Δεν αξίζει καν να συζητήσουμε επί των λεονταρισμών του νεόκοπου υπουργού Ανάπτυξης Χρ. Φώλια, που ανακάλυψε την «αθέμιτη κερδοσκοπία» (κατ’ αντιδιαστολή, προφανώς, προς τη… θεμιτή) και απειλεί με την εφαρμογή μιας δυτικοευρωπαϊκής… σαρία («αν υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι μπορούν να κερδοσκοπούν», οφείλουν «να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, διότι είμαστε αποφασισμένοι να κόψουμε τα χέρια αυτών που θεωρούν ότι έχουν μακριά χέρια»!). Ο ίδιος δεν είναι που το Νοέμβρη ανακοίνωνε τη σύναψη «συμφωνίας κυρίων» για να μη γίνει καμιά ανατίμηση μέχρι τα τέλη του χρόνου; Ανακάλυψε ξαφνικά κερδοσκοπία την πρώτη βδομάδα του νέου χρόνου, όταν οι κατάλογοι με τις νέες τιμές είχαν σταλεί ένα μήνα πριν; Αυτός δεν ήταν που στις αρχές Δεκέμβρη στεκόταν σούζα μπροστά στο Γενικό Συμβούλιο του ΣΕΒ που του έκανε το τραπέζι στην έδρα του συνδικάτου των καπιταλιστών; Αυτός δεν είναι που μια μέρα πριν τους λεονταρισμούς ενώπιον των τηλεοπτικών καμερών δήλωνε σε συζήτηση με δημοσιογράφους, ότι το βασικό μέτρο που επεξεργάζεται το υπουργείο του για την καταπολέμηση της… «αθέμιτης κερδοσκοπίας» είναι η δημόσια ονομαστική καταγγελία επιχειρήσεων που προχωρούν σε αδικαιολόγητες ανατιμήσεις;
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Φώλια να λεονταρίζει με επιδείξεις φτηνής λαϊκίστικης προπαγάνδας και ας πάμε στην ουσία. Στο επίπεδο της διαμόρφωσης των τιμών η κυβέρνηση δε μπορεί να πάρει κανένα μέτρο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που καταργήθηκε κάθε μορφή αγορανομικού ελέγχου, διότι –όπως έλεγαν– ο ελεύθερος ανταγωνισμός, χωρίς καμιά κρατική παρέμβαση στη διαμόρφωση των τιμών, θα οδηγήσει στη μείωσή τους. Το τι έγινε στην πράξη το γνωρίζει… το καλάθι της νοικοκυράς.
Δεδομένο πρώτο: ο παγκόσμιος καπιταλισμός, μετά από μια σύντομη περίοδο σχετικής αναζωογόνησης (ούτε δυο χρόνια δεν κράτησε στην Ευρώπη) ξαναμπαίνει σε κρίση. Είναι τέτοια η ανησυχία των πολιτικών ηγεσιών για τις επιπτώσεις αυτού του νέου καταστροφικού κύκλου, που οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρωένωσης παρακάμπτουν την Ενωση και τους μηχανισμούς της και διερευνούν το πρόβλημα σε συνάντηση στο ανώτατο ηγετικό επίπεδο. Μέρκελ, Σαρκοζί και Μπράουν ετοιμάζονται για συνάντηση κορυφής, στην οποία, όπως ανακοίνωσε στα μέσα της βδομάδας ο Μπράουν, θα συμμετάσχει και ο Πρόντι.
Δεδομένο δεύτερο: Μπορεί ο Αλογοσκούφης να προχωρά σε καθησυχαστικές δηλώσεις («η ελληνική οικονομία έχει μεγάλα αναπτυξιακά αποθέματα», «οι επιπτώσεις μέχρι στιγμής από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις – είναι ελεγχόμενες»), όμως ο ελληνικός καπιταλισμός εξεμέτρησε ήδη την περίοδο των «παχέων αγελάδων» και μπήκε σ’ αυτή των «ισχνών». Το «δυσμενές σενάριο» έχει βγει ήδη από το συρτάρι και το οικονομικό επιτελείο εργάζεται επί της τακτικής: πώς θα κλιμακωθούν τα αντιλαϊκά μέτρα και σε ποια χρονική στιγμή το καθένα. Εκτός αν αμφιβάλλει κανείς πως τα μέτρα διαχείρισης της κρίσης θα είναι αντιλαϊκά.
Για την έλευση της κρίσης επικαλούμαστε τον… υπεράνω υποψίας ΣΕΒ, που κάλεσε τους διαπιστευμένους συντάκτες σε συνέντευξη Τύπου στις 18 Δεκέμβρη. «Το 2008 θα είναι έτος υψηλότερου πληθωρισμού και χαμηλότερης ανάπτυξης», ήταν οι πρώτες λέξεις που ξεστόμισε ο πρόεδρος του συνδικάτου των καπιταλιστών, σε δηλώσεις του πριν την έναρξη της συνέντευξης. «Εχουμε δύσκολες μέρες μπροστά μας, αλλά στις δύσκολες μέρες οι επαρκείς κοινωνίες διαλέγουν τη φυγή προς τα εμπρός. Κάθε άλλη επιλογή είναι αδιέξοδη», συνέχισε και όλοι γνωρίζουμε τι εννοούν οι καπιταλιστές όταν μιλούν για «φυγή προς τα εμπρός». Με το ίδιο περιεχόμενο ξεκίνησε και η συνέντευξη: «Ηθελα να συναντηθούμε κυρίως για να έχω την ευκαιρία να σας ευχηθώ ενόψει των εορτών, είναι κρίμα βέβαια που οι ευχές δεν μπορούν να συνοδευτούν από αισιόδοξες προβλέψεις για τη χρονιά που έρχεται. Εχουμε τις εκτιμήσεις όλων των διεθνών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζών που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας. Το 2008 θα είναι χρονιά υψηλότερου πληθωρισμού, χαμηλότερης ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε από τα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης έχει χρόνο ακόμα να διανύσει. Φοβούμαι πράγματι πως έχουν δίκιο εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μπορεί να δούμε ακόμα και χειρότερα. Τα άσχημα νέα σε όλο τον κόσμο γίνονται ολοένα και πιο ζοφερά και πιο συχνά και θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι αυτή η κρίση δε μας αφορά. Στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα οι εθνικές οικονομίες έχουν στενή αλληλεξάρτηση, οι επιπτώσεις της κρίσης δε σέβονται σύνορα δε γνωρίζουν γεωγραφικά αναχώματα… Ο πληθωρισμός έχει ήδη αρχίσει να δαγκώνει. Τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρούν πως ο ρυθμός ανάπτυξής μας αναπόφευκτα θα επιβραδυνθεί την επόμενη χρονιά. Φτάσαμε μετά από μια τετραετία επιτυχούς δημοσιονομικής προσαρμογής στο όριο εκείνο, που για τη συνέχισή της απαιτούνται ριζοσπαστικά μέτρα. Το χρήμα θα γίνει πιο ακριβό με αποτέλεσμα την επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης. Τα νοικοκυριά δε θα αντέχουν πια να στηρίξουν μια ανάπτυξη βασισμένη στην άνοδο της κατανάλωσης και τη στεγαστική έξαρση και αυτή η ανάσχεση της ζήτησης θα επιφέρει και ανάσχεση των επενδύσεων… Οι αναγκαίες αλλαγές πρέπει να προχωρήσουν με ρυθμούς ευθέως ανάλογους με την ένταση και την έκταση της κρίσης. Αν δεν προχωρήσουμε γρήγορα θα βουλιάξουμε».
Αν και πιέστηκε με ερωτήσεις, ο Δασκαλόπουλος αρνήθηκε να πει οτιδήποτε συγκεκριμένο. Να προτείνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις. Μόνο στο ζήτημα των τιμών και της απόκρουσης κάθε ιδέας κρατικού ελέγχου υπήρξε ευθύς: «Εχει αποδειχθεί και έχουμε και παραδείγματα και στη δικιά μας χώρα και σε όλο τον κόσμο, ότι τελικά ο ανταγωνισμός είναι εκείνος που φέρνει τα πολλά προϊόντα, τις πολλές επιλογές για τον καταναλωτή, τις καλύτερες τιμές. Αυτό θα επικρατήσει νομίζω οπωσδήποτε». Και στο ζήτημα των καπιταλιστικών κερδών: «Η κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι αποτέλεσμα των συνθηκών της αγοράς και της δράσης που έχουν οι ίδιες επιχειρήσεις που βασίζονται στην ποιότητα του προϊόντός τους, στη δύναμη των ανθρώπων τους και του μυαλού τους για να δημιουργούν κέρδος, το οποίο είπαμε ότι δεχόμαστε ότι δεν είναι μόνο κέρδος για τις επιχειρήσεις, είναι κέρδος και για την κοινωνία».
Σε τι να ελπίζει, λοιπόν, ο εργαζόμενος, όταν οι τιμές καλπάζουν και άπαντες προεξοφλούν ότι ο ρυθμός αύξησής τους θα είναι μεγαλύτερος στο άμεσο μέλλον; Πώς να αντισταθμίσει τη συνεχή μείωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματός του; Η μόνη άμυνα που διαθέτει είναι η αύξηση του μισθού του. Ας σημειωθεί δε ότι, πέρα από την ακρίβεια στα μέσα συντήρησης, το πραγματικό εργατικό εισόδημα πλήττεται και από άλλες πλευρές, όπως η αύξηση της ανεργίας (οι οικογένειες συντηρούν τα άνεργα μέλη τους) και η μείωση των κοινωνικών δαπανών, που αναγκάζει τα νοικοκυριά να πληρώνουν μόνα τους μια σειρά δαπάνες που δεν πλήρωναν στο παρελθόν.
Μόλις, όμως, γίνεται λόγος για αυξήσεις στους μισθούς, έρχεται η κυβέρνηση και σηκώνει ένα μεγαλοπρεπές STOP. Στον Θ. Ρουσόπουλο ανατέθηκε να «φρεσκάρει» τη γελοία θεωρία της αύξησης του πληθωρισμού λόγω αύξησης των μισθών. Θεωρία που οι έξυπνοι καπιταλιστές δεν την επικαλούνται, αλλά επιστρατεύουν άλλα ιδεολογήματα, όπως το «κόστος εργασίας» και η «ανταγωνιστικότητα». Την περασμένη Τρίτη, λοιπόν, μετά τη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής, στην οποία Αλογοσκούφης και Φώλιας χτύπησαν το καμπανάκι για την επερχόμενη κρίση και προφανώς συζήτησαν το κυβερνητικό οικονομικό σχέδιο, ο Ρουσόπουλος το μόνο που βρήκε να πει πως οι αυξήσεις στους μισθούς θα τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, γι’ αυτό πρέπει να είναι… λογικές. «Αναφέρθηκα στον κίνδυνο -ιδίως σε μια περίοδο, ελπίζουμε, προσωρινής έξαρσης διεθνώς του πληθωρισμού- να δημιουργηθεί αυτός ο φαύλος κύκλος, ο οποίος θα οδηγήσει σε ανατροφοδότηση του πληθωρισμού. Και είπα στο τέλος ότι δεν μιλά κάποιος για το ότι δεν θα γίνουν αυξήσεις. Προς Θεού! Είπα ότι θα γίνουν οι αυξήσεις κατόπιν των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά θα πρέπει κάποιος σε αυτή τη συγκυρία -όταν διεθνώς ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός και όταν όλα τα υπόλοιπα που περιέγραψα έχουν οδηγήσει σε κρίσιμες καταστάσεις πολλές οικονομίες του κόσμου- να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην φτάσουμε στην ανατροφοδότηση του πληθωρισμού. Δηλαδή, να μην φτάσουμε σε ένα σημείο όπου το τελικό προϊόν θα ακριβύνει μόνο και μόνο εξαιτίας -ή εν πολλοίς εξαιτίας- αυτών των αυξήσεων. Οι αυξήσεις θα γίνουν, αλλά θα είναι σε λογικά πλαίσια».
Πριν σχολιάσουμε αυτή την επιστημονικά γελοία τοποθέτηση, ας παραθέσουμε μερικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας:
– Τα κέρδη 203 εισηγμένων στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεων κατέγραψαν αύξηση 27,3% το 2006 και 31% το 2007.
– Ο κατώτερος μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι 657,89 ευρώ και το κατώτερο μεροκάματο 29,39 ευρώ (ως γνωστόν, η τελευταία διετής ΕΓΣΣΕ έδωσε «αυξήσεις» 0,77 ευρώ στο μεροκάματο).
– Οι μερικά απασχολούμενοι ξεπερνούν το 11%, χώρια αυτοί που απασχολούνται με τα δουλοκτητικά προγράμματα stage.
– Ο μισθός ενός εργαζόμενου ΥΕ στο δημόσιο είναι 997 ευρώ μικτά. Οι φετινές πραγματικές αυξήσεις (σύμφωνα με την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης) μόλις που ξεπερνούν το 2,5%.
– Περισσότερο από το 70% των συνταξιούχων όλων των Ταμείων παίρνει συντάξεις μικρότερες από τα 600 ευρώ.
Μετά απ’ αυτά, είναι πραγματικά πρόκληση ν’ ακούς να προειδοποιούνται οι εργαζόμενοι να μη ζητούν αυξήσεις, γιατί έτσι θα τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό.
Με το ζήτημα αυτό έχουμε ασχοληθεί και άλλοτε. Ο μηχανισμός διαμόρφωσης των τιμών των προϊόντων είναι διαφορετικός από τον μηχανισμό διανομής του κέρδους και του μισθού. Επειδή ο χώρος δεν επιτρέπει μια εκτενή ανάλυση (συστήνουμε σε όσους θέλουν να μελετήσουν τους μηχανισμούς αυτούς την περίφημη διάλεξη του Μαρξ, που έχει κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Μισθός, τιμή και κέρδος»), περιοριζόμαστε σε ένα παράδειγμα. Αν οι εργάτες σε ένα εργοστάσιο πετύχουν μια σημαντική αύξηση των μισθών τους, ο καπιταλιστής δε μπορεί να αυξήσει τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων, διότι θα χάσει αγορές από τους ανταγωνιστές του. Ετσι, θα αναγκαστεί να ρίξει το δικό του ποσοστό κέρδους. Αν οι εργάτες ενός ολόκληρου κλάδου πετύχουν αυξήσεις στους μισθούς τους, οι καπιταλιστές δε μπορούν ν’ αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων, γιατί θα χάσουν αγορές από τους ανταγωνιστές τους άλλων χωρών. Ετσι, θα αναγκαστούν να ρίξουν το δικό τους ποσοστό κέρδους.
Καπιταλιστικά κέρδη και εργατικοί μισθοί είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Οι αυξήσεις στους μισθούς των εργαζόμενων δεν αυξάνουν τις τιμές, αλλά μειώνουν τα καπιταλιστικά κέρδη. Μειώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Σε συνθήκες κρίσης, οι καπιταλιστές πιέζονται από πολλές πλευρές. Ο πιο σίγουρος τρόπος για να διατηρήσουν την κερδοφορία στα προηγούμενα επίπεδα είναι να αυξήσουν την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Η καθήλωση των εργατικών μισθών με αυξήσεις κάτω του πληθωρισμού είναι η πιο ασφαλής μέθοδος και η κρατική πολιτική το καλύτερο μέσο επιβολής τους. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις επιστρατεύουν καταρχάς ιδεολογήματα σαν κι αυτά που «παπαγάλισε» ο Ρουσόπουλος και στη συνέχεια όλους τους μηχανισμούς επιβολής που διαθέτουν (στους οποίους συγκαταλέγεται η εξωνημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Πέτρος Γιώτης