Ο σκαντζόχοιρος, όταν αισθάνεται ότι απειλείται, κουλουριάζεται και μετατρέπεται σε μια αγκάθινη μπάλα. Τα αγκάθια είναι τα όπλα του. Γι’ αυτό και είναι άστοχη η παρομοίωση της τακτικής του Περισσού με αυτή του σκαντζόχοιρου. Γιατί ο Περισσός δεν έχει «αγκάθια». Αυτό που κάνει είναι η προσπάθεια ενός αστικού-ρεφορμιστικού κόμματος να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του και να συσπειρώσει τα μέλη του μ’ έναν επαναστατικό βερμπαλισμό, ο οποίος όμως ακυρώνεται από την πρακτική πολιτική του. Γι’ αυτό και δεν τρομάζει την αστική τάξη. Αυτός ο ιδιόμορφος σεκταρισμός, που στηρίζεται στο δίπολο «επαναστατικός βερμπαλισμός – αστική πολιτική», είναι ευεξήγητος με τα όπλα της μαρξιστικής κοινωνιολογίας κι αυτό θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, εν συντομία, παρακάτω.
Εχει κάθε λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ να σηκώνει καπνό παραλλαγής, υπερασπιζόμενος τον Χ. Φλωράκη. Να βγαίνει ο Π. Λαφαζάνης («Βήμα της Κυριακής», 8.12.13) και να αποτίει φόρο τιμής στον Χ. Φλωράκη, καταγγέλλοντας τις «μικροπρέπειες» σε βάρος του, τις οποίες προφανώς διαπράττουν οι επίγονοί του στον Περισσό. Μ’ αυτή την τακτική τα έμπειρα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σπρώχνουν τον Περισσό σε βαθύτερη σεκταριστική αναδίπλωση, γεγονός που μεγαλώνει τον «ζωτικό χώρο» του ΣΥΡΙΖΑ στ’ αριστερά του (για τη διεύρυνση προς τα δεξιά φροντίζει ο Τσίπρας). Ομως, το πρόβλημα για τον Περισσό δεν είναι ο Φλωράκης. Το πρόβλημά του είναι πώς θ’ αποφύγει τη μεγάλη πίεση που του ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Για το μηχανισμό του Περισσού, η εμπειρία του 1988-1990 με τον Συνασπισμό υπήρξε τραυματική. Συνεργάστηκαν με τους «ανανεωτικούς» της ΕΑΡ και αντί να τους μετατρέψουν σε παρακολούθημα της δικής τους πολιτικής (τα μεγέθη ήταν συντριπτικά υπέρ του Περισσού και κατά της παρέας του Κύρκου), κόντεψαν να χάσουν το ίδιο τους το κόμμα. Στο τσακ κατάφεραν να νικήσουν το 1991, στα δυο συνέδρια που οργάνωσαν εκείνη τη χρονιά. Και ήταν ο Φλωράκης που έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα, εκτελώντας «παιδοκτονία» (η ομάδα που έφυγε και πήγε στον ΣΥΝ –Δαμανάκη, Αλαβάνος, Λαφαζάνης, Χουντής κ.ά.- ήταν «τα παιδιά του»).
Οσο ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα του 4%, ο Περισσός δεν κλεινόταν τόσο πολύ στον εαυτό του. Οταν ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ άρχισε ν’ ανεβαίνει, ο Περισσός άρχισε να κλείνεται στο καβούκι του, για ν’ αποφύγει την πίεση από τα δεξιά του. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα εξουσίας, ο Περισσός αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη πίεση στο εσωτερικό του (εκφράστηκε στο τελευταίο συνέδριό του) και η ανάγκη να επενδύσει θεωρητικά το κλείσιμό του έγινε πιεστική. Διότι εκείνο που δε θέλει να ξαναπεράσει η ηγετική ομάδα του Περισσού είναι η αγωνία του 1990-91, όταν απειλήθηκε η ίδια η αυτοτελής κομματική της συγκρότηση. Αν τότε κόντεψε να χάσει τα κλειδιά του Περισσού, φανταστείτε τι θα πάθαινε αν σήμερα, με τον δυσμενέστατο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της, επεδίωκε οποιασδήποτε μορφής συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ο Περισσός ένα επαναστατικό κόμμα ή έστω ένα κόμμα που αναζητά τον επαναστατικό αναπροσανατολισμό του; Την απάντηση μπορεί κανείς να την αναζητήσει στην πολιτική του πρακτική. Να θυμίσουμε μήπως τη στάση του το Δεκέμβρη του 2008, όταν τον επαινούσαν ακόμα και οι πιο συντηρητικοί πολιτικοί και δημοσιογραφικοί παράγοντες για την υπεύθυνη στάση του; Να θυμίσουμε τη ρήση της Παπαρήγα, ότι «στη λαϊκή επανάσταση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι»; Να θυμίσουμε την αυτόκλητη μετατροπή του σε φρουρό του αστικού κοινοβούλιου; Να θυμίσουμε τη διαρκή καταδίκη κάθε ενέργειας λαϊκής αντιβίας; Τι να πρωτοθυμίσουμε στον περιορισμένο χώρο της στήλης;
Ο Περισσός είναι ένα αστικό-ρεφορμιστικό κόμμα που αυτή την περίοδο, λόγω της πίεσης που δέχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να περιχαρακωθεί στ’ αριστερά του, όχι σε πρακτικό-πολιτικό, αλλά σε βερμπαλιστικό επίπεδο. Κάπως έτσι ξεκίνησαν από τις δήθεν αυτοκριτικές για τη συνεργασία με την ΕΑΡ το 1988 και τη συμμετοχή σε δυο διαδοχικές κυβερνήσεις το 1989-90 και έφτασαν να υιοθετήσουν τη βασική πολεμική του τροτσκισμού προς το τριτοδιεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα. Μάλιστα, είναι η ίδια η πίεση που ασκείται από το «αριστερό ρεύμα» του ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησε την ηγεσία του Περισσού σε συνεχείς «βελτιώσεις» της… επαναστατικής αυτοκριτικής του.
Μιλούσαν οι ΣΥΡΙΖΑίοι για την τακτική του 1988-90, απαντούσε η ηγεσία του Περισσού με αυτοκριτική για την τότε στάση της, η οποία στην αρχή ήταν δειλή και μασημένη, ενώ πλέον έχει γίνει ανοιχτή και καθολική (γι’ αυτό από την άλλη πλευρά γίνεται η σπέκουλα για τον Φλωράκη). Οι ΣΥΡΙΖΑίοι τότε πήγαν παραπίσω στην ιστορία, ανακαλύπτοντας (σπεκουλαδόρικα, φυσικά) τον Ζαχαριάδη και την πολιτική τακτική του ΚΚΕ την περίοδο 1945-46 (φυσικά, για το 1946-49, για τον ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, δεν λένε κουβέντα, για ευνόητους λόγους). Ο Περισσός αναγκάστηκε να αποκηρύξει και αυτή την περίοδο, με αρθρογράφο τον… μέγα μαρξιστή-λενινιστή Μάκη Μαΐλη. Αυτή τη φορά η αποκήρυξη δεν έγινε από τα δεξιά (είναι γνωστή η αποκήρυξη της επανάστασης του 1946-49 και ο χαρακτηρισμός της ως «τυχοδιωκτισμός του Ζαχαριάδη», αρχής γενομένης από την πραξικοπηματική 6η Ολομέλεια του 1956). Αυτή τη φορά η αποκήρυξη έγινε «από τ’ αριστερά». Η πολιτική τακτική του ΚΚΕ το 1945-46 χαρακτηρίστηκε… δεξιός οπορτουνισμός! Το γεγονός ότι αυτή η πολιτική τακτική προετοίμαζε (και τελικά προετοίμασε) την επανάσταση του 1946-49, τη μοναδική προλεταριακή επανάσταση που έγινε στην Ευρώπη μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αποτελεί προφανώς… ασήμαντη λεπτομέρεια.
Το επόμενο βήμα είναι το πέρασμα του Περισσού σε καθαρόαιμες τροτσκιστικές θέσεις και έγινε με άρθρο του ΠΓ, που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του θεωρητικού τους περιοδικού. Εκεί διαβάζουμε τα εξής εκπληκτικά: «Στα περισσότερα προγράμματά του (το ΚΚΕ) διατύπωνε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη λαθεμένη στρατηγική των σταδίων, υπό την καθοδήγηση και της ΚΔ. Στην πορεία επίσης έπαιξε ρόλο το 7ο Συνέδριο της Διεθνούς για το αντιφασιστικό μέτωπο».
Εδώ θα ταίριαζε το «για δες ποιοι μιλάνε». Τη θεωρία των σταδίων την εισήγαγαν αυτοί, επεξεργασμένη σε όλες της τις λεπτομέρειες, στο 9ο συνέδριο και την επεξεργάζονταν συνεχώς σε όλα τα επόμενα συνέδρια. Στην πραγματικότητα προσάρμοσαν στα ελληνικά δεδομένα την κατεύθυνση των σοσιαλιμπεριαλιστών του Κρεμλίνου περί «αντιμονοπωλιακών-δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων», περί «μη καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης» κτλ.
Αντίθετα, η στρατηγική και τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως εφαρμόζονταν και στις εξαρτημένες χώρες, όπως η Ελλάδα, ήταν αυτή που επεξεργάστηκε θεωρητικά ο Λένιν στο περίφημο έργο του «Δυο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση» (1905). Ηταν στρατηγική και τακτική για το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου. Σ’ αυτή τη θεωρία, που δεν έχει καμιά σχέση με τη θεωρία των σταδίων, «πατούσε» και η εισήγηση του Ντιμιτρόφ στο 7ο συνέδριο της Διεθνούς.
Ποιος αντιμαχόταν αυτή την επαναστατική στρατηγική και τακτική με επιχειρήματα σαν αυτά που «ανακαλύπτει» σήμερα ο Περισσός; Ο διεθνής τροτσκισμός που, χρησιμοποιώντας μια δήθεν υπεραριστερή φρασεολογία, λειτουργούσε ως προκεχωρημένο φυλάκιο της μπουρζουαζίας μέσα στο εργατικό κίνημα, σαμποτάροντας την εργατοαγροτική συμμαχία στις εξαρτημένες χώρες και το ενιαίο εργατικό μέτωπο στις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες.
Πέτρος Γιώτης