Στη σειρά άρθρων που ξεκινάμε απ’ αυτό το φύλλο, θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε μια σειρά σκέψεις και απόψεις για μια ταξική-επαναστατική τακτική στο εργατικό κίνημα, που απετέλεσαν αντικείμενο προβληματισμού και συζήτησης στους κόλπους της «Κ» το τελευταίο χρονικό διάστημα. Οι πρώτες δικές μας αποκρυσταλλώσεις έχουν ήδη γίνει, γι’ αυτό και θέλουμε να τις βάλουμε σε συζήτηση στο κίνημα. Νομίζουμε πως περνάμε μια μεταβατική περίοδο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά –τόσο ως προς τις αντικειμενικές συνθήκες όσο και ως προς την κατάσταση του κινήματος– που απαιτούν τη διαμόρφωση μιας νέας τακτικής. Αντίθετα, οι μειοψηφικές δυνάμεις με ταξική αναφορά στο εργατικό κίνημα εξακολουθούν να κινούνται στην πεπατημένη, προσπαθώντας να χωρέσουν ένα καινούργιο σώμα σ’ ένα παλιό κοστούμι. Το κομβικό ερώτημα στο οποίο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι το εξής: Μπορεί να οικοδομηθεί σήμερα ταξικός συνδικαλισμός στηριγμένος στον αγώνα για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης;
Ας ξεκινήσουμε με μερικά δεδομένα.
1 Η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, το οποίο πουλιέται και αγοράζεται όπως κάθε εμπόρευμα στην αγορά. Η τιμή του κινείται πάνω ή κάτω από την αξία του, ανάλογα με τη σχέση προσφοράς-ζήτησης που υπάρχει στην αγορά. Αυτό αποτελεί οικονομικό νόμο του καπιταλισμού και κανένα κίνημα δε μπορεί να «πηδήσει» πάνω απ’ αυτόν. Εδώ και αρκετά χρόνια η τιμή της εργατικής δύναμης (μισθός) κινείται σταθερά κάτω από την αξία της και με καθοδική τροχιά. Το αποτέλεσμα της πραγματικής μείωσης του μισθού εργασίας το βλέπουμε αδρά μπροστά μας. Αρκεί μόνο η εν τοις πράγμασι κατάργηση του οκτάωρου και του πενθήμερου. Για να τα βγάλουν πέρα τα εργατικά νοικοκυριά απαιτείται δεύτερη δουλειά, υπερωρίες, δουλειά κατά τις μέρες της εβδομαδιαίας ανάπαυσης.
Τις περισσότερες φορές αυτό προσλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της υποχώρησης του εργατικού κινήματος, λόγω της προδοσίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Πρωτίστως, όμως, είναι αποτέλεσμα της χειροτέρευσης της θέσης της εργατικής τάξης στην αγορά εργασίας. Είναι δηλαδή πρωτίστως αποτέλεσμα της λειτουργίας του οικονομικού νόμου που αναφέραμε παραπάνω. Πάνω στο έδαφος της αντικειμενικής αδυναμίας της εργατικής τάξης αναπτύχθηκε η προδοσία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, με την μετατροπή της σε θεσμό του συστήματος εξουσίας. Αν υποθέσουμε ότι ένα ταξικό κίνημα βρισκόταν στη θέση της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, θα μπορούσε να καθυστερήσει την πορεία συνεχούς διολίσθησης της τιμής της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της, όχι όμως και να την καταργήσει. Αναφερόμαστε στο πεδίο των άμεσων διεκδικήσεων, αυτών που αφορούν τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης στην καπιταλιστική αγορά εργασίας και όχι στους γενικότερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς που θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα ταξικό κίνημα. Αυτό θα το διαπραγματευθούμε αναλυτικά σε άλλο σημείο αυτής της ανάλυσης.
2 Τι είναι εκείνο που έχει οδηγήσει σ’ αυτή τη δυσμενή για την εργατική τάξη κατάσταση στην αγορά εργασίας; Οι βασικότεροι παράγοντες είναι δύο: πρώτο, η εκρηκτική άνοδος της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, με την ενσωμάτωση σε όλες τις εργασίες της παραγωγής και της κατανομής, των επιτευγμάτων της πληροφορικής (αυτοματισμοί, ρομποτική κ.λπ.), και δεύτερο η έκρηξη της διεθνοποίησης του κεφάλαιου, αυτό που οι αστοί οικονομολόγοι ονόμασαν «παγκοσμιοποίηση» (globalisation).
Η άνοδος της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας οδηγεί σε εκτόπισμα εργατικών χεριών και παράλληλα σε άνοδο της εντατικότητας της εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο πληθυσμός των ανέργων και στην αγορά εργασίας η προσφορά να είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Ο συσχετισμός αυτός θα μπορούσε να αλλάξει μόνο με μια γενική μείωση του χρόνου εργασίας. Αυτό δεν έγινε και σ’ αυτό η προδοσία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έπαιξε το ρόλο της. Οχι μόνο δεν υπήρξε μείωση του χρόνου εργασίας, αλλά αντίθετα γενικεύτηκαν οι λεγόμενες «ευέλικτες» μορφές εργασίας, με τις οποίες το κεφάλαιο αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης και «φτηναίνοντας» ακόμη περισσότερο την εργατική δύναμη.
Η έκρηξη της διεθνοποίησης του κεφάλαιου έδωσε τη δυνατότητα στους καπιταλιστές να μεταφέρουν κεφάλαια σε νέες αγορές, όπου ανέβασαν το βαθμό εκμετάλλευσης σε δυσθεώρητα ύψη. Μετά τις περιβόητες «τίγρεις της Ασίας», άνοιξαν οι αγορές εργασίας της Κίνας, της Βραζιλίας και της Ινδίας, χωρών με τεράστιους πληθυσμούς (πέραν των φυσικών πόρων), όπως και των χωρών του πρώην «ανατολικού μπλοκ» (πλην Ρωσίας). Η αυτοματοποίηση της παραγωγής, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, έδωσε στο κεφάλαιο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί υψηλό ποσοστό ανειδίκευτης ή μερικά ειδικευμένης εργασίας, την οποία βρήκε άφθονη στις νέες αγορές. Η μεταφορά και εγκατάσταση μιας βιομηχανικής μονάδας έγινε μια πολύ εύκολη υπόθεση. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ως μοχλός ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και στις παραδοσιακές μητροπόλεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού και στις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα.
Ετσι, η εργατική τάξη στον «παραδοσιακό» καπιταλιστικό κόσμο βρέθηκε κάτω από διπλή πίεση. Από τη μια η άνοδος της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας οδήγησε σε χαμηλότερη ζήτηση εργατικών χεριών και από την άλλη οι επενδύσεις μόνο στις χώρες της απόλυτης εργατικής εξαθλίωσης και η δυνατότητα μεταφοράς των επιχειρήσεων (ιδίως των βιομηχανικών) σ’ αυτές έδωσε στους καπιταλιστές τη δυνατότητα να ασκούν συνεχείς εκβιασμούς και να ρίχνουν συνεχώς την τιμή της εργατικής δύναμης.
3 Αυτές οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, που ήρθαν σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού, συνέβησαν σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών στην παγκόσμια σκηνή, που επέδρασαν καθοριστικά στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Η παταγώδης κατάρρευση των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού εμφανίστηκε ως κατάρρευση και αποτυχία του κομμουνισμού και έτσι αφομοιώθηκε, ιδιαίτερα από τις νέες γενιές των εργατών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αστική τάξη κυριάρχησε ιδεολογικά και πολιτικά, γεγονός που επέτρεψε στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να επιταχύνει τη μετατροπή της σε μια καθαρά αστική-διαχειριστική δύναμη.
Ετσι, η εργατική τάξη βρέθηκε εντελώς αφοπλισμένη ιδεολογικά και πολιτικά, σε μια περίοδο που οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούσαν το κεφάλαιο στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η επίθεση για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο να περάσει χωρίς καθόλου ή με ελάχιστες αντιστάσεις. Δεν δόθηκε, δηλαδή, ούτε μια στοιχειωδώς αποτελεσματική μάχη οπισθοφυλακών, που θα μπορούσε να καθυστερήσει την επέλαση του αντίπαλου. Οι ταξικές δυνάμεις παντού δεν κατάφεραν να παίξουν κανένα ρόλο, καθώς ήταν εξαιρετικά μειοψηφικές και έδρασαν σ’ ένα περιβάλλον εξαιρετικά εχθρικό απ’ όλες τις απόψεις.
Κλείνοντας, λοιπόν, αυτό το πρώτο μέρος, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι σε παγκόσμιο επίπεδο (και στη χώρα μας, φυσικά) έχει διαμορφωθεί μια αγορά εργασίας με εξαιρετικά δυσμενείς όρους για την εργατική τάξη. Οι όροι αυτοί γίνονται δυσμενέστεροι μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που οδηγεί σε συρρίκνωση της παραγωγής και όλων γενικά των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Πέτρος Γιώτης