«Εμείς επιχειρούμε να συνδυάσουμε την τομή με τον ρεαλισμό. Δέστε τις 10 εναλλακτικές προγραμματικές προτάσεις που κάναμε στο φορολογικό νομοσχέδιο. Μόνο να αναστρέψουμε την ποσοστιαία σχέση φορολογίας κεφαλαίου και εργασίας, άμεσων και έμμεσων φόρων, να θέσουμε πράσινους φόρους στις ρυπαίνουσες επιχειρήσεις, να καταργήσουμε τους νόμους ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για φορολογικές απαλλαγές Εκκλησίας και εφοπλιστών, να έχουμε υψηλότατο συντελεστή για είδη πολυτελείας και μηδενικό για είδη πρώτης ανάγκης, να μειώσουμε τις στρατιωτικές δαπάνες στο μισό, να αξιοποιήσουμε κερδοφόρες επιχειρήσεις αντί να τις ξεπουλάμε όπως ΟΤΕ, Εθνική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, θα είχαμε, ταχύτατα, σημαντικά και απτά αποτελέσματα». Μ’ αυτό τον τρόπο περιέγραψε ο Α. Αλαβάνος (συνέντευξη στα «Νέα», 29.9.08) το προγραμματικό πλαίσιο στο οποίο κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κάποιοι ψηφοφόροι ασφαλώς θα το εκτιμήσουν και θα δώσουν την ψήφο τους στο κόμμα του κ. Αλαβάνου. Κάποιοι άλλοι θα σκεφτούν περισσότερο… ρεαλιστικά και θα ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ, εκτιμώντας ότι ρεαλιστικό είναι μόνο το άμεσα πραγματοποιήσιμο και άμεσα πραγματοποιήσιμο είναι αυτό που στηρίζεται σε μια προοπτική εξουσίας, σε μια προοπτική κυβερνητικής εναλλαγής. Αλλωστε, ο κ. Αλαβάνος, ο κ. Τσίπρας και οι λοιποί δημοσιολόγοι του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτοί που διακηρύσσουν σε κάθε ευκαιρία, ότι πρωταρχικός στόχος είναι να φύγει η κυβέρνηση της ΝΔ. Εμείς θα θέσουμε διαφορετικά το ζήτημα: πόσο ρεαλιστικό είναι, αλήθεια, το ρεφορμιστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που θυμίζει έντονα τις σοσιαλδημοκρατικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ κατά την πριν το 1981 περίοδο;
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται μεταρρυθμίσεις προς όφελος των εργαζόμενων και των νέων, που θα προκύψουν μέσα από έναν κοινοβουλευτικό περίπατο. Μέσα από την κορυφαία θεσμική διαδικασία της αστικής δημοκρατίας, τις κοινοβουλευτικές εκλογές. Φυσικά, δεν είναι καθόλου απίθανο, υπό ορισμένες συνθήκες, να υπάρξει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ και κάποιων σύμμαχων δυνάμεων. Τι θα κληθεί να διαχειριστεί αυτή η εξουσία; Τον ελληνικό καπιταλισμό και μάλιστα έτσι όπως θα τον παραλάβει από τους προκατόχους της. Εντός του πλαισίου της ΕΕ, φυσικά, την ένταξη στην οποία δεν αμφισβητεί ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (αμφισβητεί –φραστικά τουλάχιστον– το κυρίαρχο μοντέλο διαχείρισης που έχει διαμορφωθεί).
Χωράει ένα πρόγραμμα εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων φιλεργατικού και φιλολαϊκού περιεχόμενου στον ελληνικό καπιταλισμό και στους διαμορφωμένους θεσμούς της ευρωζώνης; Η απάντηση είναι όχι. Ενα τέτοιο πρόγραμμα θα προσκρούσει, καταρχάς, στο πλαίσιο της ελευθερίας των αγορών και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα προσκρούσει στην πολιτική με την οποία χειρίζεται το ευρώ η πανίσχυρη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Θα προσκρούσει στον ίδιο τον ελληνικό καπιταλισμό πλήττοντας θανάσιμα αυτό που ονομάζεται ανταγωνιστικότητα, η οποία δεν είναι παρά η σχετική κερδοφορία του.
Τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση; Μια οικονομία είναι σαν το ποδήλατο: ή κινείται ή πέφτει. Μέσα από τη σύγκρουση θα διαφανούν δυο δρόμοι: ή προχώρημα προς το σοσιαλισμό, δηλαδή την απαλλοτρίωση του κεφάλαιου και την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ή πισωγύρισμα προς μοντέλα διαχείρισης συμβατά με τις ανάγκες του κεφάλαιου και τη διατήρηση (τουλάχιστον) της ανταγωνιστικότητάς του.
Και βέβαια, το βάθεμα των μεταρρυθμίσεων ώστε να φτάσουν στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής δε μπορεί να είναι μια αναίμακτη υπόθεση. Προϋποθέτει μια αλλαγή επαναστατικού και όχι κοινοβουλευτικού τύπου. Το σύνταγμα της ελληνικής αστικής δημοκρατίας απαγορεύει την απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει το σύνταγμα να καταργηθεί επαναστατικώ δικαίω, γιατί κοινοβουλευτικά αυτό δε μπορεί να γίνει. Αν ρωτήσεις την ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα σε διαβεβαιώσει ότι δεν έχει στο νου κάτι τέτοιο. Επομένως, εκείνο που θα πρέπει να διαχειριστεί είναι το υπάρχον σύστημα, χωρίς να θίξει ούτε τον πυρήνα του ούτε το περίβλημά του. Ας δεχτούμε, όμως, ότι θα επιχειρήσει μεταρρυθμίσεις ριζοσπαστικού τύπου (σε αστικό πλαίσιο), όπως αυτές που περιγράφει ο κ. Αλαβάνος. Μπορεί;
Εμείς δε θα παραπέμψουμε στην περιβόητη οικουμενική κυβέρνηση του 1989, με τη συμμετοχή του ενιαίου τότε Συνασπισμού, η οποία διαχειρίστηκε το σύστημα με χαρακτηριστικά αντεργατικό τρόπο. Θα σταθούμε στις δυνατότητες που έχει ένα τέτοιο μοντέλο. Αν για παράδειγμα κρατικοποιήσεις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας και τις στηρίξεις οικονομικά, θα βρεθείς αμέσως κατηγορούμενος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Αν ασκήσεις «πλούσια» κοινωνική πολιτική, θα διογκώσεις το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (τουλάχιστον για μια περίοδο) και θα βρεθείς αμέσως στη διαδικασία επιτήρησης από την Κομισιόν. Νομισματική πολιτική δεν έχεις στα χέρια σου (τα του ευρώ ρυθμίζονται αποκλειστικά από την ΕΚΤ), πλέον δεν έχεις και δημοσιονομική πολιτική. Αν δεν υπακούσεις, η Κομισιόν θα κλείσει τη στρόφιγγα των κονδυλίων, τα οποία αποτελούν ένα από τα καύσιμα του ελληνικού καπιταλισμού. Από πού θα αντλήσεις έσοδα, με δεδομένα ότι δεν αμφισβητείς τον καπιταλισμό; Αν αυξήσεις τη φορολογία κερδών των επιχειρήσεων, αυτές θα βάλουν λουκέτο και θα κάνουν τα πάντα (χρησιμοποιώντας και τα ΜΜΕ που ελέγχουν) για να σε ρίξουν. Αν δεν πιάσουν τα κοινοβουλευτικά μέσα, θα χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς καταστολής με πραξικοπηματικό τρόπο. Ποια είναι τα δικά σου μέσα αντίδρασης; Διαδηλωτές με γυμνά χέρια;
Αυτό που φαντάζει ως ρεαλιστικός δρόμος με άμεσα κέρδη δεν είναι παρά μια μεγάλη παγίδα. ‘Η έχουμε να κάνουμε με δημαγωγική απάτη ή με έναν επικίνδυνο πολιτικό τυχοδιωκτισμό (επειδή η ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρωτάρα στην πολιτική, ισχύει το πρώτο). Σε κάθε περίπτωση, ζωντανές ταξικές και νεολαιίστικες δυνάμεις εγκλωβίζονται σε μια λογική κοινοβουλευτικού περίπατου, σε μια λογική ανάθεσης και προσμονής για «θετικές λύσεις».
Αντίθετα, ο επαναστατικός δρόμος είναι ο μόνος ρεαλιστικός, γιατί πρώτο δεν ωραιοποιεί το σύστημα αλλά παίρνει υπόψη τις πραγματικές οικονομικές του δυνατότητες και αντοχές και δεύτερο δεν αποκοιμίζει με το κοινοβουλευτικό αφιόνι αλλά προετοιμάζει για σκληρή σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας με βίαιο τρόπο.
Ο αντίλογος που εκφέρεται σ’ αυτή την περίπτωση είναι γνωστός: βρισκόμαστε ακόμα μακριά, σημασία έχει να στηρίξουμε κοινοβουλευτικά τους διεκδικητικούς μας αγώνες κ.λπ. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, πρέπει να παρατηρήσουμε πως αν το επιχείρημα είναι χρονικού τύπου (είμαστε μακριά ακόμα), τότε το «κοντά» δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, αφού δε θα υπάρχει ζύμωση και προετοιμασία γι’ αυτό. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, εκείνοι που το αρθρώνουν ως επιχείρημα είναι οι ίδιοι που έχουν κάνει τα πάντα για να ευνουχίσουν ακόμα και το ρεφορμιστικό διεκδικητικό κίνημα, πνίγοντάς το στα βαλτόνερα του «κοινωνικού εταιρισμού» και μετατρέποντάς το σε εξάρτημα της αστικής πολιτικής.
Πέτρος Γιώτης