Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τσίπρας κλείνει το μάτι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Δεν ξεχνάμε τους πανηγυρισμούς που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία («νέος άνεμος» κτλ.), για να καταλήξει αργότερα στο «Ολαντρέου», το οποίο στη συνέχεια έκανε γαργάρα, μέχρι να το ξαναθυμηθεί πρόσφατα. Ούτε τις πολύ πιο πρόσφατες αναφορές στις πολιτικές Ρέντσι και Ολάντ, οι οποίες υποτίθεται ότι έρχονται σε σύγκρουση με το «μερκελισμό» και ανοίγουν ένα δρόμο τον οποίο θα βαδίσει και ο ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο ενός φαντασιακού «μετώπου του Νότου» (στο οποίο μάλιστα συμπεριελήφθη και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ντράγκι). Οι παλινωδίες και οι συνεχείς κωλοτούμπες, ο χυδαίος πραγματισμός και η «προπαγάνδα της στιγμής» αποτελούν εγγενή στοιχεία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, που τον προσδιορίζουν ως αστικό κόμμα του πολιτικού σαλταδορισμού. Αν ασχολούμαστε με την πρόσφατη αναφορά του Τσίπρα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, είναι γιατί αυτή έγινε σε ένα συνέδριο στην Ιταλία που είχε ως θέμα «Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία». Ηταν, δηλαδή, μια ομιλία που είχε κατά κάποιο τρόπο προγραμματικό χαρακτήρα.
Η πρώτη θέση που παρουσίασε ο Τσίπρας είναι η γνωστή «θεωρία της Κίρκης». Ο ΣΥΡΙΖΑ θα λειτουργήσει σαν το μαγικό ραβδάκι της μυθικής μάγισσας, μεταμορφώνοντας (και) τη σοσιαλδημοκρατία: «Η επικείμενη ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, θα λειτουργήσει ως κίνητρο για το συνολικό, πολιτικό αναπροσανατολισμό των προοδευτικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό Νότο. Η ακίνητη Ευρώπη της τρόικας και των Μνημονίων σύντομα θα μετακινηθεί σε πιο προοδευτική κατεύθυνση».
Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει η σοσιαλδημοκρατία να έχει στο πολιτικό της DNA την ανάλογη ποιότητα. Δεν μπορεί ένα γατάκι να μετατραπεί σε τίγρη. Μπορεί, όμως, μια εξημερωμένη τίγρης του τσίρκου να εξεγερθεί και να καταπιεί τον εκπαιδευτή της. Ο Τσίπρας, μολονότι δεν εμφανίστηκε βέβαιος ότι η σοσιαλδημοκρατία θα αλλάξει, εντούτοις ήταν κατηγορηματικός ότι έχει τη δυνατότητα να αλλάξει: «Επιθυμούμε τη ριζοσπαστική προσαρμογή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που διαμόρφωσε η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης. Ανακτώντας τα πιο προοδευτικά και ριζοσπαστικά στοιχεία από το μεταπολεμικό της παρελθόν. Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, αν η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μπορεί να αλλάξει, εγκαταλείποντας το νεοφιλελευθερισμό. Εμείς, αν και δεν ανήκουμε σ’ αυτήν την παράδοση, το ευχόμαστε. Γιατί η αλλαγή στην Ευρώπη χρειάζεται ευρύτατες συμμαχίες».
Τι είναι, όμως, η σοσιαλδημοκρατία; Ποια η ιστορική της διαδρομή; Ποια είναι τα «προοδευτικά και ριζοσπαστικά στοιχεία από το μεταπολεμικό της παρελθόν», στα οποία αναφέρθηκε ο Τσίπρας και τα οποία δημιουργούν την ελπίδα (αν όχι τη βεβαιότητα), ότι η σοσιαλδημοκρατία μπορεί ν’ αλλάξει στρατόπεδο;
Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της Β’ Διεθνούς, η σοσιαλδημοκρατία ήταν εσωτερικά διασπασμένη σε τρία ρεύματα: δεξιό-οπορτουνιστικό, αριστερό-επαναστατικό και κεντριστικό. Η έκρηξη του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου σήμανε το οριστικό σάπισμα της σοσιαλδημοκρατίας ως πολιτικού ρεύματος, το οριστικό πέρασμά της στο αστικό στρατόπεδο. Στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας έσυρε τους εργάτες στο σφαγείο των ιμπεριαλιστών. Οργανικά είχαν διαχωριστεί από τη σοσιαλδημοκρατία μόνο οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία, ενώ οι άλλες επαναστατικές μειοψηφίες παρέμειναν στα ενιαία σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία επιτάχυνε τις εξελίξεις της διάσπασης. Το επαναστατικό ρεύμα που αναπτύχθηκε σε όλη σχεδόν την καθημαγμένη από τον πόλεμο Ευρώπη οδήγησε στη δημιουργία των νεαρών Κομμουνιστικών Κομμάτων, τα οποία στη συνέχεια συγκρότησαν την Τρίτη, την Κομμουνιστική Διεθνή.
Την ίδια περίοδο, η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο στρατεύτηκε ενεργότερα στο αστικό στρατόπεδο, αλλά εμφανίστηκε ως βασική αντεπαναστατική δύναμη, μη διστάζοντας να βάψει τα χέρια της με εργατικό αίμα. Η αντεπαναστατική καταστολή της εργατικής επανάστασης στη Γερμανία, στη διάρκεια της οποίας εξοντώθηκαν με βασανιστικό θάνατο δύο από τις πιο εξέχουσες μορφές της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της περιόδου.
Η σοσιαλδημοκρατία ευθύνεται επίσης για την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία, όπου υπήρχε το ισχυρότερο από τα κόμματά της. Είχαμε την ευκαιρία να πληροφορηθούμε τα όσα έγιναν εκείνη την περίοδο, από μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν προ καιρού στην «Κ» και τα οποία σύντομα θα εκδοθούν σε μπροσούρα.
Στις συνθήκες του Β’ παγκόσμιου πολέμου το κομμουνιστικό στρατόπεδο ενισχύθηκε, καθώς τα Κομμουνιστικά Κόμματα ήταν εκείνα που σήκωσαν το βάρος της αντίστασης στις κατεχόμενες από το ναζιφασιστικό άξονα χώρες, ενώ η ΕΣΣΔ ήταν η συνεπής αντιφασιστική δύναμη που με τις θυσίες και τον ηρωισμό του λαού και του Κόκκινου Στρατού της κατάφερε να αλλάξει τη ροή του πολέμου και να μπει νικήτρια στο Βερολίνο. Δημιουργήθηκε πλέον ένα ισχυρό «κόκκινο» στρατόπεδο, το οποίο περιλάμβανε την ΕΣΣΔ, τις νεοσύστατες Λαϊκές Δημοκρατίες και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Η νίκη της Κινέζικης Επανάστασης, τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, άλλαξε ακόμη περισσότερο τους διεθνείς συσχετισμούς.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, η σοσιαλδημοκρατία, ώριμο αστικό ρεύμα πλέον, κλήθηκε να διαδραματίσει ρόλο αποφασιστικότερο απ’ αυτόν που διαδραμάτισε μετά το τέλος του Α’ παγκόσμιου πολέμου. Ηταν αυτή που κλήθηκε να εγκλωβίσει ιδεολογικά και πολιτικά τις εργαζόμενες μάζες, ιδιαίτερα στην ανεπτυγμένη Ευρώπη. Να αποσοβήσει την άνοδο του επαναστατικού κομμουνιστικού ρεύματος, εναλλασσόμενη στην εξουσία με τις συντηρητικές αστικές πολιτικές δυνάμεις ή και συγκυβερνώντας μαζί τους, όποτε αυτό απαιτήθηκε. Η αντεπαναστατική ανατροπή στην ΕΣΣΔ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, έκανε τα πράγματα πιο εύκολα για τη σοσιαλδημοκρατία, καθώς τα αναθεωρητικά (πρώην κομμουνιστικά) κόμματα ακολούθησαν πολιτική ουράς και μετατράπηκαν σε «αριστερή αντιπολίτευση» της σοσιαλδημοκρατίας, όχι από τη σκοπιά της συγκέντρωσης των δυνάμεων της επαναστατικής ανατροπής, αλλά από τη σκοπιά της διεκδίκησης κάποιων ρεφορμιστικών μέτρων, με πλήρη αποδοχή του καπιταλισμού ως οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως πολιτικού πλαισίου.
Οι δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 ήταν οι δεκαετίες της πολιτικής ακμής της σοσιαλδημοκρατίας. Τη δεκαετία του ‘80 φάνηκε το «λαχάνιασμά» της, μαζί με το «λαχάνιασμα» του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τη δεκαετία του ‘90, με την κατάρρευση του στρατόπεδου του παλινορθωμένου καπιταλισμού, που βιώθηκε ως κατάρρευση του σοσιαλισμού από ευρείες εργαζόμενες μάζες, η σοσιαλδημοκρατία αφήνιασε. Η τακτική της δεν είναι πλέον τακτική ρεφορμιστικής διαχείρισης των εργαζόμενων μαζών, αλλά τακτική διαχείρισης της συντηρητικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Για μια ακόμη φορά η σοσιαλδημοκρατία δείχνει τη συνέπειά της έναντι του καπιταλιστικού συστήματος. Αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος που αναγκαστικά πληρώνει και υπηρετεί με αφοσίωση πιστού μαντρόσκυλου τις πολιτικές που έχει ανάγκη το σύστημα για να διαχειριστεί την κρίση που προκαλεί η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η έκρηξη της διεθνοποίησης του κεφαλαίου.
Οι περίοδοι παραπάνω περιγράφηκαν, βέβαια, συνοπτικά. Ομως, και μέσα απ’ αυτή τη συνοπτική (σε τίτλους θα λέγαμε) παρουσίαση φαίνεται καθαρά πως εδώ και έναν αιώνα η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί μια συνεπέστατη αστική πολιτική δύναμη, η οποία κινείται πάντοτε με γνώμονα όχι μόνο τα μακροπρόθεσμα αλλά και τα άμεσα συμφέροντα του καπιταλισμού. Ιδιαίτερα όταν έχει κυβερνητικές ευθύνες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, σοσιαλδημοκρατική δύναμη από προγραμματική και ιδεολογική άποψη, αλλά με ιστορικές καταβολές από το χώρο του αναθεωρητισμού, προσπαθεί να μας φορέσει παραμορφωτικά γυαλιά στο διάβασμα της Ιστορίας, έτσι που να δημιουργήσει ένα προγραμματικό νεφέλωμα με αναφορά αποκλειστικά στην περίοδο των αστικών-ρεφορμιστικών μέτρων που προώθησε η σοσιαλδημοκρατία πριν από μερικές δεκαετίες. Δεν είναι μόνο που αυτή η περίοδος της σοσιαλδημοκρατίας ήταν εξίσου αστική-αντεπαναστατική με όλες τις άλλες, είναι και που δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής σ’ αυτή την περίοδο, διότι δεν το επιτρέπουν οι ανάγκες του καπιταλισμού. Η σοσιαλδημοκρατία δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, διότι δεν μπορεί ν’ αλλάξει ο καπιταλισμός. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, αν κυβερνήσει, θα κυβερνήσει όπως η σοσιαλδημοκρατία, διότι αυτό απαιτεί το σύστημα.
Πέτρος Γιώτης