Εχει δίκιο ο υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Π. Παυλόπουλος να διαμαρτύρεται, επειδή τα ΜΜΕ δεν έδωσαν την έκταση που έπρεπε στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θέσει στο αρχείο την προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας περί πλημμελούς εφαρμογής της Οδηγίας 199/70 για την εργασία ορισμένου χρόνου. Τόσο καιρό, γραφειοκράτες συνδικαλιστές και νομικοί της κονόμας βομβάρδιζαν τους δεκάδες χιλιάδες συμβασιούχους με τη θεωρία, ότι οι ρυθμίσεις που έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις για το ζήτημα ήταν αντίθετες με την κοινοτική οδηγία 199/70. Δικαίως, λοιπόν, διαμαρτύρεται ο Παυλόπουλος: Γιατί τώρα που μας δικαιώνει η Κομισιόν δεν γράφετε ότι η δική μου ρύθμιση είναι σύννομη με το κοινοτικό δίκαιο;
Κατά την εβδομαδιαία συνεδρίασή της την Τετάρτη 13.10.2004 η Κομισιόν αποφάσισε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση παραβίασης κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, αφού μελετώντας το φάκελο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το νέο Προεδρικό Διάταγμα είναι συμβατό με την Οδηγία 1999/70». Συνεχίζει δε την εξέταση του ΠΔ του υπουργείου Απασχόλησης για τον ιδιωτικό τομέα, η εξέταση του οποίου αναμένεται να περατωθεί πριν το τέλος του 2004. Ιδιαίτερη σημασία έχει το σκεπτικό της απόφασης της Κομισιόν, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο (οι εμφάσεις δικές μας):
«Η Οδηγία αναγνωρίζει την εργασία με σύμβαση ορισμένου χρόνου ως θεμιτή μορφή εργασίας και δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να μετατρέψουν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε μόνιμες συμβάσεις. Πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, έχουν τέτοιους κανόνες, όμως η Οδηγία δεν θεσπίζει δικαίωμα μονιμοποίησης στους συμβασιούχους. Το νέο Προεδρικό Διάταγμα προβλέπει τη μετατροπή ορισμένων διαδοχικών συμβάσεων σε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Ομως, επειδή η μετατροπή αυτή δεν αποτελεί επιταγή της κοινοτικής οδηγίας, ο τρόπος και τα κριτήρια με τα οποία επιτυγχάνεται και ο αριθμός ή οι κατηγορίες συμβασιούχων που καλύπτει δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η βούληση μονιμοποίησης και οι όροι που προβλέπονται στο Προεδρικό Διάταγμα ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Ελληνικής κυβέρνησης, η δε επίλυση διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των όρων αυτών μπορεί να γίνεται ενώπιον των Ελληνικών δικαστηρίων».
Σύμφωνα με την απόφαση της Κομισιόν, η κυβέρνηση της ΝΔ μας βγαίνει από τ’ αριστερά. Διότι έκανε ρύθμιση για μονιμοποίηση λίγων έστω συμβασιούχων, ενώ δεν είχε καμιά τέτοια υποχρέωση σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.
Μολονότι αυτή η απόφαση πάρθηκε την Τετάρτη και η ελληνική κυβέρνηση την γνώριζε, ο Παυλόπουλος την κράτησε στο συρτάρι του και την ξεφούρνισε με δελτίο Τύπου την Κυριακή 17.10.2004. Τη δε Δευτέρα το πρωί κινητοποίησε τον επικοινωνιακό μηχανισμό που διαθέτει (είναι μακράν ο καλύτερος ανάμεσα σε όλους τους υπουργούς) και πήρε σβάρνα τα κανάλια, για να εξηγήσει τη σημασία της απόφασης της Κομισιόν και να εξάρει τη δικαίωση της κυβέρνησης και του ίδιου προσωπικά. Γιατί ειδικά τη Δευτέρα το πρωί; Γιατί λίγες ώρες αργότερα ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ είχαν καλέσει τους δημοσιογράφους για να τους παρουσιάσουν πρόταση νόμου που επεξεργάστηκαν για την επίλυση υποτίθεται του προβλήματος των εκτάκτων. Βάση αυτής της πρότασης νόμου ήταν η Οδηγία 1999/70, την οποία υποτίθεται ότι παραβίαζε το ΠΔ Παυλόπουλου. Και βέβαια, με την απόφαση της Κομισιόν στο χέρι, ο Παυλόπουλος ήταν ο μάγκας και οι εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σκέτοι καραγκιόζηδες.
Η πρόταση των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ δεν είναι παρά μια βελτιωμένη έκδοση του ΠΔ Παυλόπουλου. Στηρίζεται στη λογική των «πάγιων και διαρκών αναγκών», που θα διαπιστωθούν από τα υπηρεσιακά συμβούλια και θα επικυρωθούν από το ΑΣΕΠ. Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία σπρώχνει και πάλι τους συμβασιούχους σ’ έναν λαβύρινθο νομικίστικων διαδικασιών, προσφυγών και κόντρα προσφυγών, για να κονομήσουν και πάλι τα γνωστά δικηγορικά γραφεία.
Ας μείνουμε, όμως, στο άδειασμα όλων εκείνων που έπιναν νερό στο όνομα της κοινοτικής νομιμότητας, κατηγορώντας τις ελληνικές κυβερνήσεις ότι την παραβιάζουν. Εδώ και χρόνια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έστρεφε τους συμβασιούχους σ’ αυτή την κατεύθυνση. Να ζητούν την εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας. Δεν χρειαζόταν να βγουν στο δρόμο, να διεκδικήσουν, να συγκρουστούν, να επιβάλουν λύση. Αρκούσαν οι νομικοί ελιγμοί. Ξεχωρίζαμε σαν τη μύγα μες στο γάλα, όταν υποστηρίζαμε ότι η συγκεκριμένη κοινοτική Οδηγία δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διεκδίκησης των συμβασιούχων, γιατί είναι μια Οδηγία η οποία φτιάχτηκε για να καθαγιάσει και να προωθήσει τη μερική απασχόληση και τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και όχι για να οδηγήσει σε μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημοσίου. Δίναμε, μάλιστα, έμφαση στο σημείο εκείνο που αφήνει την εφαρμογή της στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών. Σημειώναμε, μάλιστα ότι υποχρεωτικό χαρακτήρα έχουν μόνο εκείνες οι Οδηγίες που αφορούν συμφέροντα του κεφαλαίου, ενώ Οδηγίες που αναφέρονται σε συμφέροντα των εργατών έχουν καθαρά χαρακτήρα ευχολόγιου και η ενσωμάτωσή τους στα εθνικά δίκαια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων. Υποστηρίζαμε, δηλαδή, αυτά που με περίσσιο κυνισμό αναφέρει η απόφαση της Κομισιόν. Ομως, εμείς τα λέγαμε, εμείς τ’ ακούγαμε.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Δεκάδες χιλιάδες συμβασιούχοι επί σειρά ετών εγκλωβίστηκαν στη λογική της κοινοτικής νομιμότητας. Ολη τους η προσπάθεια ήταν πώς θα βρουν «άκρες» για να πιέσουν να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο η κοινοτική Οδηγία. Ετρεχαν πίσω από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, που από καιρού εις καιρόν έφτιαχναν ρυθμίσεις και τις πρότειναν στις κυβερνήσεις, οι οποίες βέβαια, τις απέρριπταν. Και όσο αυτή η τακτική δεν απέδιδε, τόσο φούντωνε η αναζήτηση της προσωπικής λύσης. Τόσο γέμιζαν οι προθάλαμοι των βουλευτάδων, των δημάρχων και λοιπών τιτουλάριων, μέσω των οποίων ο κάθε συμβασιούχος προσπαθούσε να βολέψει τον εαυτό του και μόνο.
Είναι πολλά τα τερτίπια με τα οποία η συνδικαλιστική γραφειοκρατία φενακίζει την ταξική συνείδηση. Ενα από τα πιο αποτελεσματικά είναι ο εγκλωβισμός στην τήρηση της νομιμότητας (εθνικής ή κοινοτικής). Συνήθως γίνεται επίκληση των «συσχετισμών», για να προταθεί ο δρόμος της νομιμότητας. Ομως, 999 στις 1000 φορές η νομιμότητα είναι σε βάρος των εργαζόμενων. Και στη 1 που είναι υπέρ τους, πρακτικά συμβαίνει το αντίθετο. Γιατί εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση της νομιμότητας δεν έχουν να δώσουν λογαριασμό σε κανένα όταν την παραβιάζουν. Oταν οι εργαζόμενοι εγκλωβίζονται σ’ αυτή τη λογική, εγκαταλείπουν βαθμιαία τις ταξικές αναφορές και μετατρέπονται σε αθύρματα στα χέρια εκείνων που εκφράζουν και διαχειρίζονται τους θεσμούς. Καλλιεργείται ένα κλίμα αναμονής το οποίο δρα διαλυτικά στα κινήματα, η σκέψη παγώνει και την κατάλληλη στιγμή, όταν αποκαλύπτεται η απάτη, δεν υπάρχει πια κουράγιο για αντεπίθεση. Δεν υπάρχουν οι βάσεις για αντεπίθεση, γιατί όλο το κίνημα έχει δομηθεί στη βάση διεκδίκησης της νομιμότητας.
Πέτρος Γιώτης