Η επέτειος των 60 χρόνων από το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου και οι γιορτές που οργανώθηκαν στη Μόσχα τροφοδότησαν ένα νέο κύμα ιστορικού αναθεωρητισμού, που κλιμακώθηκε σε διάφορα επίπεδα και προσέλαβε υστερικές διαστάσεις. Από τη μια ο Μπους με τους διαδόχους των μεσοπολεμικών ναζιστικών καθεστώτων της Βαλτικής, από την άλλη οι δήθεν σοβαροί και αντικειμενικοί ιστορικοί των δυτικών πανεπιστημίων και στη μέση ο Πούτιν να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ιστορική μνήμη των λαών της πρώην ΕΣΣΔ και στα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια της σημερινής Ρωσίας, ε, δεν θέλει και πολύ να επέλθει πλήρης σύγχυση στα μυαλά πολλών ανθρώπων, ειδικά των νεότερων γενεών, που ούτε εκείνα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα έζησαν ούτε τον απόηχό τους στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες των δεκαετιών που ακολούθησαν.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός της παταγώδους κατάρρευσης των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού στα τέλη της δεκαετίας του 80 με αρχές της δεκαετίας του 90, που πρώτη τροφοδότησε το ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού. Από εκεί και πέρα, η διεθνής αστική τάξη και οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των σύγχρονων ιμπεριαλιστικών κρατών βρήκαν την ευκαιρία να συμπληρώσουν το ιδεολογικό κενό, δημιουργώντας μια λοβοτομημένη ιστορική μνήμη και ξαναγράφοντας την ιστορία του 20ού αιώνα με ένα και μοναδικό σκοπό: να παρουσιάσουν όλα τα επαναστατικά σκιρτήματα του προλεταριάτου, ιδίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο, σαν μια εγκληματική κοινωνική και πολιτική διαστροφή, που η Ιστορία πρέπει να την κατατάξει στην ίδια μοίρα με το ναζισμό και το φασισμό.
Πρώτα συκοφαντήθηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση, που παρουσιάστηκε σαν ένα φασιστικού τύπου πραξικόπημα, που ανέτρεψε τη δημοκρατική πορεία της μετατσαρικής Ρωσίας. Υστερα συκοφαντήθηκε το σοβιετικό σοσιαλιστικό σύστημα, που παρουσιάστηκε σαν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που στηρίχτηκε στη στυγνή βία και το έγκλημα, την μεσαιωνικού τύπου εκμετάλλευση και την εθνική καταπίεση. Πλέον, έχει έρθει η σειρά και της αντιφασιστικής εποποιίας του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, που στηρίχτηκε στον ηρωικό αγώνα πρωτίστως των λαών της τότε Σοβιετικής Ενωσης, που άφησαν πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς, και στα αντάρτικα κινήματα που οργάνωσαν οι κομμουνιστές στις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης.
Οι «δημοκρατικές» χώρες της Ευρώπης δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους για αντίσταση και ο Χίτλερ τις «κατάπινε» τη μια μετά την άλλη, βρίσκοντας με μεγάλη ευκολία ανθρώπους της άρχουσας τάξης για να στήσει κυβερνήσεις μαριονέτες. Στην ΕΣΣΔ οι ναζί συνάντησαν λυσσώδη αντίσταση και τελικά ηττήθηκαν, ενώ στις κατακτημένες περιοχές δεν εύρισκαν ούτε δημάρχους για να διορίσουν στα χωριά. Οι αστοί πολιτικοί, και όταν δεν συνεργάστηκαν με τους ναζί, δεν οργάνωσαν καμιά αντίσταση στις κατακτημένες χώρες. Αντίθετα, οι κομμουνιστές σήκωσαν τη σημαία της αντίστασης, δημιούργησαν αντάρτικα κινήματα, έχυσαν ποτάμια αίμα στον αγώνα για τη συντριβή του ναζισμού και του φασισμού.
Αυτά τα γεγονότα δεν μπορούν να σβηστούν από την Ιστορία. Και βέβαια, δεν ήταν ιστορικά παράδοξα. Προέκυψαν από τη δυναμική των πραγμάτων. Ηταν το σύστημα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της ΕΣΣΔ (που βέβαια δεν είχε καμιά σχέση με τα όσα υποστηρίζουν σήμερα οι κατευθυνόμενοι αναθεωρητές της ιστορίας), που επέτρεψε να εκφραστεί αυτή η ενότητα γύρω από την ηγεσία της και αυτός ο λυσσώδης αγώνας, στο μέτωπο και στα μετόπισθεν, από τακτικό στρατό και παρτιζάνους, άνδρες και γυναίκες, ανθρώπους από όλες τις εθνότητες της τεράστιας χώρας. Αν η ΕΣΣΔ ήταν ένα βασίλειο τρόμου, εκμετάλλευσης και εθνικής καταπίεσης, τότε ο Χίτλερ θα είχε πολύ πιο εύκολο έργο απ’ αυτό που είχε όταν εισέβαλε στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Πολωνία και αλλού. Και βέβαια, αν το σοβιετικό σοσιαλιστικό σύστημα δεν ήταν ανθεκτικό, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την παραγωγική εποποιία της μεταφοράς της εργοστασιακής βάσης στα Ουράλια και της στρατιωτικοποίησης της βιομηχανίας μέσα σε χρόνο ρεκόρ, που είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή των οικονομικών ισορροπιών του πολέμου. Αν οι κομμουνιστές δεν ήταν ορκισμένοι εχθροί του φασισμού, δεν θα πρωτοστατούσαν στη δημιουργία και την άντρωση των αντάρτικων κινημάτων και δεν θα ήταν αυτοί που πλήρωσαν τον βαρύτερο φόρο αίματος στην κατακτημένη Ευρώπη, καθώς πολεμούσαν στήθος με στήθος με τους ναζί και όχι μέσα από ασφαλή μεσανατολίτικα καταφύγια.
Αυτά τα αναντίρρητα ιστορικά γεγονότα ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός αναθεωρητισμός προσπαθεί πρώτο να τα εξαλείψει από την ιστορική μνήμη και δεύτερο να τα διαστρέψουν. Αυτή η διαστροφή παίρνει τόσο εξωφρενικές διαστάσεις, που σου ‘ρχεται να σκίσεις τις φυλλάδες που διαβάζεις τα σχετικά άρθρα των «σοβαρών» ιστορικών.
Είναι για παράδειγμα ιστορικό γεγονός ότι ο σοβιετικός κόκκινος στρατός, προελαύνοντας προς το Βερολίνο, συνάντησε λυσσαλέα αντίσταση από τους ναζί, που συγκέντρωσαν στο ανατολικό μέτωπο τις πιο επίλεκτες μεραρχίες τους. Ακόμα και μέσα στο Βερολίνο, όταν ήταν φανερό ότι ο πόλεμος είχε χαθεί, οι ναζί πολέμησαν σπίτι με σπίτι, έχοντας στο πλευρό τους λόχους και τάγματα από ναζί της Βαλτικής, της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ολλανδίας. Σήμερα, λοιπόν, διαβάζεις ότι τα σοβιετικά στρατεύματα ήταν ορδές βαρβάρων που προέλαυναν σφάζοντας, καίγοντας και βιάζοντας τις Γερμανίδες. Αντίθετα, στις περιγραφές για το δυτικό μέτωπο, όλα είναι ειδυλλιακά. Σκληρές και αιματηρές μάχες μεν, που όμως δίνονταν σύμφωνα με όλους τους κανόνες του ιπποτισμού. Τη Δρέσδη, όμως, δεν την ισοπέδωσαν οι Σοβιετικοί αλλά οι Αγγλοι κι ας μην είχε η ισοπέδωσή της καμιά ιδιαίτερη σημασία για την έκβαση του πολέμου. Τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τις έριξαν οι Αμερικάνοι, για να εξυπηρετήσουν δικές τους ιμπεριαλιστικές σκοπιμότητες και όχι γιατί δεν μπορούσαν διαφορετικά να υποτάξουν την ήδη ηττημένη Ιαπωνία.
Διαβάζεις, επίσης, ότι το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης (γνωστό ως σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ) ήταν αυτό που ενίσχυσε τον Χίτλερ και του επέτρεψε να ματοκυλήσει την Ευρώπη και σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Γιατί είναι ιστορικό γεγονός (αποκαλύπτεται από επίσημα κρατικά ντοκουμέντα), ότι ήταν οι Αγγλογάλλοι (με πρωθυπουργούς τους Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ), που ακολουθούσαν την πολιτική του «κατευνασμού» απέναντι στη χιτλερική Γερμανία και υπέγραψαν το επαίσχυντο σύμφωνο του Μονάχου (επέτρεψαν στη Γερμανία να κατακτήσει την Τσεχία), με την προσδοκία ότι ο Χίτλερ θα στραφεί προς Ανατολάς για να τσακίσει τον «κόκκινο γίγαντα». Οταν η σοβιετική ηγεσία είδε ότι αυτή ήταν η στρατηγική των Αγγλογάλλων και ναυάγησε και η τελευταία προσπάθειά της για σύμπηξη ενός αντιχιτλερικού άξονα ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τα κοινοβουλευτικά αστικά κράτη, έκανε τον ελιγμό του συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία, για να μπορέσει να κερδίσει χρόνο και να ετοιμάσει την άμυνά της. Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους σοβιετικούς ιστορικούς εκείνης της εποχής για να τα δει αυτά. Αρκεί να διαβάσει τα απομνημονεύματα του Ουΐνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος χαρακτηρίζει αναπόφευκτη κίνηση την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου και ρίχνει όλη την ευθύνη στις κυβερνήσεις των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ.
Μιλούν και γράφουν για μοίρασμα της Πολωνίας ανάμεσα στη Γερμανία και την ΕΣΣΔ, σβήνοντας από την Ιστορία το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ ανακατέλαβε σοβιετικά εδάφη, τα οποία είχαν εκχωρηθεί στην πολωνική αριστοκρατία με τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ το 1918 και απέτυχε να ανακαταλάβει ο κόκκινος στρατός το 1922.
Και ποιος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του ιστορικού αναθεωρητισμού; Τα καθεστώτα των τριών χωρών της Βαλτικής (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία), που τιμούν ως ήρωες τους ναζί ομοϊδεάτες και συμμάχους του Χίτλερ. Εδώ η παραχάραξη της Ιστορίας κατακτά νέα ύψη. Πόσοι, άραγε, γνωρίζουν την ιστορία αυτών των χωρών; Τα επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, την ανακήρυξή τους σε Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, τη σύναψη συμφωνίας με τη σοσιαλιστική Ρωσία κι ύστερα την άγρια αντεπανάσταση, τη νίκη της πάνω στο εξεγερμένο προλεταριάτο και την εγκαθίδρυση ναζιστικών καθεστώτων. Το 1926 στη Λιθουανία και το 1934 στην Εσθονία και τη Λετονία. Κι ύστερα, τα νέα αντιφασιστικά κινήματα στα τέλη της δεκαετίας του ‘30, που οδήγησαν στην ανατροπή των ναζιστικών καθεστώτων και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας το καλοκαίρι του 1940 και την είσοδο στην ΕΣΣΔ ύστερα από δημοψηφίσματα. Την κατάκτηση από τα γερμανικά στρατεύματα στη συνέχεια και την εκ νέου απελευθέρωσή τους από τον κόκκινο στρατό το καλοκαίρι του 1944, που οδήγησε στην επανένωσή τους με την ΕΣΣΔ.
Τα πεδία που επιλέγει η σύγχρονη αστική τάξη για να αναπτύξει τον ιστορικό αναθεωρητισμό δεν είναι τυχαία. Αν τα δούμε ένα προς ένα, αφορούν όλα περιόδους στις οποίες πρωταγωνίστησε το προλεταριάτο (με ή χωρίς δική του εξουσία). Πρόκειται για ιστορικά γεγονότα που αφορούν τη «συγχώνευση» του προλεταριάτου με το κομμουνιστικό κίνημα, το «μπόλιασμά» του με τις μαρξιστικές ιδέες, τη συνειδητοποίησή του και τη διεκδίκηση όχι μιας καλύτερης τύχης μέσα στον καπιταλισμό αλλά της συντριβής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης μιας μη εκμεταλλευτικής – κομμουνιστικής κοινωνίας. Από την άποψη αυτή, δεν χτυπιέται μόνο η τριτοδιεθνιστική κατεύθυνση, που τότε ήταν κυρίαρχη στο εργατικό κίνημα και τροφοδοτούσε τα κινήματα, αλλά χτυπιέται η ίδια η επαναστατική προοπτική. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει ως στόχο το τράβηγμα του προλεταριάτου από τον επαναστατικό δρόμο, την αποκατάσταση μιας καταθλιπτικής κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας, τη κατασυκοφάντηση και εξαφάνιση του αντίπαλου δέους ακόμα και από το πεδίο της ιδεολογίας. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την κριτική τοποθέτηση που έχει κανείς απέναντι στην τριτοδιεθνιστική παράδοση και την πορεία της ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο (ο γράφων έχει θετική τοποθέτηση), οφείλει να αντισταθεί στον ιστορικό αναθεωρητισμό και να σηκώσει τη σημαία της αλήθειας.
Πέτρος Γιώτης