«Η χώρα μας είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που από το καλοκαίρι του 2014, όταν και διεκόπη η ροή χρηματοδότησης από τους δανειστές, δεν αναχρηματοδοτεί τα χρέη της, αλλά τα αποπληρώνει από τον προϋπολογισμό της», είπε ο Τσίπρας στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα. Μέσα στον ορυμαγδό της κοινοβουλευτικής κοκορομαχίας, η φράση πέρασε στο ντούκου. Ομως έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία.
Ο Τσίπρας θα ήθελε η Ελλάδα να αποπληρώνει το χρέος της όχι μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά με χρηματοδότηση από τους δανειστές. Δηλαδή, να παίρνει νέα δάνεια για να αποπληρώνει τα παλιά. Αυτοί δεν ήταν, όμως, που έλεγαν –ακόμη και μετά τις εκλογές- ότι δε θέλουν νέα δάνεια, ότι δεν πρόκειται να ξαναπάρουν νέα δάνεια για να αποπληρώσουν τα παλιά;
Υπάρχει, όμως, και άλλη προέκταση. Διαμαρτυρόμενος για το ότι επί σειρά μηνών δε χορηγήθηκαν νέα δάνεια για να αποπληρωθούν οι δόσεις των παλιών, ο Τσίπρας έρχεται να νομιμοποιήσει αυτό που ο ίδιος κατήγγειλε (μέχρι τις εκλογές) ως «αποικία χρέους». Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση έρχεται να αποδεχτεί αυτό που κάθε αστική κυβέρνηση αποδέχεται: τη λειτουργία του κρατικού χρέους ως απομύζηση υπεραξίας από το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Ιστορικά, από την εποχή ακόμη που το καπιταλιστικό σύστημα έκανε τα πρώτα του βήματα, το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του χρησιμοποίησαν το λεγόμενο δημόσιο χρέος για να ξεζουμίζουν την εργατική τάξη και όλους τους εργαζόμενους. Ο Μαρξ αναφέρεται ως εξής σ’ αυτή την τάση, στον πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου του «Το Κεφάλαιο»:
«Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλ. των κρατικών χρεών, που τις αρχές του τις ανακαλύπτουμε κιόλας στο μεσαίωνα στη Γένουα και στη Βενετία, διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη στη διάρκεια της περιόδου της μανιφακτούρας. Το αποικιακό σύστημα με το θαλάσσιο εμπόριό του και με τους εμπορικούς του πολέμους του χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο. Ετσι στέριωσε πρώτα στην Ολλανδία. Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή» (Το Κεφάλαιο, τόμος Α, σελ. 778, η έμφαση δική μας).
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας χρησιμοποιείται από το χρηματιστικό κεφάλαιο για να αποκομίζει υπερκέρδη, ενώ κατά την περίοδο των Μνημονίων χρησιμοποιήθηκε επιπλέον ως εργαλείο για την προώθηση της βίαιης κινεζοποίησης της εργαζόμενης κοινωνίας. Παρά την κινεζοποίηση, όμως, το δημόσιο χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα και θα εξακολουθήσει να παραμένει. Αλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα έδωσε διαβεβαιώσεις ότι θα είναι συνεπέστατος στην αποπληρωμή όλων των δόσεων προς τους ιμπεριαλιστές δανειστές, εγκατέλειψε με τον πιο επίσημο τρόπο την προεκλογική του θέση για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» (πάνω από 50%, όπως έλεγε ο Τσίπρας) και για ριζική αλλαγή των όρων αποπληρωμής του υπόλοιπου χρέους (moratorium στην αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων και ρύθμιση των τοκοχρεολυτικών δόσεων με «ρήτρα ανάπτυξης»).
Τη Δευτέρα, στη Βουλή, ο Τσίπρας μιλούσε μόνο για «αναδιάρθρωση», λέξη απαγορευμένη στο λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις τελευταίες εκλογές. Λέξη για τη χρήση της οποίας ο Τσίπρας και όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατακεραύνωναν τους Σαμαροβενιζέλους, καταγγέλλοντάς τους ότι υποτάσσονται στους δανειστές και ότι με την αναδιάρθρωση το χρέος θα παραμείνει δυσθεώρητο και η χώρα θα παραμείνει «αποικία χρέους». Χωρίς τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους δεν υπάρχει διέξοδος, έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα όμως; «Με την απόφαση της 20ής Φλεβάρη αναγνωρίζεται και η ανάγκη να ανοίξει επιτέλους η συζήτηση για την αναγκαία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, διότι χωρίς μια τέτοια παρέμβαση -κακά τα ψέματα- είναι αδύνατη η αποπληρωμή του χωρίς να συντελεστούν ακόμα περισσότερες και μεγαλύτερες κοινωνικές καταστροφές». Από χειλέων Τσίπρα η τοποθέτηση, στο κοινοβουλευτικό σόου της 30ής του Μάρτη.
Ομως, την αναδιάρθρωση την έχουν θέσει ως προοπτική πρώτοι οι δανειστές. Ακριβώς επειδή γνώριζαν ότι το ελληνικό κράτος αποκλείεται να μπορέσει (ακόμη και με ανάπτυξη της τάξης του 4-5%) να εξυπηρετεί κανονικά το χρέος του (τόκους και χρεολύσια), πρόβλεψαν πως θα κάνουν νέα αναδιάρθρωση, εφόσον στο μεταξύ το ελληνικό κράτος παράγει «πρωτογενή πλεονάσματα». Η μορφή της αναδιάρθρωσης δεν περιγράφτηκε στην απόφαση του Eurogroup το Νοέμβρη του 2012, όμως σύντομα αποκλείστηκε ρητά και κατηγορηματικά το «κούρεμα», ενώ με τη μέθοδο των διαρροών προσδιορίστηκε ως μορφή της νέας αναδιάρθρωσης η παράταση στην πληρωμή των τοκοχρεολυτικών δόσεων, ενδεχομένως και η μετατροπή κάποιων κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, που θεωρείται συμφέρουσα καθώς τα σταθερά επιτόκια σήμερα έχουν σχετικά χαμηλό ύψος.
Οταν, λοιπόν, ο Τσίπρας μιλά σήμερα για αναδιάρθρωση του χρέους, δεν λέει τίποτα διαφορετικό απ’ αυτό που έλεγαν ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Στουρνάρας, ο Χαρδούβελης. Αναδιάρθρωση με τους όρους που έγκαιρα έχουν καθορίσει οι δανειστές. Η μόνη διαπραγμάτευση που μπορεί να γίνει αφορά τους εσωτερικούς όρους αυτής της αναδιάρθρωσης, δηλαδή τη χρονική διάρκεια που θα παραταθούν οι τοκοχρεολυτικές δόσεις. Αν θα είναι 10, 20 ή 30 επιπλέον χρόνια. Και αυτό, όμως, θα εξαρτηθεί από τους δανειστές, που είναι αυτοί που θα αποφασίσουν ποιο είναι το ύψος της δόσης που θα μπορεί ετησίως να αποπληρώνει το ελληνικό κράτος τις επόμενες δεκαετίες. Και οι δανειστές είναι συνήθως φειδωλοί σ’ αυτά, γιατί δε θέλουν να ελαφρύνουν υπέρμετρα τις τοκοχρεολυτικές δόσεις. Αν το σχέδιο δε βγει, έχουν κάθε δυνατότητα να προχωρήσουν και σε νέα αναδιάρθρωση μετά από μερικά χρόνια. Η τακτική «βλέποντας και κάνοντας» είναι η ενδεδειγμένη από πλευράς δανειστών σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Αυτό, λοιπόν, το σχέδιο των ιμπεριαλιστών δανειστών, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Καμμένος και οι ΑΝΕΛ θα προσπαθήσουν να το πλασάρουν στον ελληνικό λαό ως δική τους επιτυχία, κρύβοντας την ουσία, που δεν είναι παρά η συνέχιση για πολλά χρόνια ακόμη της εργαλειακής χρήσης του χρέους εκ μέρους των ιμπεριαλιστών δανειστών. Η Ελλάδα θα είναι για πολύ περισσότερα χρόνια μια υπερχρεωμένη καπιταλιστική χώρα, μεγάλο μέρος των αξιών που παράγονται κάθε χρόνο σ’ αυτή θα εξακολουθήσουν να πηγαίνουν στους τοκογλύφους του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, που πλέον δεν είναι ο κάθε Σόρος ή Πόλσον, αλλά αξιοσέβαστοι αρχηγοί κρατών και υπουργοί ή επικεφαλής διεθνών οργανισμών, ενώ οι δανειστές θα μπορούν να επεμβαίνουν και να καθορίζουν την οικονομική ζωή της χώρας. Η Ελλάδα δε θα είναι κάποια «αποικία χρέους», αλλά μια βαθιά εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα, στην εξάρτηση της οποίας το χρέος θ’ αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα, ο οποίος θα «δένει» και όλους τους άλλους παράγοντες (παραγωγική εξάρτηση κτλ.).
Υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα που δείχνουν την πλήρη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στη λογική των διαχειριστών του κρατικού χρέους με απόλυτο σεβασμό προς τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών δανειστών.
Το πρώτο παράδειγμα είναι η χρήση του όρου «παρούσα αξία» για την αντιμετώπιση του χρέους. Ορου που χρησιμοποιούσαν τα στελέχη της προηγούμενης συγκυβέρνησης, αντιμετωπίζοντας την αμείλικτη κριτική (και) των στελεχών του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, σημασία δεν έχει πόσα χρωστάς, αλλά τι ύψος τοκοχρεολυτικής δόσης σου έχουν καθορίσει οι δανειστές! Το ότι μ’ αυτό τον τρόπο σε απομυζούν, το ότι έχεις χρεώσει τα παιδιά και τα εγγόνια σου, δεν έχει καμιά σημασία!
Το δεύτερο παράδειγμα είναι η συζήτηση περί «πρωτογενούς πλεονάσματος». Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τι έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης για τον τεχνητό χαρακτήρα του «πρωτογενούς πλεονάσματος» και για τις δημοσιονομικές και κοινωνικές συνέπειές του. Είναι όλα πολύ πρόσφατα. Τώρα, όχι μόνο έχει αποδεχτεί τη λογική του «πρωτογενούς πλεονάσματος», αλλά υπακούει πλήρως και στις απαιτήσεις των δανειστών για διατήρησή του στο επίπεδο που είχε καθορίσει το Μνημόνιο-2 (δείτε τη «λίστα Τσίπρα» που μιλά για «πρωτογενές πλεόνασμα» το 2015 μεταξύ 3,1% και 3,9%).
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η επίσημη παραδοχή της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, ότι το 2015 θα χρειαστεί νέα δάνεια ύψους 19 δισ. ευρώ, προκειμένου να μπορέσει να αποπληρώσει τις δόσεις των παλιών. Η αναμενόμενη αναδιάρθρωση του χρέους δε θα εξαφανίσει την ανάγκη νέου δανεισμού, ούτε θα οδηγήσει σε ουσιαστική μείωση του ονομαστικού χρέους, αλλά θα εξορθολογίσει το ρυθμό της εξυπηρέτησής του, υπό τον όρο βέβαια ότι δε θ’ αλλάξει το καθεστώς της κινεζοποίησης.
Πέτρος Γιώτης