Αλιεύσαμε την είδηση από την «Ελευθεροτυπία». Η Trade Union Congress (TUC), η Συνομοσπονδία των Βρετανικών Συνδικάτων δημοσίευσε μια μελέτη σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι εξαναγκάζονται να δουλεύουν υπερωρίες τις οποίες δεν πληρώνονται. 55.000 βιομηχανικοί εργάτες και χειριστές μηχανημάτων δουλεύουν περισσότερες από 5 ώρες απλήρωτων υπερωριών την εβδομάδα, ενώ οι υπάλληλοι των σούπερ μάρκετ δουλεύουν 4-5 ώρες απλήρωτες υπερωρίες την εβδομάδα. Με την απλήρωτη υπερωριακή εργασία, λέει η μελέτη της TUC, κάθε εργαζόμενος χάνει περίπου 4.650 λίρες το χρόνο.
Διαβάσαμε επίσης στον Τύπο, ότι στη Γερμανία μετά τη «Volkswagen» και η «Audi» ζήτησε από τους εργαζόμενους να εργαστούν περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς αύξηση μισθού. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κάποια παρόμοια μελέτη (η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο της περί άλλα τυρβάζουν), πρέπει όμως να θεωρείται βέβαιο πως το καθεστώς των απλήρωτων υπερωριών έχει επανέλθει. Και μόνο τους μετανάστες να υπολογίσουμε μπορούμε να φανταστούμε πόσο άγρια θα είναι η πίεση των καπιταλιστών για απλήρωτες υπερωρίες. Στο εμπόριο και στις επιχειρήσεις εστίασης-αναψυχής είναι εδώ και χρόνια καθεστώς το απλήρωτο μισάωρο (τουλάχιστον) στο τέλος του ωράριου, για καθαριότητα του χώρου εργασίας. Είναι πολύ πιθανό αυτό να γίνεται και στη βιομηχανία, ειδικά από τότε που οι υπερωρίες έγιναν πιο ακριβές για τους καπιταλιστές.
Οι ειδήσεις αυτές μας δίνουν αφορμή για μερικές σκέψεις σχετικά με τη φάση που διέρχεται ο καπιταλισμός σήμερα. Μια φάση που σηματοδοτεί τάση επιστροφής στις απαρχές της βιομηχανικής ανάπτυξης, τότε που δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί η ταξική πάλη των εργατών και δεν είχε οδηγήσει στις πρώτες κατακτήσεις, στα πρώτα σπέρματα της λεγόμενης εργατικής νομοθεσίας.
Ο Καρλ Μαρξ είναι εκείνος που αποκρυπτογράφησε την καπιταλιστική παραγωγή και παρουσίασε με επιστημονικό τρόπο το κρυμμένο μυστικό της, την παραγωγή υπεραξίας. «Η παραγωγή υπεραξίας ή η απόκτηση κέρδους είναι ο απόλυτος νόμος αυτού του τρόπου παραγωγής» (Το Κεφάλαιο, τ. 1, σ. 640-641, ελλην. έκδοση). Η εργάσιμη μέρα χωρίζεται (άτυπα) σε δυο τμήματα. Στη διάρκεια του ενός τμήματος ο εργάτης «παράγει» τα μέσα συντήρησής του (το μισθό εργασίας), ενώ στη διάρκεια του άλλου τμήματος «παράγει» υπεραξία, η οποία μετατρέπεται σε κέρδος για τον κεφαλαιοκράτη (η διαδικασία μετατροπής της υπεραξίας σε κέρδος είναι σύνθετη και δεν θα μας απασχολήσει εδώ). Φυσικά, αυτά τα δυο τμήματα της εργάσιμης μέρας δεν διακρίνονται. Δεν υπάρχει κάποιο σημείο που να δείχνει ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή ο εργάτης εργάζεται για το μισθό του και από εκεί και μετά εργάζεται για το κέρδος του αφεντικού. Γι’ αυτό και μιλάμε για μυστικό της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ομως, η σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο τμήματα της εργάσιμης μέρας ορίζει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, αυτό που ο Μαρξ όρισε ως ποσοστό της υπεραξίας. Αν για παράδειγμα στη διάρκεια ενός οχτάωρου ο εργάτης εργάζεται τέσσερις ώρες για το μισθό του και τέσσερις για να παράξει υπεραξία, το ποσοστό της υπεραξίας είναι 100% (4/4Χ100%).
Ευνόητο είναι ότι ο καπιταλιστής προσπαθεί να μεγαλώσει το ποσοστό της υπεραξίας. Η πρώτη τάση που ιστορικά αναπτύχθηκε στην καπιταλιστική παραγωγή ήταν η αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας μέσω της επιμήκυνσης του εργάσιμου χρόνου. Αν για παράδειγμα το οχτάωρο γίνει εννιάωρο, χωρίς να αλλάξει τίποτ’ άλλο, το ποσοστό της υπεραξίας θα γίνει αμέσως 125%. Αυτή η μέθοδος αποκόμισης υπεραξίας ονομάστηκε από τον Μαρξ απόλυτη υπεραξία.
Ο καπιταλισμός πέρασε μια ολόκληρη περίοδο υπερεκμετάλλευσης των εργατών με μεθόδους αποκόμισης απόλυτης υπεραξίας. Τότε που δεν υπήρχαν ωράρια και εργατικές νομοθεσίες. Η εργατική τάξη αντέδρασε, πάλεψε, μάτωσε, κατάφερε να επιβάλει μια κανονικότητα στο ωράριο εργασίας που κάποτε έφτασε στο συμβολικό ορόσημο του οχτάωρου. Η πέραν του οχτάωρου δουλειά ονομάστηκε υπερωρία και πληρωνόταν με ειδικούς όρους. Η απόλυτη υπεραξία έπαψε να είναι αποδοτική μέθοδος αύξησης της εκμετάλλευσης, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, όπου δημιουργήθηκε ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο σε ό,τι αφορά τους στοιχειώδεις όρους απασχόλησης. Εμεινε ως βασική μέθοδος αποκόμισης παραπανίσιας υπεραξίας στις ζώνες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, όπου η μισθωτή εργασία θυμίζει σε πάρα πολλά καθεστώς δουλοπαροικίας.
Στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο η προσοχή των καπιταλιστών εστιάστηκε σ’ αυτό που ο Μαρξ ονόμασε σχετική υπεραξία. Χωρίς αλλαγές στο χρόνο εργασίας, χωρίς απόλυτη μείωση του μισθού εργασίας, αλλά με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της εντατικότητας, που έρχεται πάντα σαν συνοδός σε μια αύξηση της παραγωγικότητας, το κεφάλαιο καταφέρνει να αλλάξει τη σχέση ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και την υπερεργασία σε βάρος της πρώτης και υπέρ της δεύτερης και έτσι να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης, χωρίς ο εργάτης να μπορεί να το συνειδητοποιήσει άμεσα.
«Οταν λέμε ανέβασμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας εννοούμε εδώ γενικά μια αλλαγή στο προτσές εργασίας, αλλαγή που συντομεύει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, έτσι που μια μικρότερη ποσότητα εργασίας αποχτάει τη δύναμη να παράγει μια μεγαλύτερη ποσότητα αξίας χρήσης…
Εσωτερικό κίνητρο και μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι ν’ ανεβάζει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να φτηναίνει τα εμπορεύματα και με το φτήναιμα των εμπορευμάτων να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη» (Κ. Μαρξ, ό.π., σ. 329-330 και 334).
Μολονότι η παραγωγή σχετικής υπεραξίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τον αναπτυγμένο καπιταλισμό, όπως δείχνουν τα στοιχεία υπάρχει μια τάση επιστροφής του σύγχρονου καπιταλισμού στην αποκόμιση απόλυτης υπεραξίας, όχι μόνο με πλάγιες μεθόδους, όπως είναι το ωρομίσθιο, αλλά άμεσα, τσαμπουκαλίδικα, προκλητικά, με την αυθαίρετη παράταση της εργάσιμης μέρας.
Αυτό δεν εκφράζει μόνο μια τάση του κεφάλαιου, που έτσι κι αλλλιώς ενυπάρχει σ’ αυτό. Εκφράζει ταυτόχρονα μια τάση αποδυνάμωσης ακόμα και του ρεφορμιστικού εργατικού κινήματος, μια πολύ επικίνδυνη διατάραξη της (σχετικής) ισορροπίας που είχε επιτευχθεί στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, ύστερα από ενάμιση αιώνα πάλης του εργατικού κινήματος. Εδώ δεν έχουμε κάποια επιμέρους κεκτημένα που πότε χάνονται πότε ξανακερδίζονται. Εδώ φτάνουμε στον ίδιο τον πυρήνα των εργασιακών σχέσεων και η εργατική τάξη οδεύει προς μια ήττα ιστορικού χαρακτήρα (αν αυτή δεν έχει ήδη συντελεστεί). Δεν είναι τυχαίο που το οχτάωρο (δηλαδή η κανονική εργάσιμη μέρα) λειτουργεί ακόμα και σήμερα ως υπέρτατος συμβολισμός για την εργατική τάξη.
Το ρεφορμιστικό συνδικαλιστικό κίνημα απέδειξε και αποδεικνύει καθημερινά στην πράξη ότι ούτε θέλει ούτε μπορεί να αποτρέψει αυτή την ιστορική ήττα. Ενα καινούργιο κίνημα θα ξαναθέσει αυτές τις διεκδικήσεις, θέτοντας ταυτόχρονα το αίτημα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Πέτρος Γιώτης