Η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων εξέδωσε την περασμένη Δευτέρα ανακοίνωση στην οποία κάνει λόγο για απαράδεκτη συμπεριφορά δικαστών, που επιβάλλουν εξοντωτικές ποινές σε πολίτες, ιδιαίτερα στους αδύναμους. Προτίθεται δε να ζητήσει τον πειθαρχικό έλεγχο αυτών των δικαστών και γι’ αυτό ζητά από τους δικηγόρους να θέτουν υπόψη της τέτοιες περιπτώσεις.
Η είδηση αυτή, στην οποία δεν δόθηκε καμιά δημοσιότητα, είναι κατά τη γνώμη μας πιο σημαντική από τις διάφορες αποκαλύψεις και «αποκαλύψεις» για το λεγόμενο παραδικαστικό κύκλωμα. Γιατί μας δίνει μια μικρή γεύση του οργίου της αυθαιρεσίας και του ταξικού μίσους που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικά που αυτές τις μέρες, σύμφωνα με την Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, γνωρίζουν έξαρση. Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ως απολύτως βάσιμη την καταγγελία που διατυπώνουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, γιατί πρόκειται για όργανα θεσμικά, συντηρητικών αντιλήψεων, που εκφράζουν ανθρώπους που ζουν απ’ αυτό το επάγγελμα και γι’ αυτό δεν έχουν κανένα λόγο να υπονομεύσουν το σύστημα ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντί του. Θα πρέπει η κατάσταση να έχει γίνει εφιαλτική, για να αποφασίσουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι να κάνουν τέτοια καταγγελία.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Φοβούνται, μήπως, οι δικαστές από το θόρυβο που έχει ξεσπάσει και άρχισαν να μοιράζουν τις ποινές σαν τα στραγάλια; Οχι βέβαια. Το σύστημα τους έχει θωρακίσει με τέτοια εξουσία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, που δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, αν δεν παρανομήσουν. Αλλωστε, οι προβλεπόμενες για κάθε αδίκημα ποινές κυμαίνονται σε μια κλίμακα που έχει πάνω και κάτω όριο. Ουδείς θα έψεγε ένα δικαστή που θα έριχνε μια ποινή κοντά στο κάτω όριο σ’ έναν δυστυχή που παρανόμησε. Ούτε θα περνούσε από το μυαλό κανενός ότι αυτός ο δικαστής τα έχει πιάσει, όταν θα έβλεπε την εικόνα του δυστυχή κατηγορούμενου που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Γιατί, λοιπόν, οι δικαστές κινούνται πλέον όλο και περισσότερο στα πάνω όρια των ποινών και μάλιστα όσο πιο αδύναμος είναι κανείς τόσο πιο σκληρή είναι η αντιμετώπισή του, γεγονός που ανάγκασε τους Δικηγορικούς Συλλόγους να παρέμβουν με δημόσια καταγγελία;
Πρόκειται για τη συντεχνιακή αντίδραση της δικαστικής κάστας απέναντι στα όσα διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα. Από πρώτη άποψη, αυτή η αντίδραση δείχνει ακατανόητη. Αφού η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστών είναι άσπιλοι και αφού οι λίγοι επίορκοι θα πέσουν στην τσιμπίδα του νόμου, δεδομένου ότι η διαδικασία «αυτοκάθαρσης» δεν πρόκειται ν’ αφήσει καμιά σκιά να αιωρείται, όπως προσπαθούν να μας πείσουν όλοι, γιατί οι δικαστές να μη δείξουν μεγαλύτερη ευαισθησία, για να είναι πιο πειστική η προπαγάνδα που συνοδεύει την «κάθαρση»; Το γεγονός ότι δεν αντιδρούν έτσι αποδεικνύει πως αυτή η κάστα ενοχλείται σφόδρα από τις ίδιες τις διαδικασίες της «αυτοκάθαρσης» και παίρνει την εκδίκησή της από την κοινωνία με το όπλο που διαθέτει: την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης όσων πέφτουν στα χέρια της.
Η αντίδραση αυτή κάθε άλλο παρά ψυχολογική είναι. Πρόκειται για μια αντίδραση με καθαρά κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Συμπεριφερόμενοι έτσι οι δικαστές, πρώτο, διαχωρίζονται ακόμη περισσότερο από τους υπόλοιπους θεσμούς του αστικού συστήματος εξουσίας (πολιτικά κόμματα, Τύπο) και θωρακίζονται ως κάστα με ιδιαίτερες εξουσίες και, δεύτερο, υπερασπίζονται το σύστημα της μίζας και της αρπαχτής. Ζητούν να σταματήσει εδώ και τώρα το «ψάξιμο» και να πέσουν στα μαλακά οι «ατυχήσαντες» συνάδελφοί τους.
Σύστημα μίζας και αρπαχτής στη Δικαιοσύνη; Δεν έχουμε να κάνουμε με «ελάχιστους επίορκους»; Υπάρχουν κάποια πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και κάποια άλλα που γίνονται και δεν λέγονται. Σε ένα σύστημα που βασιλεύει η διαφθορά, σε ένα σύστημα που πιστεύει μόνο στον κερδώο Ερμή και σε κανέναν άλλο θεό, θα ήταν αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι άνθρωποι που έχουν εξουσία δεν χρηματίζονται. Δεν υπάρχουν, όμως, αποδείξεις. Σωστά. Μήπως υπάρχουν, όμως, από τον πολιτικό που τα πιάνει όχι μόνο από επιχειρηματίες αλλά και από κακομοίρηδες για ένα διορισμό; Μήπως υπάρχουν για τον ασφαλίτη που εισπράττει νταβατζιλίκι από πορνεία, κωλόμπαρα και άλλα ευαγή ιδρύματα. Μήπως υπάρχουν για τον εφοριακό που κατεβάζει στο μισό το πρόστιμο και παίρνει τη μίζα του για την εξυπηρέτηση; Μήπως υπάρχουν για το γιατρό που παίρνει φακελάκι; Κάπου-κάπου πιάνεται κανένας, όμως μέσα στην κοινωνία είναι διάχυτη η πεποίθηση (που προκύπτει από γνώση και εμπειρία), ότι το «λάδωμα» απλώνεται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ αυτή που φαίνεται. Υπάρχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις, ίσα-ίσα για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ακόμα, όμως, και αν δεν υπήρχε το «λάδωμα», οι σακούλες με τα «πακέτα» που αλλάζουν χέρια με ενδιάμεσους αετονύχηδες δικηγόρους, υπάρχει μεγάλο κίνητρο για να σκληρύνουν τη στάση τους οι δικαστές. Το κίνητρο της κάστας που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, που αισθάνεται ότι τσαλακώνεται το εξουσιαστικό της κύρος και προσπαθεί να το ανακτήσει δείχνοντας τα νύχια της.
Η Δικαιοσύνη είναι κομμάτι του μηχανισμού καταστολής του αστικού κράτους. Εκλεκτό κομμάτι, όμως, που η ιδεολογία του συστήματος το εμφανίζει ως κάτι το διαφορετικό από τους μπάτσους. Ως ανεξάρτητη εξουσία, η οποία στέκεται υπεράνω πολιτικών και προστατεύει τη νομιμότητα για λογαριασμό του λαού. Ως έσχατο καταφύγιο του καταφρονεμένου πολίτη, ως ασπίδα προστασίας του ακόμα και από τις αυθαιρεσίες του υπόλοιπου κράτους. Αυτός ο ειδικός ρόλος της Δικαιοσύνης στο σύστημα εξουσίας καλλιεργεί και μια ορισμένη συνείδηση στα μέλη της. Τη συνείδηση του ξεχωριστού, του εκλεκτού, του ανθρώπου που είναι πάνω από τους άλλους, που ρυθμίζει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων. Ανθρωποι με τέτοια συνείδηση είναι λογικό να αισθάνονται μειωμένοι από τα όσα συζητιούνται καθ’ άπασα την επικράτεια για την κάστα τους και να αντιδρούν ενισχύοντας τα πιο αντιδραστικά, τα πιο ταξικά χαρακτηριστικά της εξουσίας τους.
Αυτό είναι πολιτικό ζήτημα. Είναι η διαπραγμάτευση που κάνει η δικαστική κάστα με τους υπόλοιπους πόλους του συστήματος εξουσίας. Αλλωστε, αυτή η κάστα έχει διαπρέψει στο παρελθόν, στις πιο μαύρες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας. Στελέχωσε τα έκτακτα στρατοδικεία του εμφύλιου και του μετεμφυλιακού μοναρχοφασισμού, υπηρέτησε χωρίς κανένα πρόβλημα τη χούντα και ήταν το μόνο κομμάτι του κρατικού μηχανισμού που δεν υπέστη αυτή την κουτσουρεμένη και υποκριτική «αποχουντοποίηση». Και βέβαια, δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν ζηλώσει τη δόξα του Ντι Πιέτρο και των «καθαρών χεριών» της Ιταλίας ή και του Μπαλτάθαρ Γκαρθόν της Ισπανίας και φιλοδοξούν να αναβαθμιστεί ο ρόλος που διαδραματίζουν στο σύστημα εξουσίας και να μην είναι απλώς διεκπεραιωτές αποφάσεων που παίρνονται αλλού.
Διερχόμαστε, ασφαλώς, μια κρίση της Δικαιοσύνης. Μια κρίση που ακόμα δεν έχει εκτονωθεί. Η κάστα, λοιπόν, αντιδρά για να επέλθει η ισορροπία μια ώρα γρηγορότερα και όλα να επανέλθουν στους συνήθεις ρυθμούς τους. Ολα.