Είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι περνάμε μια πολύ δύσκολη περίοδο παθητικότητας και ιδιώτευσης πλατιών λαϊκών μαζών. Δυστυχώς, αυτή η κατάσταση συνοδεύεται «φυσιολογικά» από ένα κύμα αποϊδεολογικοποίησης. Το συνολικό περιβάλλον διαμορφώνει περίεργες συνθήκες σε όσους προσπαθούν να αντιδράσουν σ’ αυτή την κατάσταση. Διαμορφώνει πρακτικές ακινησίας, χαμηλού προβληματισμού, τυποποιημένης και εθιμοτυπικής παρέμβασης, λογικής του μικρότερου κακού. Εντελώς αντίθετες, δηλαδή, από αυτές που πρέπει να διέπουν ανθρώπους, κινήσεις και κινήματα που διακηρύσσουν, που πιστεύουν, που θέλουν να πιστεύουν, ότι παλεύουν αποφαστικά και αποτελεσματικά για να αλλάξουν την κοινωνική πραγματικότητα, να τραβήξουν τους εργαζόμενους από την παθητικότητα και την ατολμία, να τραβήξουν τις εκμεταλλευόμενες μάζες στο δρόμο της ταξικής πάλης.
Φτάσαμε, λοιπόν, στο θέμα για το οποίο γράφτηκε η εισαγωγή. Το θέμα μας είναι οι δρόμοι. ‘Η καλύτερα τα συνθήματα που καλούν τους εργαζόμενους στους δρόμους. Διατυπώνονται από όλες τις πλευρές του κινηματικού φάσματος. Από τις σοσιαλδημοκρατικές ως τις πιο «ακραίες». Είναι απάντηση στην παθητικότητα, στην ακινησία, στην παραλυσία, στην ιδιώτευση. Αλλά αυτή η κατ’ αρχήν σωστή επίκληση, για να γίνει χρήσιμη, ουσιαστική, αποτελεσματική για τις ίδιες τις μάζες, είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ριζοσπαστικές πρακτικές και πολιτικές. Στους δρόμους τους καλούμε εμείς, στους δρόμους τους καλεί και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία όμως τους θέλει, τους διαμορφώνει, τους οδηγεί σε συμπεριφορές και πρακτικές που την εξυπηρετούν, που τη βολεύουν. Σε εργαζόμενους που αναθέτουν στους ηγέτες τους τη διαχείριση και την επίλυση των προβλημάτων τους, σε ανθρώπους που ακολουθούν, που πορεύονται ειρηνικά και ήσυχα πίσω από αυτή, με χαμηλό προβληματισμό και το κυριότερο με ορίζοντα το καθεστώς της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Στον αντίποδα ακριβώς κινείται η ανατρεπτική λογική, η επαναστατική πολιτική, η ριζοσπαστική πρακτική. Θέλει στους δρόμους εργαζόμενους που είναι αποφασισμένοι να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Είναι αποφασισμένοι να διαμορφώνουν οι ίδιοι τους στόχους και τα αιτήματά τους, τις μορφές πάλης τους. Μια τέτοια αντίληψη και πρακτική οδηγεί και συνοδεύεται πάντα από κριτική σκέψη, από πολιτικό προβληματισμό που δίνει προοπτική και ορίζοντα την κοινωνία της ισότητας, το βασίλειο της ελευθερίας.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Οι καθεστωτικές-κινηματικές δυνάμεις θέλουν τους εργαζόμενους στους δρόμους μόνο για στενά οικονομικά προβλήματα και διεκδικήσεις, μόνο για ζητήματα που έχουν σαν στόχο την διατήρηση ή τη βελτίωση -στην καλύτερη των περιπτώσεων- της θέσης τους μέσα στο καθεστώς της εκμετάλλευσης. Για τα μεγάλα προβλήματα, για τα πολιτικά ζητήματα, τους θέλουν παθητικούς θεατές, δεσμώτες της κάλπης, όμηρους του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Οπως επίσης τους θέλουν μακριά από τους δρόμους για όλα τα ζητήματα που η κυρίαρχη τάξη απαιτεί οι εκμεταλλευόμενες μάζες να είναι φυλακισμένες στην τηλεόρασή τους. Ας θυμηθούμε την υστερία τους για τις κινητοποιήσεις ενάντια στο τρομοκρατικό σκηνικό, αλλά και την επιδεικτική αφασία των σοσιαλδημοκρατών, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, των ρεφορμιστών στην ωμή παραβίαση ακόμα και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων. Ας θυμηθούμε την επιδεικτική απουσία τους ή ακόμα και την εγκληματική συγχορδία τους, την περίοδο της προετοιμασίας των ολυμπιακών αγώνων, την περίοδο διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων. Οπου, αν δεν έμεναν ασυγκίνητοι από την περιπλάνηση του Ζέπελιν πάνω από τα κεφάλια τους, το παρακολουθούσαν με θαυμασμό.
Να γιατί πάντα πρέπει να επιμένουμε, όσο μπορούμε, να προσπαθούμε να βρίσκουμε τις κατάλληλες πρακτικές, ώστε να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις οι μάζες να κινούνται στους δρόμους όσο γίνεται πιο ελεύθερες από την πολιτική και την πρακτική των γραφειοκρατών.
Ελα, όμως, που δεν φτάνει μόνο αυτό. Οι δρόμοι, στην ιστορία αλλά και στην πρακτική του κινήματος, δεν αντιπροσωπεύουν μόνο -καλύτερα δεν αντιπροσωπεύουν κυρίως- μια συλλογική ειρηνική διαδήλωση διαμαρτυρίας, διατυπώσεις στόχων και αιτημάτων.
Οι σημερινοί δρόμοι της γραφειοκρατίας, των ρεφορμιστών, των οπορτουνιστών και των συνοδευτικών μαϊντανών τους, με τα μπαλονάκια, τα στολισμένα άρματα, την περιπατητική διάθεση, την υγιεινή ή ανθυγιεινή βολτίτσα -αναλόγως αν έχει νέφος ή όχι- πάνε να μας κάνουν να το ξεχάσουμε αυτό. Αλλά το χειρότερο είναι ότι πάνε να μάθουν τους εργαζόμενους, όταν τους καλούν να κατέβουν, σ’ ένα πνεύμα: ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Κάναμε το καθήκον μας. Τώρα αναλαμβάνουν να συνεχίσουν οι πολιτικοί νταβατζήδες μας. Η Παναγιά να δώσει φώτιση στ’ αφεντικά και οι κυβερνήσεις να μας λυπηθούν.
Οι δρόμοι στην πρακτική του κινήματος, ενός κινήματος που σέβεται τον εαυτό του, ενός κινήματος που θέλει να επιβάλει τα δίκαιά του, αντιπροσωπεύουν άσκηση σκληρής πίεσης απέναντι στον αντίπαλο. Ασκηση μαζικής επαναστατικής βίας, για να επιτευχθούν οι στόχοι. Να θυμηθούμε μια επική διαδήλωση του ΕΑΜ ενάντια στην επιστράτευση. Οι μάζες μπουκάρανε στο υπουργείο των δωσίλογων και κάψανε τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιστρατευμένων. Φανταστείτε σε ποιο πολιτικό συμβιβασμό έχουν φτάσει οι «νόμιμοι» κληρονόμοι τους, όταν βρίζουν ως προβοκάτορα -τουλάχιστον- όποιον τολμάει να στραβοκοιτάει τα ΜΑΤ. Και αυτό, βέβαια, είναι ένα σημάδι της κάμψης του κινήματος, της κυριαρχίας, στο όποιο νόμιμο κίνημα, των συμβιβασμένων νταβατζήδων. Θα αλλάξει -σ’ αυτό πρέπει να συμβάλουμε καθημερινά όλοι- όταν οι μάζες θα κατέβουν στους δρόμους «παρελαύνοντας» την αγανάκτηση που συσσωρεύουν μέσα τους. Τότε η συζήτηση θα επανέλθει στο… 1840, 1850. Για το αν είναι χρήσιμα ή όχι τα οδοφράγματα.
Μια απάντηση μας έχει δώσει ήδη ο Ενγκελς: «Μήπως αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον ο αγώνας στους δρόμους δεν πρόκειται να παίξει πια κανένα ρόλο; Καθόλου. Αυτό σημαίνει μονάχα ότι από το 1848 και δω οι όροι έγιναν ακόμα πιο δυσμενείς για τους πολίτες μαχητές και ακόμα πιο ευνοϊκοί για το στρατό. Στο μέλλον, ένας αγώνας στους δρόμους μπορεί λοιπόν να νικήσει μονάχα αν η δυσμενής αυτή κατάσταση αντισταθμιστεί από άλλους παράγοντες. Γι’ αυτό, ο αγώνας στους δρόμους θα γίνεται σπανιότερα στις αρχές μιας μεγάλης επανάστασης παρά στην κατοπινή πορεία της και θα πρέπει να επιχειρείται με μεγαλύτερες δυνάμεις. Ομως, οι δυνάμεις αυτές, όπως συνέβηκε σ’ όλη τη διάρκεια της μεγάλης γαλλικής επανάστασης, στις 4 Σεπτέμβρη και στις 31 Οκτώβρη του 1870 στο Παρίσι, θα προτιμήσουν βέβαια την ανοιχτή επίθεση από την παθητική ταχτική του οδοφράγματος». (Πρόλογος στο «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία»).
Παντελής Νικολαΐδης