Στο πρώτο άρθρο αυτής της σειράς είδαμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο (και στη χώρα μας, φυσικά) έχει διαμορφωθεί μια αγορά εργασίας με εξαιρετικά δυσμενείς όρους για την εργατική τάξη. Οι όροι αυτοί γίνονται δυσμενέστεροι μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που οδηγεί σε συρρίκνωση της παραγωγής και όλων γενικά των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η εργατική τάξη βρέθηκε εντελώς αφοπλισμένη ιδεολογικά και πολιτικά, σε μια περίοδο που οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούσαν το κεφάλαιο στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η επίθεση για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο να περάσει χωρίς καθόλου ή με ελάχιστες αντιστάσεις. Δεν δόθηκε, δηλαδή, ούτε μια στοιχειωδώς αποτελεσματική μάχη οπισθοφυλακών, που θα μπορούσε να καθυστερήσει την επέλαση του αντίπαλου. Οι ταξικές δυνάμεις παντού δεν κατάφεραν να παίξουν κανένα ρόλο, καθώς ήταν εξαιρετικά μειοψηφικές και έδρασαν σ’ ένα περιβάλλον εξαιρετικά εχθρικό απ’ όλες τις απόψεις.
Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, διαμορφωμένο στις συνθήκες της μεταπολίτευσης, ακολούθησε μια πορεία από τον ρεφορμιστικό διεκδικητισμό στην πλήρη αστικοποίηση. Ο ρεφορμιστικός διεκδικητισμός των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων αναπτυσσόταν παράλληλα με τη διαμόρφωση αυτού του συνδικαλιστικού κινήματος, που συνιστούσε ένα ακόμη «ελληνικό παράδοξο». Ο συνδικαλισμός, ακόμη και ο ρεφορμιστικός, ήταν απαγορευμένος ακόμα και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης (κυβερνήσεις Καραμανλή). Η ελληνική αστική τάξη, συνεχίζοντας την μακρά παράδοση που άρχισε στα χρόνια του μοναρχοφασισμού (μετά την απελευθέρωση από τη ναζιφασιστική κατοχή), έθεσε εκποδών κάθε συνδικαλιστική έκφραση, διορίζοντας τραμπούκους-εργατοπατέρες ως «εκπροσώπους» των εργατών. Αν αυτό είχε δικαιολογητική βάση την περίοδο του μοναρχοφασισμού, διότι τότε το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ήταν ταξικό και συνδεόταν στενά με το κομμουνιστικό κίνημα, μετά τη μεταπολίτευση αυτή η δικαιολογητική βάση εξέλιπε.
Ομως, η αστική τάξη εξακολουθούσε να κυβερνά με το βούρδουλα και όχι με τη συναίνεση-ενσωμάτωση που μπορούσε να της προσφέρει ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός. Το παλιό αντεργατικό-αντικομμουνιστικό σύνδρομο της ελληνικής Δεξιάς την εμπόδιζε να εκσυγχρονίσει αυτόν τον τομέα της πολιτικής-κοινωνικής ζωής, μολονότι οι ρεφορμιστές όλων των τάσεων (Πασόκοι, Κουκουέδες και Εσωτερικοί) έδιναν συνεχώς εχέγγυα σεβασμού του κοινοβουλευτικού συστήματος και της αστικής νομιμότητας, υπονομεύοντας μαχητικές εργατικές εκδηλώσεις (απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων, διαδηλώσεις) και καταδικάζοντας κάθε απόπειρα σύγκρουσης ή σύγκρουση με τις δυνάμεις του συστήματος.
Ετσι, ο ρεφορμιστικός συνδικαλισμός περιβλήθηκε με το φωτοστέφανο της αντικαπιταλιστικής δύναμης, που εκφράζει αυθεντικά τα εργατικά συμφέροντα. Την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα γενιά ρεφορμιστών συνδικαλιστών, οι οποίοι μετατοπίζουν συνεχώς το κέντρο βάρους προς τη μεριά της «ανάθεσης» και όχι των συλλογικών διαδικασιών. Μολονότι ο συνδικαλισμός γίνεται μαζικός, το κέντρο λήψης των αποφάσεων μετατοπίζεται συνεχώς από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες προς τα όργανα διοίκησης. Ετσι, όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές του 1981 και νομιμοποιεί –επιτέλους– τη συνδικαλιστική δράση, το έδαφος είναι στρωμένο για τη γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, που από τότε αρχίζει να μετατρέπεται σε σύστημα διαχείρισης του εργατικού κινήματος.
Πρέπει να υπομνησθεί σ’ αυτό το σημείο πως η εικόνα του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού τότε ήταν διαφορετική. Η ΔΑΚΕ ουσιαστικά δεν υπήρχε, ενώ η διοίκηση του συστήματος ασκούνταν από μια συμμαχία της ΠΑΣΚΕ με την ΕΣΑΚ του Περισσού, με «τσόντα» την ισχνή συνδικαλιστική παράταξη του τότε «εσωτερικού». Από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του ‘80 η γραφειοκρατικοποίηση είναι γεγονός και ξεκινά πλέον μια διαδικασία αστικοποίησης του ρεφορμιστικού συνδικαλιστικού συστήματος, η οποία στα τέλη αυτής της δεκαετίας ολοκληρώνεται. Ο ρεφορμιστικός-γραφειοκρατικός συνδικαλισμός είναι πλέον πυλώνας του συστήματος της αστικής εξουσίας. Οι διαδικασίες του είναι εντελώς άμαζες και οι ηγεσίες του αποφασίζουν και ενεργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αποφασίζει και ενεργεί η κεντρική εξουσία (κυβέρνηση-Βουλή).
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ο Περισσός περνάει μια σοβαρή κρίση, λόγω της παταγώδους κατάρρευσης των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού. Από τα μέσα της ίδιας δεκαετίας αρχίζει να ανασυγκροτείται και ένα από τα στοιχεία της ανασυγκρότησής του είναι και ένας οιονεί διαχωρισμός από το ενιαίο μπλοκ εξουσίας στο συνδικαλιστικό σύστημα. Η δημιουργία του ΠΑΜΕ είναι το πρακτικό αποτέλεσμα αυτού του διαχωρισμού. Παράλληλα, έχει σχηματίσει και η Δεξιά τη δική της εκπροσώπηση στο συνδικαλιστικό σύστημα, κατακτά και διατηρεί σταθερά τη δεύτερη θέση και γίνεται αυτή συμπληρωματική δύναμη συνδικαλιστικής εξουσίας, ενώ οι δυνάμεις του ΣΥΝ (που προέκυψε ως προϊόν συνένωσης του παλιού «εσωτερικού» με το στελεχικό δυναμικό που αποχώρησε από τον Περισσό) συμμετέχουν συμπληρωματικά στο μπλοκ συνδικαλιστικής εξουσίας.
Εχουμε, λοιπόν, ένα σύστημα με «κυβέρνηση» και «αντιπολίτευση». «Κυβέρνηση» είναι η σταθερή συμμαχία ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, συμπληρωματική δύναμη συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης η ΑΠ και «αντιπολίτευση» το ΠΑΜΕ, χωρίς οργανωτικό διαχωρισμό, αλλά με διαχωρισμό και χωριστή δράση στην πράξη.
Η «κυβέρνηση» έχει προ πολλού ξεχάσει ακόμη και το στοιχειωδέστερο ρεφορμιστικό διεκδικητισμό και λειτουργεί σαν ένας κοινός νταβατζής που «πουλάει» στην αστική τάξη τη «συναίνεση» των εργατών. Μια «συναίνεση» που δεν εξασφαλίζεται μέσα από μαζικές συνδικαλιστικές διαδικασίες, αλλά αποσπάται εκβιαστικά. Οπως ακριβώς αποσπάται η κοινωνική «συναίνεση» στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Η «αντιπολίτευση» προωθεί κάποια ρεφορμιστικά αιτήματα, όμως φροντίζει να θέτει όρια, σεβόμενη απόλυτα την αστική νομιμότητα και φροντίζοντας να μην παρεισφρύσει ο ταξικός-επαναστατικός ιός στον κόσμο που κινεί. Στην πραγματικότητα, λειτουργεί το δικό της μικροσύστημα ως μηχανισμό εκλογικής-κοινοβουλευτικής ενίσχυσης του κόμματος του Περισσού, έχοντας διαμορφώσει και την ανάλογη ιδεολογική πλατφόρμα: «Οι επιμέρους αγώνες δεν μπορούν να νικήσουν– χρειάζεται αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών».
Η εργατική τάξη, λοιπόν, βρίσκεται μπροστά στην εξής πραγματικότητα: οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι αρνητικές για το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», ενώ εκείνοι στους οποίους έχει «αναθέσει» να διαχειρίζονται τη διαπραγμάτευση των όρων πώλησης αυτού του εμπορεύματος στην κεφαλαιοκρατία λειτουργούν είτε με τη λογική της μη διαπραγμάτευσης («κυβέρνηση» του συνδικαλιστικού συστήματος) είτε με τη λογική της διαπραγμάτευσης-σόου («αντιπολίτευση» του συνδικαλιστικού συστήματος). Αυτή η πραγματικότητα, που τη βιώνουν οι πλατιές εργαζόμενες μάζες, ανεξάρτητα από το βαθμό συνειδητοποίησής της, δημιουργεί ένα καταθλιπτικό περιβάλλον. Ενα καταθλιπτικό περιβάλλον που έχει και αντικειμενικά αίτια (η ευνοϊκή για το κεφάλαιο οικονομική πραγματικότητα) και ιστορικά αίτια που έχουν να κάνουν με την αστικοποίηση του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού.
Τι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αλλαγή της εργατικής συμπεριφοράς, στην αναζήτηση μιας νέας συλλογικότητας; Η προσδοκία –μικρών έστω– νικών στο μέτωπο κεφάλαιου εργασίας. Είναι αυτή η προσδοκία τόσο ισχυρή, ώστε να θεωρηθεί κλειδί για τον ταξικό συνδικαλισμό;
Πέτρος Γιώτης