«Το Παρίσι, η μητρόπολη των αξιών της δυτικής Ευρώπης και της Δύσης συνολικότερα, η πόλη των Φώτων, της μάθησης, του φιλελευθερισμού, της διανοητικής και ερωτικής ελευθερίας, της διανοητικής ανοχής και της διανοητικής πρόκλησης, η πόλη της Libération και του Charlie Hebdo, ήταν η πόλη που δέχτηκε το πλήγμα. Ολη η πόλη αυτή έχει υπάρξει ένα κεντρικό Σημαίνον για τον Διαφωτισμό και για την όποια φιλελεύθερη συνέχισή του στην ύστερη νεοτερικότητα και την μετανεοτερικότητα. Είναι η ίδια πόλη που γέννησε την “Εγκυκλοπαίδεια'' και τον κλασικό Διαφωτισμό, την Γαλλική Επανάσταση, την Κομμούνα και τον Μάη» (Δ. Μπελαντής, REDnetbook.gr).
Τα ορφανά του ΣΥΡΙΖΑ πάσχουν ασφαλώς από vertigo, μετά το διπλό χτύπημα που δέχτηκαν (υπογραφή Μνημόνιου-3, εκλογικό φιάσκο της ΛΑΕ). Μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να τους κατανοούμε, δε θα τους επιτρέψουμε όμως να βρομίζουν τον τόπο με την ιδεολογική σαβούρα των χειρότερων πλευρών του αλτουσερισμού. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για ν' αντιληφθεί κανείς ότι το «Παρίσι» που τόσο λογοτεχνικά περιγράφεται στα παραπάνω λογάκια δεν είναι παρά η ονειροφαντασία εκείνων που αμπελοφιλοσοφούν στα καφέ του Καρτιέ Λατέν και στα μπαρ της Ριβ Γκος. Λίγη γνώση της Ιστορίας να έχει κανείς μπορεί άνετα να θυμίσει πως τον Διαφωτισμό διαδέχτηκε η θερμοδοριανή αντίδραση, πως η Κομμούνα πνίγηκε στο αίμα των κομμουνάρων που τους κατέσφαξαν τα στρατεύματα των βερσαγιέρων και πως ο Μάης κατεστάλη ανελέητα και η καταστολή του στέφθηκε από μια περιφανή νίκη των συντηρητικών του Ντε Γκολ, του φορέα «του νόμου και της τάξης».
Επειδή δεν μπορεί καθένας να παίρνει από το «Παρίσι» αυτό που τον βολεύει και ν' αντικαθιστούμε την πραγματικότητα με φαντασιοπληξίες, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το Παρίσι είναι πάνω απ' όλα και σε υλικό επίπεδο η πρωτεύουσα του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Ως τέτοια δέχτηκε το ασύμμετρο πολεμικό χτύπημα από το κομάντο του τζιχαντιστικού ISIS. Τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο απλά από όσο τα περιγράφουν οι αμπελοφιλοσοφίες των τάχαμου διανοούμενων (που είναι τόσο προοδευτικοί ώστε να στηρίξουν το συριζαίικο πολιτικό έγκλημα ενάντια στον ελληνικό λαό). Οσο η Γαλλία έμενε έξω από τον πόλεμο και την κατοχή του Ιράκ έχαιρε ασυλίας. Οταν ενεπλάκη στον πόλεμο κατά του ISIS, εισέπραξε τα αντίποινα.
Αν αξίζει να συζητήσουμε κάτι από θεωρητική άποψη, είναι το πώς από τις αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις φτάσαμε στο σκοταδισμό του ISIS, στη διάρκεια περίπου μισού αιώνα. Πώς από τα κοσμικά αντιαποικιοκρατικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα φτάσαμε στο τζιχαντισμό, την πιο παρακμιακή μορφή του πολιτικού Ισλάμ, που δεν στρέφεται τόσο ενάντια στους «σταυροφόρους», όπως αποκαλεί τους ιμπεριαλιστές της Δύσης, όσο ενάντια σε πληθυσμούς που ανήκουν σε διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα (ακόμα και στο πλαίσιο του Ισλάμ), σε διαφορετικές εθνότητες, ακόμα και σε διαφορετικές φυλές. Το ISIS δεν ξεπήδησε ξαφνικά, σαν ένα ιστορικό παράδοξο, αλλά είναι προϊόν (ή, αν θέλετε, υποπροϊόν) μιας μακράς ιστορικής αλυσίδας.
Δεν είναι βέβαια δυνατό να αναφερθούμε εδώ αναλυτικά σε όλη αυτή την ιστορική περίοδο. Μια εντελώς σχηματική εξιστόρηση θα κάνουμε, με στόχο αυτή ν' αποτελέσει πηγή προβληματισμού και παραπέρα μελέτης.
Οι δεκαετίες του '50 και του '60 (εν μέρει και του '70) σφραγίστηκαν από τις αντιαποικιοκρατικές-εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις. Ετσι προέκυψαν τα νέα, ανεξάρτητα κράτη της Ασίας και της Αφρικής. Ο ριζοσπαστισμός αυτών των επαναστάσεων και των πολιτικών υποκειμένων που τις καθοδήγησαν δεν ήταν παντού ο ίδιος, όμως είχε κοινά σημεία. Το ιστορικά σημαντικό είναι ότι δημιούργησε νέα δεδομένα, νέους διεθνείς συσχετισμούς, νέα στρατηγική των ιμπεριαλιστικών χωρών. Η αποικιοκρατία έπρεπε να αντικατασταθεί από την οικονομική εξάρτηση. Αυτό δεν έγινε αυτόματα. Συχνά το πέρασμα στην οικονομική εξάρτηση έγινε με αιματηρό τρόπο, γιατί οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έπρεπε να κάμψουν την αντίσταση των νέων καθεστώτων, ιδιαίτερα των πιο ριζοσπαστικών απ' αυτά.
Την ίδια περίοδο είχε ολοκληρωθεί η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη σοσιαλιστική ΕΣΣΔ και είχε σχηματιστεί το δικό της νεο-αποικιακό σύστημα, που περιλάμβανε τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες και είχε τη δυνατότητα να επεκταθεί στις νέες κρατικές επικράτειες που προέκυπταν από τις αντιαποικιοκρατικές-εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις. Ορος για να συμβεί αυτό ήταν η προσέγγιση των αστικών κλικών που διαχειρίζονταν την εξουσία στα νεαρά κράτη. Ετσι, η ρεβιζιονιστική ηγεσία δεν περιορίστηκε στη στήριξη αυτών των κρατών έναντι των απειλών που δέχονταν από το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης, αλλά ταυτίστηκε με τις αστικές ηγεσίες, ακόμη και τις πιο συντηρητικές απ' αυτές, με μοναδικό όρο να ενταχθούν οι χώρες που διοικούσαν στη ρωσική σφαίρα επιρροής και ν' αποτελέσουν τμήμα της παράλληλης αγοράς που δημιουργούσαν η ΕΣΣΔ και οι δορυφόροι της.
Προκειμένου να το πετύχει αυτό, η ρωσική ηγεσία χρησιμοποίησε μέσα οικονομικού ντάμπινγκ. Δηλαδή, εξασφάλιζε στις αστικές τάξεις αυτών των χωρών τιμές λίγο ψηλότερες στην αγορά των πρώτων υλών τους και λίγο χαμηλότερες στην πώληση βιομηχανικών προϊόντων και όπλων. Οι σχέσεις ήταν και πάλι εκμεταλλευτικές (ο Τσε Γκεβάρα, ως υπουργός της μετεπαναστατικής Κούβας το επεσήμανε αυτό), όμως η «διαφορά τιμής» επέτρεψε στην ιμπεριαλιστική ΕΣΣΔ να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των ιμπεριαλιστών της Δύσης, που θεωρούσαν ότι έπρεπε ακόμα να ασκούν την «πολιτική των κανονιοφόρων» και χρειάστηκαν κάποιο χρόνο μέχρι να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους.
Πέρα από το οικονομικό ντάμπινγκ, με το οποίο εκτόπιζαν τους ιμπεριαλιστές της Δύσης, οι Ρώσοι εφάρμοσαν πολιτικό ντάμπινγκ, που χτύπησε ανελέητα το κομμουνιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα αυτών των χωρών, και κοινωνικό ντάμπινγκ, που καταδίκασε σε υπερεκμετάλλευση και φτώχεια τους λαούς αυτών των χωρών, που πίστευαν ότι θα δουν καλύτερες μέρες μετά την απελευθέρωσή τους από τα αποικιοκρατικά δεσμά.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα είτε μετατράπηκαν σε παραρτήματα των αστικοεθνικιστικών κομμάτων, είτε χτυπήθηκαν ανελέητα (χαρακτηριστικότατο είναι το παράδειγμα του ΚΚ Ιράκ). Οι χώρες στις οποίες κυβερνούσαν αστικοεθνικιστικά καθεστώτα που εντάσσονταν στη ρωσική σφαίρα επιρροής βαφτίστηκαν «χώρες μη καπιταλιστικής ανάπτυξης» ή «χώρες σοσιαλιστικού προσανατολισμού». Οι λαϊκές μάζες καταδικάστηκαν σ' αυτό που ονομάστηκε «τριτοκοσμική μιζέρια», καθώς το εισόδημα που απέφερε η νεο-αποικιακή εκμετάλλευση αυτών των χωρών πήγαινε στον παρασιτισμό της αστικής τάξης και στη συντήρηση του γραφειοκρατικού και κατασταλτικού μηχανισμού που έστησαν τα νέα καθεστώτα. Ετσι, συν τω χρόνω, ο μαρξισμός συκοφαντήθηκε στα μάτια των λαϊκών μαζών, που έβλεπαν τι συνέβαινε (άλλο αν δεν μπορούσαν ν' αντιδράσουν, γιατί όλα αυτά τα καθεστώτα έστησαν ένα μηχανισμό καταστολής, στηριζόμενο σε πραιτοριανούς και εκτεταμένο χαφιεδισμό).
Συν τω χρόνω, επίσης, συνέβησαν και γεωστρατηγικές αλλαγές. Τη δεκαετία του '70, για παράδειγμα, η ΕΣΣΔ έχασε την Αίγυπτο, που «εν μιά νυκτί» πέρασε στην αμερικάνικη σφαίρα επιρροής. Το ίδιο συνέβη με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι παλιοί αποικιοκράτες επέστρεψαν σε περιοχές που για κάποια χρόνια είχαν χάσει, ενώ σε άλλες περιοχές επέστρεψαν με οικονομικά και πολιτικά μέσα (π.χ. η Γαλλία στη Βόρεια Αφρική). Ολες αυτές οι αλλαγές, όμως, δεν σήμαναν τίποτα για τις λαϊκές μάζες, που -παρά τη σχετική καπιταλιστική ανάπτυξη των πρώην αποικιών- εξακολούθησαν να ζουν σε αφάνταστη φτώχεια και αθλιότητα και υπό τη σιδερένια μπότα των πρώην εθνικοαπελευθερωτικών καθεστώτων, που είχαν μετεξελιχτεί σε στυγνές δικτατορίες, πότε χωρίς καν κοινοβουλευτισμό και πότε μ' έναν οπερετικό κοινοβουλευτισμό που τον ήλεγχαν απόλυτα οι ηγετικές κλίκες, οι οποίες δε διέφεραν πια καθόλου από τις παλαιότερες «ελέω θεού» μοναρχίες.
Τότε είναι που το Ισλάμ μετατρέπεται από θρησκευτική σε πολιτική δύναμη. Αυτή η μετατροπή επίσης δεν συνέβη αυτόματα, ούτε ισόμετρα σε όλες τις χώρες. Ο παράγοντας όμως που επέτρεψε στο Ισλάμ να μετατραπεί σε πολιτική δύναμη ήταν παντού η νεο-αποικιοκρατική εκμετάλλευση και η πλήρης προδοσία ακόμη και των ελάχιστων κοινωνικών αιτημάτων των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων από το σύνολο σχεδόν των παλιών εθνικοαστικών κομμάτων. Αυτή η προδοσία, η χρησιμοποίηση με ευνοιοκρατικό τρόπο του διχαστικού συστήματος των φυλών, η κραιπάλη των αστικών κλικών και ο παρασιτισμός των μικρότερων κομμάτων (μαζί και τα ονομαζόμενα Κομμουνιστικά) δίπλα στις κυρίαρχες κλίκες, δημιούργησαν ένα μεγάλο πολιτικό κενό, που ελλείψει άλλου κάλυψε το Ισλάμ, που διέθετε τις οργανωτικές δομές για να το κάνει.
Και βέβαια, το πολιτικό Ισλάμ υπέστη τις δικές του εσωτερικές διεργασίες και μεταλλάξεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος και κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Ο,τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, λοιπόν.
Πέτρος Γιώτης