Με την εκατονταετία από τη λήξη των βαλκανικών πολέμων ασχολήθηκε πριν από λίγο καιρό ο Δημοσθένης Κούρτοβικ σε πόνημά του (Τα Νέα Σαββατοκύριακο, 29-30.6.13). Η ιστορική επέτειος, όμως, δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα για να επιδοθεί ο συγγραφέας σε ένα ρεσιτάλ ευρωλαγνείας, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Κατά τα άλλα, βέβαια, ο κ. Κούρτοβικ εξακολουθεί να φορά την τήβεννο του αμερόληπτου συγγραφέα και να κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο σε όσους προσεγγίζουν την ιστορία μέσα από απλουστευτικά σχήματα.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ορθά, ότι από τους εθνικισμούς (ελληνικό, βουλγαρικό, σερβικό) που συγκρούστηκαν κατά τον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο για τη μακεδονική λεία διαπράχτηκαν ακρότητες, τις οποίες πλήρωσε κυρίως ο άμαχος πληθυσμός. Στέκεται ειδικά σ’ αυτό το θέμα, όμως, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «ειδικά για την περιοχή μας, η φύση και η φρίκη αυτού του πολέμου δείχνει πόσο σημαντική είναι η ένταξή της σε ένα υπερεθνικό ή μεταεθνικό μόρφωμα, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό, που να αποτρέπει τέτοιους αιματηρούς ανταγωνισμούς, κάνοντάς τους περιττούς». Και για να μην αναρωτηθεί κανείς τι ακριβώς εννοεί, γράφει ευθέως το συμπέρασμά του: «Αν χαθεί η ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που έχει αρχίσει ήδη να κάνει τρύπες, η χερσόνησος του Αίμου είναι πολύ πιθανό ότι θα ποτιστεί ξανά με αίμα».
Χωρίς ν’ απλοποιούμε καθόλου τη σκέψη του συγγραφέα, το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι το δίλημμα που, εμμέσως πλην σαφώς, μας θέτει: ή θα είμαστε στην ΕΕ ή θα ζούμε με τον κίνδυνο ενός νέου αιματηρού βαλκανικού πολέμου, λόγω των εθνικισμών που είναι πάντοτε παρόντες στην περιοχή μας. Ακόμη και αν η συμμετοχή στην ΕΕ συνεπάγεται εκχώρηση της εθνικής ανεξαρτησίας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα που κουμαντάρουν την ΕΕ.
«Τα Βαλκάνια είναι κάτι που δεν εξορθολογίζεται εύκολα, ούτε από την παγκοσμιοποίηση», γράφει ο Δ. Κούρτοβικ. Πράγματι, έτσι είναι, μόνο που αυτό δεν οφείλεται σε κάποια… γενετική ανωμαλία των Βαλκάνιων. Εχει ρίζες ιστορικές, οικονομικές και πολιτικές. Οφείλεται στον τρόπο σχηματισμού των βαλκανικών κρατών, στον εκφυλισμό εν τη γενέσει της ή σχεδόν εν τη γενέσει της της απόπειρας έναρξης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Βόρεια Βαλκανική και στην επιστροφή στην ιμπεριαλιστική νεοαποικιοκρατία, η οποία επενδύθηκε από τις εθνικές αστικές τάξεις με κάθε είδους μεγαλοϊδεατισμούς και διεκδικήσεις έναντι των γειτόνων, οι οποίες βάδιζαν και βαδίζουν χέρι-χέρι με την καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων σε όλα τα βαλκανικά εθνικά κράτη. Πράγματι, η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να εξορθολογίσει τα Βαλκάνια, γιατί όχι μόνο δεν αίρει τα ιστορικά αίτια που γεννούν το εθνικό μίσος, αλλά αντίθετα τα ενισχύει.
Μήπως, όμως, η ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η ΕΕ εξασφαλίζει μια ισορροπία, η οποία καταστέλλει την εκδήλωση των πιο επιθετικών εθνικιστικών τάσεων, αποτρέποντας έτσι τη μετεξέλιξή της σε αιματηρούς εθνικιστικούς πολέμους; Ο κ. Κούρτοβικ επιδεικνύει εξαιρετικά ασθενή μνήμη. Δε θα του θυμίσουμε την περίπτωση της Κύπρου, η ένταξη της οποίας στην ΕΕ όχι μόνο δεν οδήγησε στην εξάλειψη της τουρκικής κατοχής και στην επανένωση του νησιού, αλλά αντίθετα οδήγησε στο κατάπτυστο σχέδιο Ανάν, το οποίο ορθώς απέρριψε ο κυπριακός λαός (έστω και εκκινώντας από εθνικιστικές θέσεις), αλλά θα του θυμίσουμε τον πολύ πιο πρόσφατο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος βούτηξε για χρόνια στο αίμα τους λαούς της βόρειας γειτονιάς μας. Τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν απ’ όλα τα εμπόλεμα μέρη της τέως Γιουγκοσλαβίας μόνο με τα εγκλήματα του δεύτερου βαλκανικού πολέμου μπορούν να συγκριθούν.
Ποιος προκάλεσε το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας; Ποιος εξήψε τα εθνικιστικά πάθη; Ποιος προσέγγισε τις αστικές κλίκες στην Κροατία, τη Σλοβενία, τη Βοσνία; Ηταν η Γερμανία του Χέλμουτ Κολ που επέβαλε στην υπόλοιπη ΕΕ την αποδοχή του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, τραβώντας στη σφαίρα επιρροής της την Κροατία και τη Σλοβενία και αφήνοντας μόνη τη Σερβία στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Ο παράγοντας που –κατά τον Κούρτοβικ– σβήνει τις εθνικιστικές φωτιές, ήταν αυτός που άναψε τις μεγαλύτερες φωτιές στα Βαλκάνια και οδήγησε σ’ ένα πολύχρονο μακελειό στη Γιουγκοσλαβία. Τα σύνορα ξαναχαράχτηκαν με τον τρόπο που είχαν χαραχτεί και στους βαλκανικούς πολέμους. Με σφαγές αμάχων, με μετακινήσεις πληθυσμών και προσφυγιά. Χρειάζεται θράσος χιλίων χιμπατζήδων για να υποστηρίζει κανείς με τόση ελαφρότητα απόψεις σαν του Δ. Κούρτοβικ, που τις διαψεύδει η ίδια η πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα.
Από την άλλη, αν γυρίσουμε περίπου έναν αιώνα πίσω, θα βρούμε τη ζωντανή απόδειξη της επίλυσης του εθνικού ζητήματος σ’ ένα πολυεθνικό κρατικό μόρφωμα, στο πλαίσιο του οποίου μια κυρίαρχη εθνότητα καταπίεζε δεκάδες άλλες. Αναφερόμαστε στην τσαρική αυτοκρατορία, τον μεγαλορώσικο εθνικισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση, που έβαλε αμέσως μπροστά το έργο της εξάλειψης της εθνικής καταπίεσης και της οικοδόμησης μιας νέας κρατικής οντότητας, στο πλαίσιο της οποίας οι εθνότητες θα ζούσαν σε καθεστώς ισοτιμίας. Είχε προηγηθεί πλούσια θεωρητική μελέτη από την πλευρά των Μπολσεβίκων κατά τα προεπαναστατικά χρόνια (κορυφαίο έργο της σχετικής φιλολογίας, όπως σημείωνε ο Λένιν, το «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα» του Στάλιν), όμως το θεωρητικό έργο δεν οδηγεί πουθενά, όταν δεν δημιουργούνται οι υλικοί όροι.
Αν η εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας ήταν ο πολιτικός όρος για την εγκαθίδρυση της τυπικής συνταγματικής ισότητας ανάμεσα στα δεκάδες έθνη και εθνότητες της αχανούς πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας, η οικοδόμηση του κομμουνισμού ήταν ο οικονομικός όρος, χωρίς τον οποίο η πολιτική ισότητα θα καταντούσε ένα πουκάμισο αδειανό. Ο χώρος δεν επιτρέπει εκτενή αναφορά (ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ανατρέξει στις εισηγήσεις σε όλα τα συνέδρια του μπολσεβίκικου κόμματος, για να πάρει μια ιδέα του πώς η σοβιετική ηγεσία εφάρμοζε εμπράκτως τις απόψεις της επί της εθνικής ισοτιμίας), γι’ αυτό θα μείνουμε σε ένα παράδειγμα το οποίο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Εισβάλλοντας στη Σοβιετική Ενωση οι ναζί υπολόγιζαν πως θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το εθνικό ζήτημα. Ετσι τους είχαν πει οι φυγάδες τσαρικοί και εσερομενσεβίκοι που παρασιτούσαν στη Δυτική Ευρώπη μετά την ήττα τους από τον Κόκκινο Στρατό στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτές τους οι ελπίδες, όμως, αποδείχτηκαν φρούδες. Οι κατακτηθείσες από τους ναζί ακρινές Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ επέδειξαν τον ίδιο σοβιετικό πατριωτισμό με τη Ρωσική Δημοκρατία. Οι ναζί δεν έβρισκαν ούτε δημάρχους να διορίσουν, όταν στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες που κατακτούσαν οι αστοί πολιτικοί συνωστίζονταν διεκδικώντας μια θέση «Κουίσλινγκ» στις κατοχικές κυβερνήσεις. Τα παρτιζάνικα τμήματα που συγκροτήθηκαν σε όλες τις κατακτημένες από τους ναζί (μη ρωσικές) περιοχές απετέλεσαν όχι απλώς εφεδρείες, αλλά προκεχωρημένα αποσπάσματα του παλλαϊκού μετώπου. Ολοι οι λαοί της Σοβιετικής Ενωσης διεξήγαγαν σαν μια γροθιά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, από τον οποίο η ηθικοπολιτική ενότητα και η εθνική ισοτιμία βγήκαν πιο δυνατές από πριν. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε, επίσης. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού οδήγησε και σε εθνική ανισοτιμία, εξήψε και πάλι τα εθνικιστικά πάθη και όταν ήρθε η ώρα της κατάρρευσης, το εθνικιστικό μίσος ξεχείλισε και οδήγησε στην κρατική διάσπαση.
Η Ιστορία, λοιπόν, συνηγορεί στο αντίθετο απ’ αυτό που κακότεχνα υποστηρίζουν ορισμένοι ευρωλάγνοι σοφιστές της συμφοράς σαν τον Δ. Κούρτοβικ. Η Ιστορία συνηγορεί υπέρ του ότι ο καπιταλισμός και η ιμπεριαλιστική εξάρτηση όχι μόνο δεν υποτάσσουν τα εθνικιστικά πάθη, αλλά αντίθετα τα υποδαυλίζουν και τα μετατρέπουν σε ωρολογιακή βόμβα. Για να εξαλείψουμε τα εθνικιστικά πάθη από τη βαλκανική γειτονιά μας δεν χρειαζόμαστε την ιμπεριαλιστική μπότα της ΕΕ (γερμανοκρατούμενης ή μη), αλλά τον κομμουνισμό. Εκεί βρίσκεται το μέλλον μας.
Ο κομμουνισμός, εξαλείφοντας την οικονομική εκμετάλλευση και κάθε είδους εθνική καταπίεση, όχι μόνο μπορεί, αλλά έχει συμφέρον από την «ορθολογικοποίηση» των Βαλκανίων, δηλαδή από την εξάλειψη κάθε έννοιας εθνικού μίσους και την αποκατάσταση σχέσεων φιλίας, συνεργασίας και ευγενούς άμιλλας ανάμεσα στους λαούς, οι οποίοι γνωρίζουν καλά πως το αίμα χύθηκε ποτάμι στο παρελθόν όχι εξαιτίας δικών τους επιλογών, αλλά εξαιτίας των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστών πατρόνων τους.
Πέτρος Γιώτης