Δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο τη λυσσασμένη επίθεση της κυβέρνησης, της ΝΔ, του ΛΑΟΣ και των αστικών ΜΜΕ οι 300 μετανάστες απεργοί πείνας και οι αλληλέγγυοι σ’ αυτούς. Δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο τη βρόμικη προβοκατορολογική προπαγάνδα του Περισσού, που έδωσε και πάλι ρέστα. Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και ορισμένους «συμμάχους», οι οποίοι πήραν το ρόλο του εισαγγελέα που εγκαλεί «από κινηματικές θέσεις» τους «ανεύθυνους», οι οποίοι «παρέσυραν» τους μετανάστες.
Ο Π. Παπακωνσταντίνου, για παράδειγμα, παρατηρεί κατ’ αρχήν ότι «αποτελεί θετικό γεγονός ότι απετράπη η παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου», και ότι σ’ αυτό «συνέβαλε η στάση και η κινητοποίηση όλων των ριζοσπαστικών, αριστερών δυνάμεων», πρωτίστως δε «η μαχητική κινητοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η παρουσία στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στη Νομική και η κατηγορηματική τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα»! Αρχή με ψέμα, δηλαδή, καθόσον η μεν ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέβηκε στην Ακαδημίας με λίγους διαδηλωτές, εν αντιθέσει με τους πολύ περισσότερους που είχαν παραταχθεί στη Σόλωνος, επιπρόσθετα δε φρόντισαν ν’ αποχωρήσουν αρκετές ώρες πριν επιτευχθεί συμφωνία και επιτραπεί σε μετανάστες και αλληλέγγυους να αποχωρήσουν, τα δε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπαιξαν κανένα ρόλο διότι δεν τους επιτράπηκε να παίξουν (όσο για την τοποθέτηση της Παπαρήγα, στο κομματικό ακροατήριο απευθυνόταν και όχι στην κυβέρνηση).
Ολ’ αυτά, όμως, τα «αγαπησιάρικα» για τη σύμπασα αριστερά (πλην ΔΗΑΡΙ και μερίδας στελεχών του ΣΥΝ) είναι απλά η εισαγωγή για τα περαιτέρω. Αφού διαπιστώσει ότι «η κυβέρνηση και οι κυρίαρχοι κύκλοι κατάφεραν να υπονομεύσουν, εν τινι μέτρω, το άσυλο στα μάτια μέρους των πολιτών και να ερεθίσουν συντηρητικά αντανακλαστικά με την εκμετάλλευση των γεγονότων της Νομικής», το στέλεχος του ΝΑΡ περνά στο παραμύθι περί «πολιτικής ωριμότητας», θέτοντας το ερώτημα «κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί πολιτικά σκόπιμη η άσκηση αυτού του δικαιώματος στο συγκεκριμένο χώρο, τη συγκεκριμένη στιγμή, με το συγκεκριμένο τρόπο». Απορροφημένος από τις ασχολίες του στον αστικό Τύπο, δεν μπαίνει καν στον κόπο να μάθει από ποιους συγκροτήθηκε η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης και κάνει λόγο για «ένα φόρουμ αλληλεγγύης και κάποιες ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου», που «πατρονάρουν τους μετανάστες σε μια τόσο σοβαρή πολιτική ρήξη».
Στο σάπιο μυαλό του δημοσιογράφου του συγκροτήματος Αλαφούζου χωρούν μόνο μετανάστες που πατρονάρονται. Και η πατρονεία γίνεται πιο αποκρουστική όταν σαν κοινοί προβοκάτορες τη «φορέσουμε» στον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Ο εισαγγελικός οίστρος συνεχίζεται με κατηγορίες ότι δεν εξασφαλίστηκε η «μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων, στο επίπεδο των ταξικών συνδικάτων, ομοσπονδιών, εργατικών κέντρων, μετώπων και κινήσεων στο εργατικό κίνημα» και ότι δεν υπήρξε έγκαιρη ενημέρωση των φορέων του φοιτητικού κινήματος. Το ψεύδος και πάλι στην πρώτη γραμμή. Διότι η φοιτητική παράταξη την οποία υπανίσσεται ο Παπακωνσταντίνου είχε έγκαιρα ενημερωθεί, όπως έγκαιρα είχε ενημερωθεί και ο πολιτικός φορέας στον οποίο συμμετέχει. Είχαν ενημερωθεί όχι απλά για να γνωρίζουν τι πρόκειται να συμβεί, αλλά για να συμμετάσχουν ισότιμα στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης. Θέλει, μήπως, ο Παπακωνσταντίνου να του πούμε ποιο στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήρθε στην ιδρυτική σύσκεψη της Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης, πολύ πριν αποφασιστεί η ημερομηνία ανόδου των μεταναστών στην Αθήνα, εξέφρασε την αλληλεγγύη του και μετά… μην τον είδατε τον Παναή; Με τι θράσος γράφει όσα γράφει;
Με το θράσος του ανθρώπου που δεν θέλει την παραμικρή σύγκρουση με το σύστημα και δεν διστάζει να γράψει τα εξής: «Πώς μπορούν κάποιες αυτόκλητες “πρωτοπορίες” να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, υπολογίζοντας ότι την κρίσιμη στιγμή θα σπεύσουν να τους υπερασπιστούν πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς που δεν ρωτήθηκαν καν για τα καθέκαστα;». Τον Παπακωνσταντίνου και τους ομοίους του, βέβαια, δεν πρόκειται να τους ρωτήσουμε για οτιδήποτε (σιγά τα προσώπατα). Ούτε προσβλέπουμε ότι θα σπεύσει να μας υπερασπιστεί. Εχει σημασία πώς βλέπει κανείς τα πολιτικά του καθήκοντα. Οταν 300 μετανάστες έρχονται και σου λένε ότι θα πραγματοποιήσουν απεργία πείνας, ζητώντας την αλληλεγγύη σου, απαντάς ή ναι ή όχι. Από τις απαντήσεις που δόθηκαν κρίνεται κάθε πολιτική δύναμη που θέλει να λέγεται αντικαθεστωτική.
Ετερος «κινηματικός» εισαγγελέας, ο Ρ. Ρινάλντι της ΚΟΕ, μας κούνησε αυστηρά το δάχτυλο μέσω άρθρου με τίτλο «Δεν παίζουμε με το μεταναστευτικό!». Εξαφανισμένη και αυτή η συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ από τη στήριξη της απεργίας πείνας των μεταναστών, αν και πλήρως ενημερωμένη και κληθείσα να συμμετάσχει στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης, μας λέει τώρα, διά γραφίδος Ρινάλντι, ότι «η πρόσφατη πρωτοβουλία και κινητοποίηση με επίκεντρο τη Νομική έδειξε με πολύ κραυγαλέο τρόπο την προχειρότητα, την επιπολαιότητα, τη ρηχότητα μιας πολιτικής κατεύθυνσης που θεωρεί το μεταναστευτικό μόνο ως θέμα δικαιωμάτων και αγνοεί ή βάζει σε δεύτερη μοίρα τις πολιτικές του διαστάσεις. Είναι μια πολιτική κατεύθυνση που δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη της τα θέματα που έχει αναδείξει η νέα συγκυρία, με το Μνημόνιο, την τρόικα, την ολομέτωπη επίθεση σε κατακτήσεις και δικαιώματα του μαζικού κινήματος».
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω. Πληροφορούμε τον κ. Ρινάλντι ότι 300 μετανάστες πραγματοποιούν απεργία πείνας. Εναντι αυτής πώς τοποθετείται; Οσο για το αν –εμείς τουλάχιστον– παίρνουμε υπόψη μας το Μνημόνιο και την πολιτική του, ο κ. Ρινάλντι είναι ο τελευταίος που μπορεί να μας παραδώσει μαθήματα. Γιατί εμείς αγωνιζόμασταν όταν αυτός ασχολούνταν με τις ίντριγκες και τους βυζαντινισμούς στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του συριζικού λαβύρινθου.
Με ύφος χιλίων πιθήκων, μάς λέει ακόμη ότι «η πρωτοβουλία ήλθε σε μια στιγμή που είχε αρχίσει να “σαλεύει το πλήθος”, να αναπτύσσεται ένα μαζικό κίνημα ανυπακοής σε αυξήσεις (διόδια, εισιτήρια κ.λπ.), ενώ είχε κάνει την εμφάνισή του, τον τελευταίο χρόνο, το μαζικό κίνημα μέσα από τις γενικές απεργίες και την αμφισβήτηση της γραφειοκρατικής ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος». Ολ’ αυτά είχαν γίνει –προφανώς υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Ρινάλντι και του Αλαβάνου– και ήρθε η απεργία πείνας των 300 μεταναστών και τα χάλασε. Γιατί, όμως, οι μεγάλοι τιμονιέρηδες Ρούντι και σία δεν ενέταξαν κι αυτόν τον αγώνα μέσα στο γενικό πλαίσιο, αφού εμείς οι άσχετοι δεν θέλαμε ή δεν μπορούσαμε να το κάνουμε;
Τις νουθεσίες των «κινηματικών» εισαγγελέων τις γράφουμε στο ίδιο σημείο που γράφουμε τις απειλές των εισαγγελέων και τις βρισιές των τηλεεισαγγελέων. Οι ίδιοι έδειξαν για μια ακόμη φορά ότι διέπονται από μια μίζερη, κακομοίρικη, μικροκομματική λογική, που θέλει να υποτάσσει τα κινήματα στις ιδιαίτερες επιδιώξεις τους. Εμειναν έξω απ’ αυτόν τον αγώνα, ας μη μετατρέπονται και σε εχθρούς του.
Πέτρος Γιώτης