Μια αφίσα πορτοκαλί χρώματος τράβηξε την προσοχή μας πριν μερικές μέρες. Κάποιες ομάδες οργανώνουν από τις 8 μέχρι τις 17 Μάη «Γιορτές Δημιουργικών Αντιστάσεων». Από περιέργεια διαβάσαμε ολόκληρη την πυκνογραμμένη αφίσα, για να δούμε σε τι συνίστανται αυτές οι «δημιουργικές αντιστάσεις». Είδαμε, λοιπόν, τα εξής: παρέμβαση για το ελεύθερο λογισμικό – χαριστικό και μεταποιητικό παζάρι ρούχων – χαριστικό παζάρι και αντικαταναλωτικές δράσεις – εναλλακτική δόμηση – αντι-παζάρι – ελεύθερο σεμινάριο κοσμήματος – εργαστήριο πλεξίματος – μαγειρεύουμε και τρώμε (συλλογική κουζίνα) – προβολή No Ticket Cinema – παιδική κουζίνα – ποδηλατοπορεία – χαριστικό παζάρι φυτών, παιχνιδιών, ρούχων – εργαστήριο αυτομόρφωσης για τα φωτοβολταϊκά – άνοιγμα φύλλου για πίτες – εργαστήριο βοτανοθεραπείας – DIY εργαστήριο ποδηλάτων.
Ολα αυτά είναι άκρως συμπαθητικά. Δεν είναι, όμως, καθόλου πρωτότυπα. Αποτελούν επιβιώσεις του κοινοτικού καθεστώτος, οι οποίες υπάρχουν ακόμα, σε μαγαλύτερο βαθμό στις μικρές τοπικές κοινωνίες, που δεν έχουν αποξενωθεί ακόμα, όπως συμβαίνει στις πόλεις. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, εξπέρ στο άνοιγμα φύλλου, να γυρίζει στα σπίτια της γειτονιάς, να πίνει τον καφέ της με τις γειτόνισσες και να τους ανοίγει τα φύλλα ή να τις βοηθάει. Θυμάμαι ότι πιτσιρικάδες μαθαίναμε να λύνουμε και να δένουμε τα ποδήλατα με κλειστά τα μάτια, γιατί δεν υπήρχαν φράγκα για τον ποδηλατά. Θυμάμαι τα ρούχα των παιδιών μας, όταν ήταν μικρά, να περνούν από σπίτι σε σπίτι, για να μην πετιούνται στα σκουπίδια και πληρώνουμε λεφτά για καινούργια που θα φορεθούν μόνο για μερικούς μήνες. Από τα φοιτητικά χρόνια θυμάμαι ότι οι κινηματογραφικές λέσχες έπαιζαν ταινίες με δωρεάν είσοδο (κάτι που συνεχίζεται ακόμα και σε μας εδώ στην «Κ» και σε άλλους χώρους). Θυμάμαι τα νεανικά πάρτι με ρεφενέ ποτά, που ακόμα συνεχίζονται.
Ουδείς διανοήθηκε όλα τούτα, απλές, καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων, εκδηλώσεις αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης, συντροφικότητας, φιλίας, να τις παρουσιάσει σαν «δημιουργικές αντιστάσεις». Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να τις βάλει στη θέση ενός σημαντικού κοινωνικού προτάγματος, όπως κάνουν στην αφίσα τους οι διοργανωτές των εν λόγω εκδηλώσεων: «Γιορτές Δημιουργικών Αντιστάσεων – αυξάνουμε την αυτονομία μας… μειώνουμε την παραγωγή-κατανάλωση – αυτοοργάνωσης χωρίς ηγέτες και πελάτες – μοιράσματος εμπειριών γνώσεων, εργαλείων – υπευθυνότητας με σεβασμό στο περιβάλλον και τους συνανθρώπους – και απελευθέρωσης με αλληλοβοήθεια για την ατομική και κοινωνική ευημερία»!
Τα πράγματα πλέον παύουν να είναι συμπαθητικά και γίνονται επικίνδυνα. Δεν έχουμε μόνο τον «πριμιτιβισμό» κάποιων διανοούμενων και νέων, που γουστάρουν να πλέκουν πουλόβερ, να ανοίγουν φύλλο για πίτες, να μπαλώνουν τις σαμπρέλες των ποδηλάτων τους και να καλλιεργούν κρεμμυδάκια σε γλάστρες στο μπαλκόνι. Εχουμε ένα ρεύμα (δεν έχει σημασία πόσο μικρό ή μεγάλο είναι), που διακηρύσσει ότι αυτός είναι ο δρόμος της «απελευθέρωσης με αλληλοβοήθεια για την ατομική και κοινωνική ευημερία»! Ανακαλύφτηκε ένας καινούργιος δρόμος προς την ελευθερία και ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο. Η ταξική διαίρεση της κοινωνίας και η θέση των διάφορων τάξεων στο σύστημα παραγωγής και κατανομής δεν παίζουν κανένα ιδιαίτερο ρόλο. Εκείνο που μετράει είναι η συμμετοχή σε τέτοιες δράσεις. Αν δεν ανοίγεις μόνος σου φύλλο για πίτες, αλλά αγοράζεις ετοιματζίδικο, τότε «μπάζεις». Αν δεν κυκλοφορείς με ποδήλατο, αλλά με μηχανή, είσαι «συνυπεύ-θυνος για τη ρύπανση». Και πάει λέγοντας. Κι αν κάνεις όλα τα προηγούμενα, δεν έχει σημασία αν είσαι ιδιοκτήτης επιχείρησης και εκμεταλλεύεσαι ξένη εργατική δύναμη ή διευθυντικό στέλεχος που οργανώνεις τη δουλειά για λογαριασμό μιας καπιταλιστικής επιχείρησης ή αν στο χώρο εργασίας σου είσαι «κότα».
Οι δυο πρώτες, άμεσες ενστάσεις που βάσιμα θα μπορούσε να αντιτείνει ένας/μια εργαζόμενος/η στους κήρυκες αυτών των προταγμάτων είναι πρώτο ότι υποφέρει από υποκατανάλωση και όχι από υπερκατανάλωση και δεύτερο ότι δεν έχει καιρό όχι ν’ ανοίξει φύλλο ή να πλέξει πουλόβερ, αλλά ούτε να μαγειρέψει, γι’ αυτό και τις μισές μέρες της εβδομάδας παραγγέλνει από τα ντελιβεράδικα, που την τελευταία εικοσαετία εμφανίζονται σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Θα ξεπεράσουμε αυτές τις βάσιμες ενστάσεις, για να πάμε βαθύτερα στην ουσία, επισημαίνοντας –επιγραμματικά, λόγω των περιορισμών του χώρου– ορισμένες πλευρές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι τέτοιες κινήσεις εκφράζουν την προσπάθεια κάποιων ανθρώπων να ξεφύγουν από την καθημερινή μιζέρια, την αποξένωση, την αλλοτρίωση, που κυριαρχούν στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Οταν, όμως, δεν μπαίνουν στις σωστές τους διαστάσεις, όταν δεν προβάλλονται ως πολιτιστικές εκδηλώσεις αλλά ως κοινωνικά προτάγματα, όταν έρχονται να υποκαταστήσουν τον αγώνα για την κοινωνική ανατροπή, τότε μετατρέπονται στο αντίθετό τους. Γίνονται αντιδραστικά, πισωδρομικά κηρύγματα. Ερχονται να υποκαταστήσουν την ταξική συλλογικότητα (που είναι ένα ποιοτικό «μέγεθος») με ένα άθροισμα ατομικοτήτων. Προσέξτε τη λέξη «υπευθυνότητα» στους τίτλους αυτής της αφίσας. Η συγκεκριμένη αναφορά –προσδιορισμένη μάλιστα με σαφήνεια, ως υπευθυνότητα προς το περιβάλλον και τους συνανθρώπους (άλλο εξωταξικό νεφέλωμα, δάνειο από την πιο χυδαία αστική κοινωνιολογία και τη θεολογία)– μεταφέρει την ευθύνη από την κοινωνική δομή, στο άτομο, από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και την κοινωνική οργάνωση που αυτές επιβάλλουν, στον κάθε άνθρωπο χωριστά, ανεξάρτητα από την τάξη στην οποία αυτός ανήκει.
Οταν ο δρόμος προς την απελευθέρωση δεν ορίζεται ως ένας δρόμος επαναστατικός, που θα τσακίσει τον καπιταλισμό και στα συντρίμμια του θα οικοδομήσει ένα κοινούργιο, μη εκμεταλλευτικό σύστημα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, αλλά ως ένας δρόμος με αλληλοβοήθεια, από την οποία μάλιστα εξαρτάται η ατομική και κοινωνική ευημερία, τότε ανακαλύπτουμε πάλι τις «σοσιαλιστικές νησίδες» και γυρίζουμε περισσότερο από δυο αιώνες πίσω. Και μάλιστα με τη μορφή της φάρσας. Τα μεγάλα κοινωνικά πειράματα του Φουριέ, του Σεν Σιμόν και του Οουεν, των ουτοπικών σοσιαλιστών, είχαν ιστορική σημασία, γιατί για πρώτη φορά έθεσαν την εργαζόμενη κοινωνία μπροστά στη δυνατότητα να λειτουργήσει χωρίς εκμετάλλευση. Ηταν κοινωνικά πειράματα που αφορούσαν την ίδια την παραγωγή, τον πυρήνα δηλαδή κάθε κοινωνικής συγκρότησης, και όχι πλευρές της ατομικής κατανάλωσης. Οι ουτοπικοί έφτιαχναν εργοστάσια και κομμούνες, όχι παρέες που μαθαίνουν πως ν’ ανοίγουν φύλλο για πίτες και πως να διορθώνουν μόνοι τα ποδήλατά τους. Οι ουτοπικοί άνοιξαν δρόμους που τους διάβηκαν οι θεωρητικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού, που εμφανίστηκαν μετά απ’ αυτούς στο ιστορικό στερέωμα και βασίστηκαν και στη δημιουργική κριτική της δικής τους πείρας.
Δεν μπορούμε, λοιπόν, στις αρχές του 21ου αιώνα, να στήνουμε καρικατούρες ουτοπικών σοσιαλιστικών νησίδων, τραβώντας νέους –κυρίως– ανθρώπους από τη στράτευση σ’ ένα συνειδητοποιημένο κίνημα κοινωνικής ανατροπής. Δεν επιτρέπεται να μετατρέπουμε τα χόμπι μας και κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους περνάμε τον ελεύθερο χρόνο μας (όσοι έχουμε, γιατί οι εργαζόμενοι δυστυχώς δεν έχουν) σε κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα. Από την άλλη, δεν επιτρέπεται να μετατρέπουμε το «βασίλειο της ελευθερίας» σε πρωτόγονη κοινότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο καθένας κατασκευάζει μόνος τα ρούχα του, ετοιμάζει μόνος το φαγητό του, καλλιεργεί μόνος τα λαχανικά του, κατασκευάζει μόνος τα έπιπλά του και γενικά καλύπτει μόνος του όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος των αναγκών διαβίωσής του. Αυτό είναι το όραμά μας για μια ελεύθερη κοινωνία; Η επιστροφή στη φυσική οικονομία;
Η φυσική οικονομία είναι ταυτισμένη με τους προ-καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Σε σχέση μ’ αυτούς τους τρόπους και τις κοινωνίες που συγκροτούνταν στη βάση τους, ο καπιταλισμός υπήρξε μια τεράστια ιστορική πρόοδος, πρώτα και κύρια γιατί έκανε την παραγωγή κοινωνική και από την άλλη γιατί επαναστατικοποίησε τα μέσα παραγωγής, δημιουργώντας τη μεγάλη βιομηχανία και τη διανομή που απορρέει από τις παραγωγικές δυνατότητες της μεγάλης βιομηχανίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η επαναστατικοποίηση της παραγωγής παρήγαγε και στρεβλώσεις, δημιούργησε επίπλαστες ανάγκες, κατέστρεψε το περιβάλλον, γέννησε το ατελείωτο διατροφικό σκάνδαλο κ.λπ., επειδή ο καπιταλισμός παράγει με κριτήριο την αποκόμιση του μέγιστου κέρδους και όχι με κριτήριο την ικανοποίηση των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών.
Η λύση, όμως, δεν είναι η επιστροφή στη φυσική οικονομία και το καθεστώς των μικρών κοινοτήτων, αλλά η εξαφάνιση του καπιταλισμού, έτσι που η κοινωνικοποιημένη μεγάλη παραγωγή να τεθεί στην υπηρεσία της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών και να λειτουργήσει σε αρμονία με το «ανόργανο σώμα του ανθρώπου», τη φύση.
Η κοινωνία που οραματιζόμαστε, πέρα από την κατάργηση της εκμετάλλευσης, πρέπει να είναι μια κοινωνία της αφθονίας και μια κοινωνία της έκρηξης της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Μια κοινωνία στην οποία θα μειώνεται όχι μόνο ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, αλλά και ο ατομικά αναγκαίος χρόνος εργασίας. Οχι μια κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας θα κατασκευάζουμε μόνοι τα ρού-χα, τα έπιπλα και την τροφή μας, αλλά η οποία θα μας τα προσφέρει σε αφθονία, για να μας μένει χρόνος για κατάκτηση της γνώσης, για απόκτηση γενικής και πολυτεχνικής μόρφωσης, ώστε να μη μένουμε εφ’ όρου ζωής δεμένοι σε ένα επάγγελμα, για συμμετοχή στη διεύθυνση όλων των κοινωνικών υποθέσεων, για συμμετοχή στα δρώμενα ενός ανώτερου πολιτισμού.
Οι «σοσιαλιστικές νησίδες» μέσα σ’ ένα πέλαγος καπιταλιστικής παραγωγής και κατανομής δεν είναι παρά μια αντιδραστική ουτοπία, ένας μοντέρνος αναχωρητισμός, που εμποδίζει την αναγκαία επαναστατική συνειδητοποίηση και κίνηση.
Πέτρος Γιώτης