κοινωνικές δαπάνες: παιδεία, υγεία, πρόνοια, ασφάλιση. Και το επίπεδο της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, βέβαια, σε μια περίοδο που η ανεργία καλπάζει.
Ειδικά στην οικονομική πολιτική «τα κουκιά είναι μετρημένα». Το ταξικό στίγμα είναι εμφανέστατο. Για να εφαρμόσει μια κυβέρνηση έστω και οριακή ρεφορμιστική πολιτική, που θ’ ανακουφίσει λίγο τα λαϊκά στρώματα, πρέπει να συγκρουστεί με το κεφάλαιο. Οταν οι επενδύσεις των κεφαλαιοκρατών αναγορεύονται σε εθνική προτεραιότητα, δεν μένει τίποτ’ άλλο από τον αυτόματο πιλότο που οδηγεί στην ίδια αντιλαϊκή και αντεργατική ρότα.
Πέτρος Γιώτης