Οι σύνοδοι του Eurogroup και του Εcofin, που ξεκίνησαν την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, πήραν από την αρχή τους ακόμη καθαρά τυπικό χαρακτήρα. Πριν ακόμη οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών καθήσουν γύρω από το τραπέζι, ο Μπαρόζο ανακοίνωσε ότι η Κομισιόν θα προχωρήσει σε μια ακόμη έκτακτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ μέσα στο Φλεβάρη (τελικά αποφασίστηκε να γίνει την 1η Μάρτη), συμπληρώνοντας –για το τυπικό του πράγματος– ότι ο ίδιος θα συναντηθεί με τον προεδρεύοντα τσέχο πρωθυπουργό Τοπόλανεκ για να καθορίσουν τις λεπτομέρειες της συνόδου (σιγά μην έπαιρναν τη γνώμη του Τοπόλανεκ για ν’ αποφασίσουν). Μια βδομάδα πριν την ανακοίνωση για τη νέα έκτακτη σύνοδο κορυφής, ήταν ο Μπαρόζο που απέρριψε τη σχετική πρόταση Σαρκοζί. Ομως, την Κυριακή ο Σαρκοζί συναντήθηκε με τη Μέρκελ, χωρίς οποιαδήποτε από τις δυο πλευρές ν’ ανακοινώσει τίποτα για το περιεχόμενο των συνομιλιών. Τη Δευτέρα, ο Μπαρόζο διατάχτηκε να ανακοινώσει τη σύγκληση της έκτακτης συνόδου. Ετσι, οι υπουργοί Οικονομίας περιορίστηκαν σ’ ένα χαλαρό διήμερο… ανταλλαγής προβληματισμών, επιβεβαίωσαν βαριεστημένα την προσήλωσή τους στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (που όλοι παραβιάζουν) και άφησαν ακόμα και τις αποφάσεις για έναρξη της διαδικασίας επιτήρησης για μια σειρά οικονομίες που έχουν ξεπεράσει το 3% για την έκτακτη σύνοδο κορυφής. Εκεί θα παρθούν οι όποιες τελικές αποφάσεις γι’ αυτή τη φάση, οι οποίες βέβαια θ’ αρχίσουν να παραβιάζονται από την επομένη της συνόδου.
Τι είναι αυτό που αναγκάζει το γαλλογερμανικό άξονα να συγκαλέσει τους ηγέτες των «27» σ’ αυτή τη νέα οικονομική σύνοδο; Η καπιταλιστική κρίση, φυσικά, που σαρώνει τη γηραιά ήπειρο και οδηγεί σε συνεχείς παροξυσμούς τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, απειλώντας το ίδιο το οικοδόμημα της ΕΕ (καμιά υπερβολή δεν υπάρχει σ’ αυτό το συμπέρασμα, όπως θα δούμε παρακάτω). Το τελευταίο τετράμηνο του 2008, όταν σε απανωτές συνόδους κορυφής προσπαθούσαν να διαμορφώσουν μια κοινή πολιτική παρεμβάσεων στην κρίση, ήταν η Γερμανία που έβαλε βέτο, υποχρεώνοντάς τους να πάρουν εκείνη τη γελοία απόφαση που έλεγε ότι υιοθετούν όλοι το «πρόγραμμα Μπράουν», αλλά κάθε χώρα θα το εφαρμόσει μόνη της και με δικούς της πόρους, χωρίς να γίνει καμιά «τραβηχτική» από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Τώρα είναι η Γαλλία που διακηρύσσει πως θα γράψει εκεί που δεν πιάνει μελάνι το περί ενιαίων κανόνων ανταγωνισμού κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου να διασώσει τις αυτοκινητοβιομηχανίες της, μέσω κρατικών ενισχύσεων.
Οι κραυγές για επιστροφή στον εθνικό προστατευτισμό σαρώνουν όχι μόνο την Ευρωλάνδη, αλλά ολόκληρο τον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό, τον καπιταλισμό των «ανοιχτών (για το κεφάλαιο) συνόρων» και της «ελεύθερης αγοράς». «Αγοράζετε αμερικανικό χάλυβα και σίδηρο», φωνάζει ο Ομπάμα, ενώ ο επί των Οικονομικών υπουργός του Τίμοθι Γκάιτνερ ανακοίνωσε ότι το σχέδιο Πόλσον αποδείχτηκε ανεπαρκές, γι’ αυτό η νέα κυβέρνηση ξεκινά «συνδυασμένη επίθεση» ενάντια στη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων 70 ετών, στο πλαίσιο της οποίας θα διαθέσει 1 τρισ. δολάρια! Ο Σαρκοζί τάζει κρατικές ενισχύσεις για να επαναπατρίσουν οι γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες τα εργοστάσιά τους και ανακοινώνει ενισχύσεις ύψους 7,8 δισ. ευρώ στις Πεζό και Ρενό, προκαλώντας την οργή του γερμανικού συνδικάτου των αυτοκινητοβιομηχάνων, που κατηγόρησε τη Γαλλία για στρέβλωση του ανταγωνισμού και ζήτησε την παρέμβαση της Μέρκελ. Ο ισπανός υπουργός Βιομηχανίας καλεί τους πολίτες της χώρας να αγοράζουν ισπανικά προϊόντα. Ο Μπράουν έριξε το σύνθημα «βρετανικές δουλειές στους βρετανούς εργαζόμενους» την ίδια στιγμή που εμφανιζόταν ως ο γκουρού ενός διεθνούς σχεδίου, μιας διεθνούς συμφωνίας που θα επέτρεπε στον παγκόσμιο καπιταλισμό να βγει αλώβητος από την κρίση. Οι ανατολικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν πάθει ταράκουλο, καθώς βλέπουν να ξεθεμελιώνονται οι υπεργολαβίες που είχαν οργανώσει οι ντόπιοι καπιταλιστές για λογαριασμό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ΕΕ (π.χ. η Τσεχία στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας).
Μετά τον Μαρξ, τα έργα του οποίου ξαναγίνονται «μπεστ σέλερ» στα ευρωπαϊκά βιβλιοπωλεία, παίρνει και ο Λένιν τη δική του εκδίκηση. Το σπουδαίο επιστημονικό του έργο για τον Ιμπεριαλισμό, ως ανώτατη (και τελευταία) βαθμίδα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, είχε χαρακτηριστεί «φτηνό εγχειρίδιο». Κατά τους οικονομολόγους του συρμού (μεταξύ των οποίων και ορισμένοι «μαρξιστές» στη χώρα μας), ο καπιταλισμός περνούσε ήδη σε ένα μεταμονοπωλιακό στάδιο, σε ένα στάδιο «ολοκληρώσεων», κατά το οποίο το εθνικό κράτος χάνει τη σημασία του. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, στην πρώτη μεγάλη παγκόσμια κρίση του μετά την απογείωση της διεθνοποίησης του κεφάλαιου (αυτή που περιγράφηκε με τον αποπροσανατολιστικό νεολογισμό «παγκοσμιοποίηση») και την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, επιστρέφει στη στοργική αγκαλιά του ιμπεριαλιστικού κράτους (από την οποία ουδέποτε είχε φύγει). Το σκληρότερο μάθημα για τους… μετα-λενινιστές το δίνει η ίδια η πραγματικότητα: η επιστροφή στον εθνικό προστατευτισμό ξεκίνησε από την πατρίδα του νεοφιλελευθερισμού και κοιτίδα του δόγματος της «παγκοσμιοποίησης», τις ΗΠΑ. Την ξεκίνησε η διοίκηση Μπους (υπό την πίεση των Δημοκρατικών) και τη συνεχίζει η διοίκηση Ομπάμα, επεκτείνοντας –όπως αναμενόταν– τις κρατικές ενισχύσεις και στη βιομηχανία, πέραν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ο Λένιν είχε αποδείξει, ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι η συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο και η δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας).
Η ΕΕ και ειδικότερα ο πυρήνας των κρατών της Ευρωζώνης, που απετέλεσε την αφετηρία των μετα-λενινιστικών συγχύσεων και θεωρητικών στρεβλώσεων, παραδέρνει σήμερα σε μια μεγάλη αντίφαση, η οποία προκύπτει από την αντίθεση ανάμεσα στον εθνικό (κρατικομονοπωλιακό) προστατευτισμό και στην ανάγκη στήριξης της κοινής νομισματικής πολιτικής (του ευρώ). Συμφώνησαν όλοι να προωθήσουν (μέσα από εθνικές πολιτικές) προγράμματα στήριξης των παραπαιόντων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ενίσχυση με τεράστια ποσά, μερική κρατικοποίηση κ.λπ.). Ομως, η στήριξη αυτή όξυνε το δημοσιονομικό πρόβλημα (κρατικά ελλείμματα) και μάλιστα με ανισομερή τρόπο. Για παράδειγμα, από τις δυο ηγέτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ η μεν Γερμανία δεν ξεπερνά το «πλαφόν» του 3% στο έλλειμμα, ενώ η Γαλλία το έχει ήδη ξεπεράσει και με τις νέες ενισχύσεις σε καπιταλιστές που ανακοινώνει ο Σαρκοζί θα το αυξήσει και άλλο, όπως και τον κρατικό δανεισμό. Το ξεπέρασμα του 3%, που έχει τεθεί ως όρος από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όχι από μια αλλά από περισσότερες χώρες (τουλάχιστον 7 αυτή τη στιγμή) και μάλιστα με ανισομερή τρόπο και χωρίς καμιά κυβέρνηση να δίνει λογαριασμό στην Κομισιόν για τα μέτρα που παίρνει, δημιουργεί συνθήκες αποσταθεροποίησης για το ευρώ. Αν παγιωθεί αυτή η κατάσταση, δεν θα μιλάμε πλέον για διαφορετικές τιμές των ίδιων προϊόντων από χώρα σε χώρα, αλλά για πολλά διαφορετικά νομίσματα που απλά θα φέρουν την κοινή ονομασία ευρώ. Προσπαθούν, δηλαδή, να λύσουν σε εθνική βάση ένα πρόβλημα και δημιουργούν ένα άλλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το οποίο υποτίθεται ότι το είχαν λύσει οριστικά. Ηδη, άρχισε να γίνεται λόγος ακόμα και για αποπομπή χωρών από την Ευρωζώνη, με πρώτη υποψήφια την Ελλάδα, που σύμφωνα με την ιταλική «Repubblica» παίζεται ήδη ως φαβορί από τους θαμώνες των «μπουκμέικερ»!
Μπορούν οι ηγέτες των ιμπεριαλιστικών και των άλλων χωρών (που εντάσσονται σε διάφορες συμμαχίες μέσα στη συμμαχία) της ΕΕ να ξεπεράσουν αυτή την αντίφαση στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της 1ης Μάρτη; Η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό όχι. Καμιά πολιτική ηγεσία δε μπορεί να πηδήσει πάνω από τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα μέσω πολιτικών αποφάσεων. Ακόμα και αν φτάσουν σε μια επιμέρους συμφωνία, αυτή θα έχει κερδισμένους και χαμένους. Για παράδειγμα, μια συμφωνία για «διά ροπάλου» συγκράτηση του ελλείμματος στο 3% ή ελάχιστα πάνω απ’ αυτό, θα έχει χαμένη τη Γαλλία, η οποία δε θα μπορεί να ενισχύσει τα μονοπώλιά της, με αποτέλεσμα αυτά να βρεθούν σε δεινή θέση στον ανταγωνισμό τους με τα γερμανικά (για να μη μιλήσουμε για τα αμερικάνικα). Γι’ αυτό και η Γαλλία δεν πρόκειται να τη σεβαστεί, ακόμα κι αν αναγκαστεί να συμφωνήσει σ’ αυτή. Πολύ σύντομα θα έχουμε και νέα έκτακτη σύνοδο κορυφής, γιατί η κρίση ακόμα δεν έχει φτάσει στο μέγιστο βάθος της και νέα προβλήματα θα διαφανούν σύντομα. Ως προς αυτό, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τους πανηγυρισμούς μετά τη δεκεμβριανή σύνοδο κορυφής, όταν υποτίθεται πως είχαν βρει τη συνταγή για το ξεπέρασμα της κρίσης, που ακόμη τη βάφτιζαν χρηματοπιστωτική, με το «πρόγραμμα Μπράουν». Ο «μάγος» Γκόρντον Μπράουν, με τις υποτιθέμενες ρηξικέλευθες ιδέες του, που όλοι ακολούθησαν, βρίσκεται σήμερα σε δεινότερη θέση από τον Σαρκοζί, τη Μέρκελ και τον Μπερλουσκόνι.
Ομως, πέρα από την ανάγκη για διευθέτηση των διιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, υπάρχει και ένας άλλος λόγος που αναγκάζει τους ηγέτες της ΕΕ να συνέλθουν σε μια ακόμη έκτακτη σύνοδο. Τον περιέγραφε χαρακτηριστικά στο κύριο άρθρο του το αμερικάνικο Newsweek, λίγες μέρες πριν αποφασιστεί η σύγκληση της έκτακτης συνόδου: «Ολο και περισσότεροι απογοητευμένοι πολίτες στην Ευρώπη αποφασίζουν πως η πολιτική του δρόμου αξίζει περισσότερο από ό,τι η πολιτική των κυβερνώντων κομμάτων». Συμπληρωματικά σ’ αυτό, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον τρόμο που προκάλεσε σε όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες η νεολαιίστικη εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη στη χώρα μας. Ενας ξεσκολισμένος γραφειοκράτης, ο πρόεδρος της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας Χουάν Σομάβια, μιλώντας στην εναρκτήρια συνεδρίαση της ευρωπαϊκής συνόδου της ΔΟΕ στη Λισαβόνα, την περασμένη Τρίτη, εξέφρασε την ανησυχία του για τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων με τη χαρακτηριστική φράση: «Βράζει μια τεράστια λαϊκή απογοήτευση»
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ως διαχειρίστριες των άμεσων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του συστήματος, είναι υποχρεωμένες να αποσοβήσουν κάθε κίνδυνο από εκείνους που προορίζονται για υποζύγια της κρίσης, τους εργάτες και τους εργαζόμενους. Για να το πετύχουν αυτό, πρέπει καταρχάς να κυριαρχήσουν ιδεολογικά. Να αναγκάσουν τους εργάτες να αποδεχτούν τη συνυπευθυνότητά τους στην αντιμετώπιση της κρίσης. Η ΕΕ ως μηχανισμός έχει αποδειχτεί στο παρελθόν αποτελεσματικός για την κυριαρχία των αστικών ιδεών και το ίδιο επιδιώκουν και τώρα. Αν νικήσουν ιδεολογικά, αν εργάτες και εργαζόμενοι αποδεχτούν ότι όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι, κατά συνέπεια για κανέναν δεν υπάρχουν «κεκτημένα», τότε η πολιτική επικράτηση γίνεται πιο εύκολη υπόθεση. Η ταξική πάλη μπορεί να καθηλωθεί, οι χαμηλής έντασης εκδηλώσεις της να απορροφηθούν από τους μηχανισμούς του συστήματος και οι σχετικά υψηλής έντασης να απομονωθούν και να τσακιστούν με τους τεράστιους μηχανισμούς καταστολής που έχουν δημιουργηθεί.
Περιττεύει, βέβαια, να σημειώσουμε πως αν στη διάρκεια της κρίσης γενικευτούν τα διάφορα μέτρα της «στρατηγικής της Λισαβόνας» (αναλυτικά θα διαβάσετε σε άλλες στήλες), αυτά θα μείνουν για πάντα, δεν θα είναι προσωρινά. Αλλωστε, η έμπνευσή τους ήρθε πολύ πριν το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης. Ηρθε, γιατί αυτό απαιτεί η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη σημερινή του φάση. Η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Στην καρδιά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων μεγαλώνει ο εργατικός υπερπληθυσμός. Η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει ο καπιταλισμός, προκειμένου να παραμείνει στο κυνηγητό του μέγιστου κέρδους, είναι η λεγόμενη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, μέσω της οποίας αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Στη φάση της κρίσης, οι κυβερνήσεις καλούνται να «μοιράσουν» την ανεργία, δημιουργώντας έναν κατώτατο κοινό παρονομαστή φτώχειας, ώστε να καθηλώσουν την ταξική πάλη. Τα οφέλη για το σύστημα, αν το πετύχουν αυτό, αναμένεται να είναι διπλά: βραχυπρόθεσμα (αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης προς όφελος του κεφάλαιου) και μακροπρόθεσμα (γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, που θα επιτρέψουν υψηλότατη κερδοφορία στη φάση της αναζωογόνησης). Υπάρχει ένας τομέας στον οποίο στο εσωτερικό της ΕΕ δεν κυριαρχεί ο ανταγωνισμός, αλλά η σύμπνοια και το πνεύμα συνεργασίας. Είναι η διαμόρφωση των όρων για την αύξηση της εκμετάλλευσης και την καθήλωση της ταξικής πάλης των εργατών.
Από τις στήλες της «Κ» έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί πως απέναντι στην κρίση το εργατικό κίνημα δε μπορεί να σταθεί με όπλο του τον παραδοσιακό ή μοντέρνο ρεφορμισμό. Μπορεί να σταθεί μόνο με επαναστατικά όπλα. Ακόμα και οι άμεσοι, αμυντικοί αγώνες σε μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να υπακούουν, προκειμένου να είναι στοιχειωδώς αποτελεσματικοί.
Πέτρος Γιώτης