Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, όταν ο γράφων, πρωτοετής φοιτητής, βρέθηκε σ’ έναν καινούργιο κόσμο, παρασυρμένος από το ξέφρενο ρεύμα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού και της πολιτικοποίησης, το πρώτο πράγμα που του έκανε εντύπωση στο λόγο των ήδη μαρξιστικά κατηρτισμένων ήταν πως η κοινωνία δε χωρίζεται σε πλούσιους και φτωχούς, αλλά σε καπιταλιστές και εργάτες (και ενδιάμεσα τα μικροαστικά στρώματα). Αν και καταγόμενος από εργατική οικογένεια, είχε συνηθίσει στο διαχωρισμό πλούσιοι-φτωχοί, που βρισκόταν καθημερινά στο στόμα του οικογενειακού, συγγενικού και φιλικού περίγυρου, στον οποίο υπήρχαν μόνο φτωχοί μεροκαματιάρηδες (αγρότες και μισοαγρότες-μισοεργάτες).
Αργότερα, εντρυφώντας στο μαρξικό έργο, κατάλαβε πως το ορθό είναι να αναφερόμαστε στον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας. Παρά ταύτα, του πήρε καιρό να καταλάβει πως αυτό πρέπει να γίνεται και στην πολιτική ζύμωση. Οτι δεν πρέπει, δηλαδή, χάριν απλότητας ή λαϊκότητας του πολιτικού λόγου, να γίνεται υποχώρηση από τη σωστή, επιστημονική τοποθέτηση του ζητήματος και να μιλάμε για αντιθέσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Οτι αυτή η επιμονή δεν αποτελεί σχολαστικισμό (ενδεχομένως και σεκταρισμό), αλλά επιβάλλεται, αν θέλουμε να δημιουργούμε ταξικές συνειδήσεις με γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Τα παραπάνω δεν αναφέρονται ως αναπόληση των χρόνων της νεότητας, αλλά ως εισαγωγή σ’ ένα ζήτημα που έχει καταστεί και πάλι επίκαιρο. Το φορολογικό σύστημα αποτελούσε πάντοτε μια σοβαρή παράμετρο της οικονομικής πολιτικής. Στα χρόνια της κρίσης και της σκληρής λιτότητας, όμως, απέκτησε κρίσιμο χαρακτήρα, για δυο λόγους. Πρώτον, επειδή ως αιτία της κρίσης παρουσιάστηκε η δημοσιονομική πολιτική, πυλώνα της οποίας αποτελεί το φορολογικό σύστημα. Δεύτερον, επειδή η σκληρή δημοσιονομική λιτότητα δεν περιέλαβε μόνο το πετσόκομμα των πάσης φύσης κρατικών δαπανών (από τις επιχορηγήσεις κοινωνικών φορέων μέχρι τις δημόσιες επενδύσεις), αλλά έχει ως βασικό πυλώνα της και τη φορολογική πολιτική. Η φορολόγηση, άμεση και έμμεση, ανέβηκε σε ύψη που δεν είχαμε γνωρίσει τα τελευταία σαράντα χρόνια. ΦΠΑ, ειδικοί φόροι, έκτακτα χαράτσια (που γίνονται το ένα μετά το άλλο μόνιμα) και τέλος η φορολογία εισοδήματος απέκτησαν εφιαλτικές διαστάσεις.
Η σύγκρουση των αστικών πολιτικών κομμάτων για το μέλλον που το καθένα απ’ αυτά επαγγέλεται περιορίζεται, επίσης, στη δημοσιονομική πολιτική και εντέλει στη φορολογική. «Πού θα βρείτε τα λεφτά;» είναι το ερώτημα που απευθύνεται στον ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που προχωρά σε κάποιες δημαγωγικού τύπου εξαγγελίες. Και ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά «θα φορολογήσουμε τους πλούσιους και θα ανακουφίσουμε τους φτωχούς». Παλαιότερα μιλούσε για «περιουσιολόγιο», τελευταία το έχει ξεχάσει και αυτό και μιλά για τις διάφορες «λίστες» (Λαγκάρντ, Λουξεμβούργου κτλ.), μέσω των οποίων θα βρει υποτίθεται τους πλούσιους και θα τους φορολογήσει παραπάνω, για να χρηματοδοτήσει την κοινωνική και αναπτυξιακή του πολιτική και να ανακουφίσει κάπως τους εργαζόμενους και συνταξιούχους.
Νάτος πάλι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Δεν πρόκειται για διολίσθηση προς μια απλοποιημένη λαϊκή γλώσσα, χάριν της καλύτερης επικοινωνίας, αλλά για μια σκόπιμη υπερταξική τοποθέτηση του ζητήματος, η οποία εστιάζει στην αναδιανομή και όχι στη διανομή του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Ο καπιταλισμός μένει στο απυρόβλητο, το κέρδος ως κοινωνική σχέση που καθορίζει και κινεί τον καπιταλισμό μένει στο απυρόβλητο και η όλη συζήτηση εστιάζεται στη συσσωρευμένη περιουσία και στα δηλωνόμενα (και αδήλωτα εισοδήματα).
Μάλιστα, επειδή το κεφάλαιο έχει αναγορευτεί απ’ όλες τις πλευρές σε ατμομηχανή της ποθούμενης ανάπτυξης, o μεν Σαμαράς όπου σταθεί κι όπου βρεθεί περιγράφει το μεγάλο όραμά του να μειώσει τη φορολογία κερδών στο 15%, ο δε ΣΥΡΙΖΑ τηρεί αιδήμονα σιγή, χωρίς πάντως ούτε να υπαινίσσεται αύξηση της φορολογίας των κερδών. Ετσι, η διανομή, εκεί που το κεφάλαιο οργιάζει ως κοινωνική σχέση, παραμένει στο απυρόβλητο, άμεσα και έμμεσα.
Αμεσα με τη διατήρηση των εξευτελιστικών μισθών και των μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων και έμμεσα με τη χαμηλή αυτοτελή φορολόγηση των κερδών.
Ολη η προσοχή εστιάζεται στην αναδιανομή, η οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εκμετάλλευση, αφού στην αναδιανομή φορολογούνται τα εισοδήματα και το τμήμα που αποσπάται απ’ αυτά μέσω της φορολογίας χρησιμοποιείται από το κράτος για τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί ότι αυτές οι δαπάνες δεν είναι απαλλαγμένες από ταξική φόρτιση. Το κεφάλαιο δεν είναι μόνο φορολογούμενος, είναι και εργολάβος και προμηθευτής του κράτους, επομένως μπορεί πολύ εύκολα να παίρνει πίσω περισσότερα απ’ αυτά που δίνει. Υπάρχει ακόμα ένα τεράστιο πλέγμα «κινήτρων» μέσω των οποίων διοχετεύεται κρατικό χρήμα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, χάριν της «ανάπτυξης». Ακόμη και η κοινωνική πολιτική ασκείται στο μεγαλύτερο μέρος της μέσω καπιταλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες αποκομίζουν κέρδη απ’ αυτή.
Δύο είναι τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση.
Πρώτο, ότι ακόμη και το πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα δεν αίρει τον άδικο και εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, ο οποίος υπάρχει στη διανομή, εκεί που αναπτύσσεται άμεσα η κοινωνική σχέση εργάτη-καπιταλιστή. Γι’ αυτό και το πρωταρχικό για τον εργάτη, όσο είναι αναγκασμένος να μισθώνει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο, είναι να πετυχαίνει όσο γίνεται ψηλότερο μισθό, ικανοποιητική κοινωνική ασφάλιση και εργασιακές σχέσεις που θα βάζουν φραγμό στην υπερεκμετάλλευσή του.
Δεύτερο, ότι ο τομέας της αναδιανομής αφορά την εργατική τάξη, η οποία –χωρίς φλυαρίες περί δίκαιου φορολογικού συστήματος– πρέπει να διεκδικεί απόλυτο αφορολόγητο για τα εργατικά εισοδήματα, μείωση των έμμεσων φόρων (κατάργησή τους στα είδη πρώτης ανάγκης) και υψηλή φορολογία κερδών. Να φορολογείται το κέρδος εκεί που παράγεται και όχι να αναζητούνται οι πλούσιοι για να φορολογηθούν και να εμφανίζονται οι καπιταλιστές… φτωχαδάκια, επειδή με χίλιους δυο τρόπους μπορούν να κρύβουν την προσωπική τους περιουσία και να βγάζουν μεγάλο μέρος των κερδών τους στο εξωτερικό.
Αλλωστε, τι σημαίνει δίκαιο φορολογικό σύστημα; Η έννοια είναι απολύτως σχετική. Σήμερα δε, ακόμη και οι πιο τρανταχτές προεκλογικές υποσχέσεις (αυτές του ΣΥΡΙΖΑ) πόρρω απέχουν από αυτό που παλιότερα θεωρούνταν δίκαιο φορολογικό σύστημα. Η δικαιολογία που ακούγεται είναι πανάρχαια: «πρέπει να παράξουμε πλούτο για να μπορέσουμε να τον φορολογήσουμε». Παλιά έλεγαν «πρώτα πρέπει να παράξουμε, για να δούμε μετά πώς θα μοιράσουμε το προϊόν της παραγωγής». Οταν έρχεται η κουβέντα στη μοιρασιά, οι καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό βρίσκουν ότι δεν υπάρχει παραγωγικότητα, δεν υπάρχει ανταγωνιστικότητα. Αν, όμως, φύγουν από τη μέση οι κάτοχοι του κεφαλαίου, αν το προϊόν της παραγωγής ανήκει σ’ αυτούς που το παράγουν, τότε δε θα υπάρχει κανένας προβληματισμός ούτε για τη διανομή ούτε για την αναδιανομή.
Πέτρος Γιώτης