Η συζήτηση είχε φουντώσει, μετά την προβολή των αριστουργηματικών «Καταραμένων» του Βισκόντι (στο πλαίσιο του κινηματογραφικού αφιερώματος για το φασιστικό φαινόμενο, που τελειώνει την επόμενη Παρασκευή στην «Κόντρα»), όταν ένας από τους συνομιλητές «ακούμπησε» την καρδιά του προβλήματος, μιλώντας για τον καθοριστικό ρόλο που παίζει ο ελληνικός εθνικισμός στην ανάπτυξη του φασισμού στην Ελλάδα.
Είναι γεγονός ότι το φασιστικό ρεύμα στην Ελλάδα εμφανίστηκε κάτω από διάφορες σημαίες σε διάφορες εποχές: δικτατορία Μεταξά, δωσίλογοι της Κατοχής, μοναρχοφασισμός στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, χούντα, χουντικά-βασιλόφρονα σχήματα στη μεταπολίτευση, ΛΑΟΣ και τώρα Χρυσή Αυγή. Αυτή, βέβαια, είναι η επίσημη έκφραση του φασιστικού ρεύματος, γιατί ανεπισήμως αυτό συναντάται και στα κοινοβουλευτικά δεξιά κόμματα, αλλά σ’ ένα βαθμό και στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία κυβέρνησε επί δεκαετίες και ήταν λογικό να έλξει διάφορα λαμόγια του φασιστικού χώρου.
Η Χρυσή Αυγή είναι το πρώτο (από την περίοδο του Μεσοπολέμου) φασιστικό μόρφωμα που έχει πολιτικοϊδεολογικές αναφορές στον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ και της συμμορίας του. Το φαινόμενο δεν πρέπει να μας παραξενεύει, αν αναλογιστούμε τις συνθήκες της κρίσης, η οποία όχι μόνο εξαθλιώνει και μεσαία στρώματα, που πάντοτε τροφοδοτούσαν το φασιστικό ρεύμα, αλλά έχει οδηγήσει σε αναξιοπιστία και τον παλιό δικομματισμό, τους δυο μεγάλους πόλους εξουσίας. Αν ο Σαμαράς δεν είχε συρθεί στην κυβέρνηση Παπαδήμου και είχε αφεθεί να συνεχίσει την αντιμνημονιακή ρητορεία (της οποίας μάλιστα συνεχώς στρογγύλευε τις γωνίες), τα πράγματα θα ήταν σίγουρα διαφορετικά και το εκλογικό ποσοστό της ΧΑ σημαντικά χαμηλότερο.
Αν υπάρχει ένα ερώτημα αυτό μπορεί να τεθεί ως εξής: τι ήταν εκείνο που ώθησε ψηφοφόρους της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας να ψηφίσουν ΧΑ, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στη ναζιστική της φύση, την οποία πολύ καλά γνώριζαν; Ηταν η στροφή στην προπαγάνδα των νεοναζί, που έβαλαν σε πρώτη γραμμή τον εθνικισμό και στο ράφι τα ναζιστικά κηρύγματα (αυτά κρατήθηκαν για τον παλιό πυρήνα και τους νέους που στρατολογούνταν στο μηχανισμό των ταγμάτων εφόδου). Με τον παραδοσιακό εθνικισμό ως σημαία και με τη σύγχυση (ελέω σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και αναθεωρητών του μαρξισμού-λενινισμού) μεταξύ αντιιμπεριαλισμού και εθνικισμού, οι πιο χαλαρές συνειδήσεις διάβηκαν εύκολα το χαντάκι και προσέφεραν την ψήφο τους στο νεοναζισμό, ο οποίος άρχιζε να παρουσιάζει δυναμική ανόδου, η οποία καταγραφόταν δημοσκοπικά.
Πάνω στο κατεστημένο εθνικιστικό υπόστρωμα αναπτύχθηκε και ο ρατσισμός ενάντια στους μετανάστες. Ετσι μπορούν να εξηγηθούν τα υψηλά ποσοστά που πήραν οι νεοναζί σε περιοχές που δεν υπάρχει συσσώρευση μεταναστών, έτσι μπορεί να εξηγηθεί η μαζική ξενοφοβική-ρατσιστική συμπεριφορά που αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του ‘90 σ’ ένα λαό που έχει μακρά ιστορία μετανάστευσης.
Ο ελληνικός εθνικισμός αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μετά τη δημιουργία του «ανεξάρτητου» νεοελληνικού κράτους και πήρε τη μορφή συγκροτημένης ιδεολογίας, την οποία υπηρέτησε με φανατισμό το σύνολο σχεδόν των διανοούμενων της εποχής. Ηταν η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», με την οποία σκλαβώθηκε εσωτερικά ο ελληνικός λαός και έγιναν μια σειρά πολεμικοί τυχοδιωκτισμοί. Ακόμη και η προοδευτική μερίδα της αστικής διανόησης φλερτάριζε έντονα με τη «Μεγάλη Ιδέα», αδυνατώντας να βγει έξω από το καβούκι της.
Ο Δημήτρης Γληνός, μια τεράστια μορφή των γραμμάτων και της παιδαγωγικής επιστήμης, ξεκίνησε ως μεγαλοϊδεάτης διανοούμενος, κλασικιστής και αρχαιόπληκτος, και μέσα από μια πορεία συνεχών ανατροπών έφτασε μέχρι το συνεπή μαρξισμό, έγινε κομμουνιστής σε ώριμη ηλικία και υπηρέτησε με αυταπάρνηση την κοινωνική επανάσταση. Στο έργο του μπορεί να βρει κανείς εμπεριστατωμένες αναφορές για τα «μεγαλοϊδεάτικα» παραστρατήματα ακόμη και επιφανών δημοτικιστών ή διανοούμενων που εμπνεύστηκαν και πάσχισαν να κάνουν πράξη μια προοδευτική αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ολοι αυτοί οι διανοούμενοι αρνούνταν μόνο μια πλευρά του περιβλήματος της «Μεγάλης Ιδέας», το γλωσσικό ζήτημα, αφήνοντας άθιχτο τον πυρήνα της.
Οταν διασπάστηκε ο «Εκπαιδευτικός Ομιλος», όπως αναφέρει ο Γληνός, ένα από τα ζητήματα που έθεσαν οι συντηρητικοί ήταν «πως με τον όρο εθνική αγωγή πρέπει να εννοούμε και την καλλιέργεια του συνειδητού εθνισμού και πως βασικός σκοπός της εθνικής αγωγής είναι η “εθνική αυτοσυντήρηση”. Και ακόμα πως για την εθνική αυτοσυντήρηση είναι απαραίτητο πάνω από το συμφέρο , τη συνείδηση και την αλληλεγγύη μιας κοινωνικής τάξης, να υψώνεται πάντα το αίτημα του “εθνικού συνόλου”». Η προοδευτική μερίδα αντιτάχτηκε σ’ αυτό και κατηγορήθηκε για «αντεθνικότητα». Η αντίθεση αυτή, όμως, στηρίχτηκε σε επιστημονικές παιδαγωγικές απόψεις και κάθε άλλο έξω από τα όρια του κυρίαρχου εθνικισμού έβγαινε, όπως περιγράφει ο Γληνός: «Ο Ομιλος επιδοκίμαζε τη γενική εθνικιστική τάση της εποχής, να συμπέσουν απόλυτα τα όρια έθνους και κράτους. Επιδοκίμαζε ακόμη ουσιαστικά και την πολιτική των ιστορικών δικαιωμάτων και των ιστορικών ορίων του κράτους. Ταυτόχρονα όμως μερικά μέλη του υποστήριζαν μια ανώτερη, ανθρωπιστική αντίληψη της πατρίδας. Δεν ήθελαν να καλλιεργεί το σχολειό το τυφλό εθνικό μίσος».
Μόνον οι συνεπείς μαρξιστές-λενινιστές, οι διανοούμενοι του νεαρού κομμουνιστικού κινήματος ήταν σε θέση να επιτεθούν με επιστημονικά και ταξικά όπλα ενάντια στη «Μεγάλη Ιδέα». Και το έκαναν. Ο Γληνός τους βγάζει το καπέλο: «Τέλος, τον τελευταίο καιρό, που δημιουργήθηκε και στην Ελλάδα κίνημα κομμουνιστικό, ήταν στον Εκπαιδευτικό Ομιλο και λίγα μέλη με καθαρή κομμουνιστική ιδεολογία ή συμπαθητικά στον κομμουνισμό. Αυτή είναι η απόλυτα αντικειμενική κατάσταση του Ομίλου. Η κατάσταση αυτή, που αντικαθρεφτίζει και την κοινωνική σύνθεση του τόπου και την κίνηση των δημιουργικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας, εξηγεί, πως η γραμμή και της θεωρητικής και της πραχτικής δράσης του σωματείου δεν είχε βγει ως τώρα από το πλαίσιο του αστικού εθνισμού. Επικρατούσαν τα συντηρητικά στοιχεία».
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, μέσα σε τι καταθλιπτικά εχθρικό περιβάλλον κλήθηκαν να λειτουργήσουν οι κομμουνιστές διανοούμενοι. Ο ίδιος ο Γληνός τραβιόταν συνεχώς προς τ’ αριστερά μέχρι που προσχώρησε στον συνεπή μαρξισμό. Και βέβαια, όταν ο Εκπαιδευτικός Ομιλος διασπάστηκε και η περί τον Γληνό ομάδα τράβηξε γραμμή με την καλλιέργεια του εθνικισμού στην εκπαίδευση, τα μέλη του κυνηγήθηκαν ανηλεώς, μολονότι ήταν προβεβλημένοι δάσκαλοι (κι ο ίδιος ο Γληνός πιο προβεβλημένος απ’ όλους, έχοντας χρηματίσει και πολιτικό στέλεχος στο υπουργείο Παιδείας επί Βενιζέλου και επί Παπαναστασίου).
Υπό το φως των όσων συνοπτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε τι τιτάνιο έργο έπρεπε να φέρει σε πέρας το νεαρό ΚΚΕ, που πάσχιζε να βρει τον επαναστατικό του βηματισμό. Ομως, παρά τα εσωτερικά του προβλήματα που κράτησαν σχεδόν μιάμιση δεκαετία από την ίδρυσή του, το ΚΚΕ, τα πολιτικά του στελέχη και η διανόησή του, έδωσαν σκληρό αγώνα ενάντια στο νεοελληνικό εθνικισμό και τη «Μεγάλη Ιδέα», χωρίς να λογαριάζουν πως το πρόταγμα των διεθνιστικών ιδεών δυσκόλευε τη δουλειά τους στο προλεταριάτο, που ήταν κι αυτό επηρεασμένο από τον εθνικισμό. Πρωτοπόρος σ’ αυτόν τον αντιεθνικιστικό αγώνα αναδείχτηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης, που είχε και την πιο γερή μαρξιστική παιδεία και τη δυνατότητα να γενικεύει σε θεωρητικό επίπεδο. Στο δικό του έργο θ’ αφιερώσουμε το επόμενο
σημείωμα.
Πέτρος Γιώτης