Αναγκασμένοι ν' απαντούμε στις διάφορες εκφάνσεις της κυβερνητικής προπαγάνδας για το χρέος, κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε στο πλαίσιό της και να ξεχάσουμε την ουσία. Προσπαθούμε ν' απαντήσουμε στις ψευτιές του Τσίπρα, του Τσακαλώτου περί «απομείωσης του χρέους», να καταδείξουμε ότι αυτό που διαπραγματεύονται με τους ιμπεριαλιστές δανειστές δεν είναι παρά ο ρυθμός αποπληρωμής του (στο ακέραιο), παρακολουθούμε συστηματικά τις δηλώσεις των εκπροσώπων των ιμπεριαλιστικών κέντρων, αποκαλύπτουμε τη δουλικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι των ιμπεριαλιστών δανειστών και μένουμε σ' αυτό.
Είναι, όμως, απαραίτητο να επιστρέφουμε στην ουσία, γιατί αυτή μας βοηθάει και το δωσιλογικό ρόλο όλων των ελληνικών κυβερνήσεων να αποκαλύψουμε και τη διέξοδο να υποδείξουμε.
Από τότε που ξεκίνησε η περίοδος των Μνημονίων, το χρέος, εκτός από εργαλείο απομύζησης, αποικισμού και προώθησης της κινεζοποίησης, έγινε και εργαλείο εγκλωβισμού του ελληνικού λαού στη λογική της εξάρτησης και της επιτροπείας. Αν ο Πάγκαλος είπε το χυδαίο και αποκρουστικό «όλοι μαζί τα φάγαμε», όλοι οι υπόλοιποι -από την κυβέρνηση του ΓΑΠ μέχρι τη συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων- συνηθίζουν τον ελληνικό λαό ότι το χρέος πράγματι το χρωστάμε (όλοι μαζί), γιατί το «πήραμε» και το «καταναλώσαμε». Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα ξεκινά μετά απ' αυτή την παραδοχή. Αφορά τη διαδικασία αποπληρωμής του.
Αυτή τη διαδικασία, βέβαια, την επιβάλλουν οι ιμπεριαλιστές δανειστές (όπως την επέβαλαν από καταβολής ελληνικού κράτους), κάθε κυβέρνηση όμως προσπαθεί να την παρουσιάσει ως κατάκτηση της πολιτικής της. Οι Σαμαροβενιζέλοι καμαρώνουν για το PSI, οι Τσιπροκαμμένοι καμαρώνουν για την απόφαση του Eurogroup στις 24 Μάη του 2016. Ολες αυτές οι ρυθμίσεις, όμως, αυτές που έγιναν κι αυτές που θα γίνουν, αφορούν ένα χρέος που δεν συνήψε και δεν εκμεταλλεύτηκε ο ελληνικός λαός, ένα χρέος χιλιοπληρωμένο από τον ελληνικό λαό, που έχει μετατραπεί σε θηλιά η οποία δε βγαίνει με τίποτα από το λαιμό του.
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήδη, ο Μαρξ είχε καταλήξει σε σημαντικά συμπεράσματα για το δημόσιο χρέος. Τη σχετική αναφορά του είχαμε δημοσιεύσει παλαιότερα και μπορείτε να την αναζητήσετε στην ιστοσελίδα της «Κόντρας» (https://www.eksegersi.gr/Επικαιρότητα/14602.Ο-Μαρξ-για-το-δημόσιο-χρέος). Εδώ θα περιοριστούμε μόνο σ' ένα μικρό απόσπασμα: «Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλ. των κρατικών χρεών, που τις αρχές του τις ανακαλύπτουμε κιόλας στο μεσαίωνα στη Γένουα και στη Βενετία, διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη στη διάρκεια της περιόδου της μανουφακτούρας. Το αποικιακό σύστημα με το θαλάσσιο εμπόριό του και με τους εμπορικούς του πολέμους του χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο. Ετσι στέριωσε πρώτα στην Ολλανδία. Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι τού λεγόμενου εθνικoύ πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου.
Κι από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος».
Η υπερχρέωση, λοιπόν, δεν είναι κάποιο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε συλλογικά ο ελληνικός λαός, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να δανείζονται για να πληρώνουν «πολυτελείς καταναλωτικές δαπάνες» (μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, κοινωνικές παροχές), αλλά αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με τον καπιταλισμό. Στην πραγματικότητα, το κρατικό χρέος δεν είναι παρά ένα εργαλείο αποκόμισης του μέγιστου κέρδους από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Δεν υπάρχει εξαρτημένη χώρα (ανεξάρτητα από το αν το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξής της είναι χαμηλό ή μέσο, όπως της Ελλάδας) που να μην έχει υψηλό κρατικό χρέος. Ενα σημαντικό τμήμα του κεφάλαιου που συσσωρεύεται στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις επενδύεται σε κρατικά χρεόγραφα, γιατί δεν υπάρχει πεδίο επένδυσής του στην παραγωγή και την κατανομή των εμπορευμάτων, λόγω του στενέματος της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Οχι μόνο σε συνθήκες κρίσης, αλλά και σε περιόδους σχετικής σταθεροποίησης του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Αν υποθέταμε σήμερα, ότι το ελληνικό κράτος μηδένιζε το χρέος του και ξεκινούσε από την αρχή, μετά από μερικά χρόνια θα συσσώρευε και πάλι χρέος, γιατί τέτοια είναι η δομή του ελληνικού καπιταλισμού και η θέση του στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Αλλωστε, το σημερινό χρέος δεν συσσωρεύτηκε ερήμην των δανειστών, χάρη σε κάποια ελληνική κουτοπονηριά και καπατσοσύνη. Φορτώνοντας το ελληνικό κράτος με τεράστια βάρη (από τους πολεμικούς εξοπλισμούς μέχρι την κατασκευή των υποδομών του, που πληρώνεται σε αστρονομικές τιμές), παράλληλα το δάνειζαν για να μπορεί να τους αποπληρώνει. Το δάνειζαν με τοκογλυφικούς όρους, εν γνώσει τους ότι οικονομικά δεν έχει τη δυνατότητα να τους αποπληρώσει στο ακέραιο. Για την αποπληρωμή των παλιών δανείων χορηγούσαν νέα δάνεια, με τα επαχθέστερα επιτόκια της διεθνούς αγοράς. Κεφάλαιο που λίμναζε τοποθετούνταν σ’ αυτά τα χρέη και απέφερε τεράστια κέρδη στους κατόχους του, μέσω των τοκοχρεολυσίων που εισπράττουν κάθε χρόνο.
Στους διεθνείς χρηματιστικούς κύκλους η «αναδιάρθρωση» του κρατικού χρέους δε δαιμονοποιείται, αλλά θεωρείται μια διαδικασία απολύτως συμβατή με τη λειτουργία του καπιταλισμού. Ο καυγάς γίνεται κάθε φορά για το χρόνο και τον τρόπο της «αναδιάρθρωσης» και έχει να κάνει με τις θέσεις που οι κάτοχοι χρηματιστικού κεφάλαιου έχουν στο ελληνικό χρέος και στα διάφορα παράγωγά του. Πλέον, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού κρατικού χρέους βρίσκεται στα χέρια των ευρωενωσίτικων μηχανισμών έκτακτου δανεισμού (EFSF και ESM) και των κρατών-μελών της ΕΕ. Επομένως, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (υπό την κηδεμονία του γερμανογαλλικού άξονα), θα ρυθμίσουν τις ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις του ελληνικού κράτους για την περίοδο μετά το 2022 (έως τότε τα έχουν ήδη ρυθμίσει), φροντίζοντας ώστε να παίρνουν το μέγιστο δυνατό κάθε χρόνο, να διατηρούν τον αποικιακό έλεγχο στη χώρα και να συντηρούν το καθεστώς κινεζοποίησης του ελληνικού λαού.
Εκείνο που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας είναι η συνεχής ανακύκλωση του χρέους. Συνάπτονται νέα δάνεια για να αποπληρώνονται τα παλιά. Μόνο την τελευταία εξαετία έγιναν τρεις δανειακές συμβάσεις του ελληνικού κράτους, έγινε ένα «κούρεμα» στα ομόλογα που διακρατούσαν ιδιωτικοί κεφαλαιοκρατικοί όμιλοι (που το δέχτηκαν ασμένως, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που είχαν «επενδύσει» τα είχαν ήδη πάρει), αλλά το χρέος παραμένει στα ίδια εφιαλτικά επίπεδα. Με τη σκληρή λιτότητα και την εκποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων θα μειωθεί λίγο ως ποσοστό του ΑΕΠ (έτσι θα εγκυμονεί μικρότερο ρίσκο για τους δανειστές), όμως το ιδανικό για την ΕΕ είναι το χρέος να μην ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ και το «ανεκτό» για το ελληνικό κράτος είναι γύρω στο 100%. Η τακτική της σύναψης νέων δανείων για την αποπληρωμή των παλιών δεν πρόκειται να σταματήσει, παρά το «νοικοκύρεμα» των Μνημονίων (δηλαδή την εφιαλτική δημοσιονομική λιτότητα). Οπως συνομολογούν όλοι, η Ελλάδα θα γίνει «κανονικό κράτος» όταν μπορέσει «να ξαναβγεί στις αγορές». Δεν μιλούν, δηλαδή, για έξοδο από το φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης, αλλά για παραμονή σ' αυτόν με όρους που δε θα εγκυμονούν κινδύνους για το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο!
Η χρεολογία, είτε με τη μορφή που είχε στο παρελθόν είτε με τη μορφή που έχει τώρα, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για τον ελληνικό λαό, γιατί ασχολείται με τα αποτελέσματα και όχι με τα αίτια, γιατί αναζητά τρόπους εξυπηρέτησης των τοκογλύφων. Στην Ιστορία υπάρχει μόνο ένα παράδειγμα απαλλαγής από τη θηλιά του χρέους. Το 1923, η σοβιετική εξουσία αρνήθηκε να πληρώσει τα τσαρικά χρέη (και να εισπράξει χρέη άλλων προς το τσαρικό καθεστώς). Το έκανε επαναστατικώ δικαίω, χωρίς καμιά ανάγκη προσφυγής στο Διεθνές Δίκαιο ή στην Κοινωνία των Εθνών. Αυτό το παράδειγμα θα έπρεπε να φωτίζει το δρόμο του ελληνικού λαού. Σε όσους μας πουν ότι αυτό δεν είναι «ρεαλιστικό» ή «άμεσα υλοποιήσιμο», θα απαντήσουμε ότι είναι η μόνη ρεαλιστική διέξοδος, ανεξάρτητα από την ανυπαρξία συνθηκών άμεσης υλοποίησής του. Η φιλολογία περί «επαχθούς χρέους» μια χαρά χρησίμευσε στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Αφησε, βέβαια, «ορφανά» που προσπαθούν να αναμασήσουν το ίδιο ιδεολόγημα, αλλά στην Ιστορία δεν βρίσκει αντιστοίχηση.
Πέτρος Γιώτης