Υπάρχει πολιτική κρίση στην Ελλάδα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι μονοσήμαντα καταφατική. Οταν το πολιτικό σύστημα, δηλαδή το σύστημα διαχείρισης της εξουσίας, δε μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στην αποστολή του, τότε έχουμε πολιτική κρίση και εκείνο που πρέπει να διερευνήσουμε είναι το βάθος της και οι δυνατότητες εξόδου απ’ αυτή που έχει το σύστημα.
Τα σημάδια της πολιτικής κρίσης φάνηκαν στις τελευταίες εκλογές. Το αποτέλεσμά τους μας επιτρέπει να εντοπίσουμε και τα πραγματικά αίτια της κρίσης (εκτός αν πιστεύει κανείς ότι αίτιο της κρίσης είναι η Ζαχοπουλειάδα, οπότε κάθε συζήτηση περισσεύει). Τα αίτια της πολιτικής κρίσης, λοιπόν, είναι η παρατεταμένη συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, η ταύτιση ακόμα και στις λεπτομέρειες της πολιτικής από τα δυο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, η συνεχής διάψευση των ελπίδων, το ξεβράκωμα της ΝΔ και η απώλεια του λεγόμενου «ηθικού πλεονεκτήματος» από τον Καραμανλή, η βαθιά κρίση του ΠΑΣΟΚ, η βύθιση της πολιτικής εξουσίας και των παραφυάδων της στο βούρκο της διαπλοκής και της διαφθοράς, η απουσία αξιόπιστης συστημικής εναλλακτικής λύσης.
Τα πρόσφατα γκάλοπ δείχνουν ακόμα πιο καθαρά αυτή την κρίση. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ βυθίζονται αγκαλιά και σε ενδεχόμενο εκλογών προκύπτει… ακυβερνησία, αφού δεν έχουν διαμορφωθεί (ούτε φαίνονται προς το παρόν στον ορίζοντα) συμμαχίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν αξιόπιστη (η αξιοπιστία κρίνεται από την άποψη της σταθερότητας του συστήματος) κυβερνητική λύση. Οι κινήσεις που γίνονται, είτε από πλευράς Καρατζαφέρη είτε από πλευράς ΣΥΝ, δεν εμπνέουν αισιοδοξία στους «πάτρονες». Γιατί ο μεν Καρατζαφέρης κρίνεται εξ ορισμού αναξιόπιστος, ο δε ΣΥΝ θεωρεί ότι όρος για την προσχώρησή του σε συμμαχικά σχήματα είναι η διάσπαση του ΠΑΣΟΚ.
Βέβαια, οι αστοί συνηθίζουν να λένε ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Κι έχουν δίκιο. Ας θυμηθούμε το 1989. Ο εκλογικός νόμος που είχε φτιάξει ο παμπόνηρος Α. Παπανδρέου εμπόδισε την αυτοδυναμία. Ομως, ο ενιαίος τότε Συνασπισμός (ΚΚΕ και ΕΑΡ) δε δίστασε να συμμαχήσει με τη μητσοτακική ΝΔ και να σχηματίσει κυβέρνηση. Λίγους μήνες αργότερα, αφού και πάλι δεν προέκυψε αυτοδυναμία, Μητσοτάκης και Φλωράκης συνήψαν κυβερνητική συμμαχία με τον Α. Παπανδρέου, τον οποίο μόλις είχαν παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο με την εξευτελιστική κατηγορία της δωροδοκίας. Το σύστημα βγήκε προσωρινά από το αδιέξοδό του, αντιλαϊκά μέτρα πάρθηκαν (με την υπογραφή της «Αριστεράς» βγήκαν κυβερνητικές ανακοινώσεις που μιλούσαν για «άγριες και αντικοινωνικές απεργίες») και σε λίγους μήνες ο Μητσοτάκης κέρδισε την πολυπόθητη αυτοδυναμία με μια μεταγραφή βουλευτή της τελευταίας στιγμής. Κυβέρνησε επί τριάμισι χρόνια με 151 βουλευτές και πήρε σκληρότατα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα (αρκεί να θυμίσουμε μόνο τους δύο αντιασφαλιστικούς νόμους). Τον έριξε ο Κόκκαλης, όταν πήγε να πουλήσει τον ΟΤΕ. Η διάδοχη λύση ήταν ένα αναβαθμισμένο ΠΑΣΟΚ, που έμεινε στην εξουσία 11 ολόκληρα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχαμε το πιο σκληρό «σταθεροποιητικό πρόγραμμα», για να πιαστούν «οι στόχοι του Μάαστριχτ».
Οπως είδαμε, η πολιτική κρίση πέρασε εξάρσεις και υφέσεις, όμως αδιέξοδα για το σύστημα δεν δημιούργησε. Το πολιτικό προσωπικό τη διαχειρίστηκε αποτελεσματικά (θα δούμε παρακάτω τους λόγους αυτής της αποτελεσματικότητας). Γιατί, λοιπόν, να μη γίνει το ίδιο και τώρα; Μάλιστα, γιατί να μη γίνει χωρίς καμιά ουσιαστική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού; Θυμίζουμε, ότι και το 1988-89 γινόταν λόγος για συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, στον ενιαίο Συνασπισμό οραματίζονταν (με ιδεολογικό εμπνευστή τον Ανδρουλάκη) να γίνουν ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ, πλην όμως η ζωή αλλιώς τα έφερε. Ο Συνασπισμός διασπάστηκε εις τα εξ ων συνετέθη, το ΚΚΕ διασπάστηκε, το ΠΑΣΟΚ ανασυγκροτήθηκε, ο δικομματισμός ενισχύθηκε. Και η ΝΔ, που υπέστη ήττες υπό τις ηγεσίες του Μητσοτάκη και του Εβερτ, κατάφερε επίσης να ανασυγκροτηθεί υπό τον θεωρούμενο ως τον πλέον ακατάλληλο, έναν αργόσχολο, μπαρόβιο, νεαρό βουλευτή.
Οι «πάτρονες», βέβαια, παίρνουν τα μέτρα τους. Ομως, η ανησυχία τους για τη σταθερότητα του πολιτικού σκηνικού δεν είναι απαλλαγμένη από υστεροβουλία. Πιέζοντας τις πολιτικές ηγεσίες, κινητοποιώντας «λόμπι», προβάλλοντας σενάρια για δημιουργία «τρίτου πόλου», ελέγχοντας την πολιτική κινητικότητα στην κορυφή, επιδιώκουν το ξαναμοίρασμα της «πίτας», προσδοκώντας ο καθένας σε μεγαλύτερο κομμάτι. Μπορεί, λοιπόν, να προκύψει νέο σκηνικό. Μπορεί να διατηρηθεί το ίδιο με αναπαλαιώσεις και λίφτινγκ. Ο,τι και να γίνει είναι αδιάφορο από τη σκοπιά της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της κι αυτό είναι που πρέπει να κρατήσουμε. Μπορούμε άφοβα να πούμε πως όσο πιο γρήγορα αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή η αποκατάσταση, όποιοι συσχετισμοί κι αν διαμορφωθούν στις πολιτικές κορυφές του συστήματος, τόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα για τους εργαζόμενους. Γιατί οι δυνάμεις του συστήματος θα πέσουν με μεγαλύτερη μανία πάνω τους, προσπαθώντας να καλύψουν και το έδαφος που έχασαν στην αδρανειακή περίοδο της πολιτικής κρίσης.
Ζητούμενο για τους εργαζόμενους είναι η παρέμβαση στην κρίση «από τα κάτω». Το βάθεμα των αδιεξόδων της αστικής δημοκρατίας. Το βάθεμα της κρίσης, ώστε να μετατραπεί σε επαναστατική κατάσταση και να μπορέσει να τεθεί πραγματικά το ζήτημα της εξουσίας και όχι με τον ψευδεπίγραφο τρόπο που τίθεται στα εκλογικά προγράμματα κομμάτων τύπου Περισσού.
Βέβαια, το να βαθύνεις μια πολιτική κρίση που ξεκινάει «από τα πάνω» και να τη μετατρέψεις σε επαναστατική κατάσταση δεν είναι κάτι εύκολο ούτε συνηθισμένο. Δεν εξαρτάται από τη θέληση της όποιας οργανωμένης πρωτοπορίας, αλλά από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Το ερώτημα, όμως, είναι άλλο. Θα ακολουθήσεις, στο όνομα της ανωριμότητας των συνθηκών, μια πολιτική κοινοβουλευτικού κρετινισμού, αποσκοπώντας στην αύξηση της εκλογικής επιρροής μέσω του πλασαρίσματος «εναλλακτικών λύσεων» (για την αστική εξουσία), λύσεων που οδηγούν στην ενίσχυση και όχι το αδυνάτισμα του συστήματος, ή θα προσπαθήσεις (με όλα τα πολιτικά μέσα που διαθέτεις), να ωθήσεις τις εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες στο στίβο της ταξικής πάλης –με διεκδικήσεις μερικές και άμεσες έστω– με σκοπό να αποσπάσουν παραχωρήσεις από τους καπιταλιστές και το κράτος τους;
Αν η τακτική σου συμπυκνώνεται στη δεύτερη εκδοχή, τότε πρέπει να έχεις συνείδηση ότι δεν θα την υλοποιήσεις με ήρεμους κοινοβουλευτικούς περιπάτους, με ειρηνικές διαδηλώσεις και σκόρπιες απεργίες, αλλά με σκληρή σύγκρουση με όλο το καθεστώς. Και βέβαια, σκληρή σύγκρουση δε σημαίνει χαρωπά χάπενινγκ και εκδηλώσεις εντυπωσιασμού, που κρατούν τα υποκείμενα της Ιστορίας σε ρόλο θεατή και χειροκροτητή, αλλά οργάνωση του αγώνα, συναπόφαση και συμμετοχή, σπάσιμο της αστικής νομιμότητας. Οταν δεν υπάρχει ούτε ζύμωση σ’ αυτή την κατεύθυνση, όταν κάθε μαχητική ενέργεια καταγγέλλεται ως προβοκάτσια, τότε δεν έχουμε βάθεμα, αλλά διαχείριση της πολιτικής κρίσης.
Πέτρος Γιώτης