Η ημιεπίσημη του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε τόσο συγκλονιστικό το γεγονός ώστε το προανήγγειλε αφιέρωνοντάς του τον κεντρικό πρωτοσέλιδο τίτλο της: «Συνταγή για 1 εκατ. θέσεις εργασίας – Εναλλακτικό σενάριο για την αντιμετώπιση της ανεργίας» (ΕφΣυν, 11.3.14). Τη «Λύση στο θέμα της ανεργίας» (η ανεργία δεν είναι «θέμα», αλλά τουλάχιστον «πρόβλημα», κύριοι αρχισυντάκτες και συντάκτες ύλης), όπως διατυμπάνιζε ο τίτλος στο τετράστηλο δημοσίευμα της τρίτης σελίδας, υποτίθεται ότι βρήκε το Levy Institute of Bard College, το οποίο συνεργάζεται με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Είναι δε αυτή η λύση απλή σαν το αυγό του Κολόμβου.
Το κράτος θα προσλάβει 550.000 ανέργους για τις υπηρεσίες του, με διάρκεια σύμβασης 11 μήνες και με αμοιβή τον κατώτατο μισθό (586 ευρώ). Το αποτέλεσμα θα είναι να δημιουργηθούν συνολικά 750.000 θέσεις εργασίας (άμεσες και έμμεσες) και το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 15,3 δισ. ευρώ ή 7,9%! Η ελληνική οικονομία θα επανεκκινήσει, μέσα σε 11 μήνες η ανεργία θα μειωθεί κατά 62,3% και μέσα σε 15 μήνες θα έχουν βρει θέση απασχόλησης περισσότεροι από 1 εκατ. άνεργοι!
Η «πρόταση» παρουσιάστηκε σε ημερίδα που έγινε στις 12 Μάρτη, χωρίς πολλά ταρατατζούμ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά δεν έστειλε τον Τσίπρα, όπως είχε κάνει στην προηγούμενη διημερίδα του Levy Institute, αλλά τον Σταθάκη, ο οποίος πήρε μέρος σ’ ένα «στρογγυλό τραπέζι». Στην τοποθέτησή του βρήκε «την κεντρική ιδέα θετική», αλλά κράτησε αποστάσεις από τον ενθουσιασμό για τη θετική επίδραση στις επενδύσεις, επικαλούμενος το μεγάλο ανενεργό παραγωγικό δυναμικό. Δεν παρέλειψε, πάντως, με τον γνωστό πλέον τεχνοκρατικό κυνισμό του, να πει ότι είναι «δευτερεύον αν το πρόγραμμα δίνει τον κατώτερο μισθό, αφού αυτό εμποδίζει την παραπέρα κάθοδο των μισθών και τους σταθεροποιεί»! Από την αναδουλειά, καλός είναι και ο βασικός, ακόμη και αν πρόκειται για δουλειά δημόσιου υπάλληλου, λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντάς μας ένα ακόμη σαφέστατο δείγμα προθέσεων.
Η συγκεκριμένη πρόταση, παρά τον ενθουσιασμό της ΕφΣυν, την επαύριο κιόλας της ημερίδας ξεχάστηκε. Ούτε η ΓΣΕΕ δεν την έκανε σημαία της, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε οποιοδήποτε επίσημο σχόλιο. Δεν την υιοθέτησε, για ευνόητους λόγους. Το απέφυγε για να μην ξεφτιλιστεί.
Για το Levy Institute του αμερικάνικου Bard College έχουμε γράψει αναλυτικά όταν ανακοινώθηκε η συνεργασία του με τη ΓΣΕΕ (Κόντρα, αρ. φύλλου 694, 7.7. 2012). Είναι δημιούργημα ανθρώπων της Wall Street και μάλιστα των πιο αρπακτικών τμημάτων της, ανθρώπων που διαχειρίζονται κεφάλαια-γύπες. Αλλοι είναι οι σκοποί της παρουσίας του στην Ελλάδα και η ΓΣΕΕ είναι το καλύτερο όχημα για να τους πετύχει. Γι’ αυτό και οι μελέτες του είναι πραγματικά της πλάκας. Αυτή η τελευταία μελέτη δεν είναι παρά μια διευρυμένη παραλλαγή των προγραμμάτων «ενεργητικής απασχόλησης», που χρησιμοποιούνται ήδη στην Ελλάδα, χρηματοδοτούμενα από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι οι άνεργοι που θα προσληφθούν στο δημόσιο τομέα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα ξαναγίνουν άνεργοι όταν λήξει αυτό το διάστημα. Οι θέσεις αυτές είναι έτσι κι αλλιώς μη παραγωγικές και δεν μπορούν να αναθερμάνουν την οικονομία, όσο αυτή στηρίζεται σε μια ανοιχτή αγορά. Ακόμα και αν το κράτος προσλάμβανε μισό εκατομμύριο ανέργους για 11 μήνες (τώρα υπόσχεται ότι με τα διάφορα προγράμματα θα δώσει δουλειά σε 440.000 ανέργους για 5 μήνες), το πολύ να βλέπαμε μια μικρή αύξηση των εισαγωγών, δεδομένου ότι ο παραγωγικός μηχανισμός του ελληνικού καπιταλισμού είναι αποσαθρωμένος και η αγορά του είναι καθαρά εισαγωγοδίαιτη. Στρατηγικά αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Η κεντρική ιδέα αυτής της μελέτης, όμως, με την οποία συμφώνησε και ο Σταθάκης του ΣΥΡΙΖΑ, ισχυροποιεί το στάτους της κινεζοποίησης στο δημόσιο τομέα. Ενα στάτους που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με τις διαθεσιμότητες και τις απολύσεις. Υποκαθιστά θέσεις πλήρους απασχόλησης στο στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με θέσεις προσωρινής (11μηνο) και σημαντικά υποαμειβόμενης (586 ευρώ μικτά) εργασίας. Η μαγική συνταγή είναι επί της ουσίας μια μπαρούφα, έρχεται όμως να συνδράμει τα διάφορα προγράμματα κινεζοποίησης που εφαρμόζει το ελληνικό κράτος με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Από την Ελλάδα της απόλυτης μπαρούφας μπορούμε να μεταφερθούμε νοερά λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα δυτιικά, στην Ιταλία, όπου ο φιλόδοξος Ματέο Ρέντσι, η νέα βεντέτα της ιταλικής αστικής πολιτικής, ανακοίνωσε το δικό του πρόγραμμα «ενάντια στη λιτότητα», σκορπώντας ενθουσιασμό σε «μνημονιακά» συγκροτήματα στην Ελλάδα. «Κάν’ το όπως ο Ρέντσι! – Η ιταλική Κεντροαριστερά βάζει τέλος στη λιτότητα και ρίχνει το γάντι στη Μέρκελ», ήταν ο πανηγυρικός κεντρικός τίτλος των «Νέων» την Παρασκευή 14 Μάρτη. Τέσσερις μέρες αργότερα, η ίδια φυλλάδα φιλοξενούσε στην πρώτη σελίδα της φωτογραφία των χαμογελαστών Μέρκελ και Ρέντσι με τίτλο: «Εντυπωσιασμένη η Μέρκελ από τη συνταγή Ρέντσι». Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, ο τίτλος του σχετικού θέματος στη σελίδα 12 της φυλλάδας, ήταν βγαλμένος από ταινία της Τσινετσιτά: «Αμόρε με την πρώτη ματιά – “Εντυπωσιασμένη” η Μέρκελ από τη συνταγή του Ρέντσι, που εγγυήθηκε μεταρρυθμίσεις, αλλά χωρίς λιτότητα». Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τους «ξύλινους» τίτλους της φυλλάδας του Ψυχάρη, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι ο Ρέντσι πέταξε το γάντι στη Μέρκελ, αυτή τα πήρε στο κρανίο και ήταν έτοιμη να τον λιντσάρει (όπως έκανε με τον Μπερλουσκόνι), αλλά ο 39άρης Ιταλός, ξεπατικώνοντας κόλπα που μόνο ένας Μαρτσέλο Μαστρογιάνι έκανε στο σινεμά, μετέτρεψε την καλβινίστρια γερμανίδα σε καλντεριμιτζού της Πιάτσα Φοντάνα! Ας σοβαρευτούμε, για να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Ο Ρέντσι, με τις πλάτες των ιταλών βιομηχάνων (μην ξεχνάμε ότι η πανίσχυρη Confindustria τον έσπρωξε στον κυβερνητικό θώκο), ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα 90 δισ. ευρώ για την «επανεκκίνηση της ιταλικής οικονομίας». Το πρώτο που διακήρυξε είναι πως θα σεβαστεί απόλυτα το σύμφωνο σταθερότητας. Γι’ αυτό και η πρώτη επιδοκιμασία (ακολούθησαν αυτές του Ολάντ και της Μέρκελ, τους οποίους ο Ρέντσι επισκέφθηκε διαδοχικά σε Παρίσι και Βερολίνο) ήρθε από τον εκπρόσωπο του Ολι Ρεν: «Η Κομισιόν υποδέχεται θετικά τις μεταρρυθμίσεις που ανακοίνωσε η ιταλική κυβέρνηση. Θα τις αξιολογήσει μόλις περιέλθει σε γνώση της το νομοθετικό πλαίσιο που θα συνοδεύει τα μέτρα». Πιο συγκρατημένη η ΕΚΤ, κι ας διευθύνεται από τον Ιταλό Μάριο Ντράγκι, υπενθύμισε ότι η Ιταλία πρέπει να τιθασεύσει το δημόσιο χρέος της που ανέρχεται στο 132% του ΑΕΠ.
Τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει ο Ρέντσι; Καταρχάς, όπως λέει, να αυξήσει το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, αυξάνοντας το έλλειμμα από το 2,4% που το έφεραν οι κυβερνήσεις Μόντι και Λέτα, μέχρι το 3% που επιτρέπει το σύμφωνο σταθερότητας. Θα αυξήσει και το φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών από 20% σε 26%, αυτό όμως δεν μπορεί να αποφέρει μεγάλα έσοδα. Ετσι, η εξασφάλιση των 90 δισ. εξακολουθεί να παραμένει ένα μυστήριο. Ενόψει των ευρωεκλογών του προσεχούς Μάη μπορούμε, όμως, να καταλάβουμε το μυστήριο. Ισως γι’ αυτό τα κόμματα της αντιπολίτευσης χαρακτήρισαν τον Ρέντσι «παραμυθά» και «μαθητευόμενο μάγο».
Εχει σημασία, όμως να δούμε και πού θα διατεθούν αυτά τα 90 δισ. (αν τελικά είναι τόσα). Στην εκπαίδευση θα διατεθούν 3,5 δισ. και στην προστασία από τις φυσικές καταστροφές 1,5 δισ., ποσά γελοία για μια καπιταλιστική χώρα του μεγέθους και της ισχύος της Ιταλίας. Αλλα 10 δισ. θα διατεθούν για τη μείωση της φορολογίας δέκα εκατομμυρίων Ιταλών, το μικτό εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνά τις 25.000 ευρώ το χρόνο. Τα υπόλοιπα 75 δισ. τι θα γίνουν; Γι’ αυτά δεν ανακοινώθηκε τίποτα, αλλά δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε. Θα διοχετευθούν στους μονοπωλιακούς ομίλους της Ιταλίας. Γι’ αυτό και τα συνδικάτα των καπιταλιστών δεν είπαν κουβέντα. Δε θέλουν να εκθέσουν τον εκλεκτό τους. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έστησαν τρελό πανηγύρι, λέγοντας ότι ο Ρέντσι υιοθέτησε τις προτάσεις τους.
Για το «μεταρρυθμιστικό πακέτο» Ρέντσι, βέβαια, δεν είπαν κουβέντα. Κι όμως, είναι αυτό το πακέτο που «εντυπωσίασε» την Ανγκελα Μέρκελ. Ο Ρέντσι ετοιμάζει την πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ξεπερνώντας ακόμα και τις ρυθμίσεις της γερμανικής «Ατζέντα 2010», την οποία επαίνεσε ενώπιον της Μέρκελ. Η λέξη flessibilit (ευελιξία) κυριαρχεί στις ιταλικές εφημερίδες. Το πρόσχημα για την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν περιέχει καμιά πρωτοτυπία: η ανάγκη να βρουν δουλειά οι νέοι, στους κόλπους των οποίων η ανεργία έχει ξεπεράσει το 40%. Τα ακούμε και στη χώρα μας αυτά, οπότε δεν χρειάζεται να τα σχολιάσουμε. Για να βρουν δουλειά οι νέοι θα πρέπει να πληρώνονται λιγότερο, να μην έχουν πλήρες ωράριο και να προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που θα φτάνουν ακόμα και τα τρία χρόνια!
Ο Ρέντσι πήρε ένα αντεργατικό πακέτο και το τύλιξε με τα 90 δισ. που υποτίθεται ότι θα αναθερμάνουν την ιταλική οικονομία, ενισχύοντας τα ιταλικά μονοπώλια. Δεν πρόκειται για άλλη πολιτική, σε σχέση με αυτή που ακολουθείται στην Ευρωζώνη τα τελευταία χρόνια, αλλά για μια παραλλαγή αυτής της πολιτικής, την οποία έχει ανάγκη το ιταλικό κεφάλαιο. Μπορεί ο Σαμαράς να υποσχόταν πριν από τις εκλογές του 2012 ένα «διαφορετικό μίγμα», στο οποίο η λιτότητα θα συνδυάζεται με την ανάπτυξη, ήξερε όμως πολύ καλά ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ομως, η Ιταλία είναι η τρίτη σε δύναμη οικονομία της Ευρωζώνης, είναι ιμπεριαλιστική χώρα, δεν είναι Ελλάδα ή Πορτογαλία. Θα προσπαθήσει, λοιπόν, να διαχειριστεί την κρίση με διαφορετικό τρόπο. Ακόμη και διευρύνοντας ελαφρά το έλλειμμα, προκειμένου να ενισχύσει τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το έχει κάνει και η Γερμανία παλιότερα, τη δεκαετία του 2000. Και η Γαλλία. Γι’ αυτό και δεν πέφτει λόγος στη Μέρκελ ή στην Κομισιόν, στο βαθμό που ο Ρέντσι εγγυάται ότι δεν πρόκειται να σπάσει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Θα πετύχει το «τρικ»; Να φέρει ορμητική ανάπτυξη αποκλείεται. Οταν η ζήτηση πέφτει παντού, δεν μπορεί η ιταλική παραγωγική μηχανή να πετύχει θεαματικά αποτελέσματα. Ισως η όλη προσπάθεια να καταλήξει σύντομα σε φιάσκο. Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται για το «τέλος της λιτότητας», όπως διαφημίζεται. Βέβαιο είναι, επίσης, ότι το όλο σχέδιο παρουσιάζει πολλά στοιχεία δημαγωγίας. Ο Ρέντσι λανσάρει ένα καινούργιο, επιθετικό στιλ στη γερασμένη αστική πολιτική της Ιταλίας. Σύντομα θα θελήσει να πάει σε εκλογές, για να καθαρίσει το πεδίο προς όφελός του. Το «σχέδιο κατά της λιτότητας», τυλιγμένο σε προεκλογικό σελοφάν, του χρειάζεται για να πετύχει τους στόχους του.
Πέτρος Γιώτης