Ο αστικός Τύπος «ανακάλυψε» τις γκάφες του Τσίπρα στην εξωτερική πολιτική και τις σημειώνει, αν και χωρίς να σηκώνει τους τόνους. Πήγε στην Τουρκία και δεν αντέδρασε όταν άκουσε τον Νταβούτογλου να ζητά το άνοιγμα των κεφαλαίων 23 και 24 της ατζέντας των διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας, τα οποία έχει μπλοκάρει η Κυπριακή Δημοκρατία. Η απάντησή του σε σχετικό ερώτημα τούρκου δημοσιογράφου (εμφανώς στημένο) εκλήφθηκε από τη Λευκωσία ως συναίνεση στο τουρκικό αίτημα, κινήθηκε το διπλωματικό παρασκήνιο και το Μαξίμου «διόρθωσε» τις δηλώσεις Τσίπρα την επομένη, προσθέτοντας και τη διευκρίνιση ότι δεν εννοούσε ξεμπλοκάρισμα των κεφαλαίων «στο πόδι». Πήγε στο Ισραήλ και έγραψε με το ίδιο του το χέρι στο βιβλίο επισκεπτών του σιωνιστή προέδρου, ότι η Ιερουσαλήμ είναι «ιστορική πρωτεύουσα» του Ισραήλ. Οταν οι συνεργάτες του είδαν τους πανηγυρισμούς του σιωνιστικού Τύπου, κατάλαβαν τι είχε διαπράξει ο πρωθυπουργός τους και αποφάσισαν να το διορθώσουν κι αυτό. Ετσι, όταν επισκέφτηκε τη Ραμάλα, είπε ενώπιον του Αμπάς ότι τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ!
Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των γκαφών ήταν το επεισόδιο με τα tweets για τους έλληνες πιλότους μαχητικών αεροσκαφών, που ξέρουν να συγκρατούν τα… νεύρα τους και να μην γκρεμίζουν τα τουρκικά αεροσκάφη που παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο. Ενα tweet του Νταβούτογλου, που έλεγε ότι «τα σχόλια για τους πιλότους δεν συνάδουν με το κλίμα της ημέρας» και καλούσε τον «Αλέξη» να «επικεντρωθούν στη θετική ατζέντα» ήταν αρκετό για να κατέβουν όλα τα ειρωνικά σχόλια του Τσίπρα και να αντικατασταθούν με άλλο που έλεγε ότι με την Τουρκία «είμαστε γείτονες και πρέπει να μιλάμε με ειλικρίνεια». Ας κρατήσουμε υπό σημείωση το γεγονός ότι τα «τιτιβίσματα» του Τσίπρα κατέβηκαν από το λογαριασμό του στα αγγλικά, παρέμειναν όμως στα ελληνικά.
Αυτά τα διπλωματικά «ολισθήματα» του Τσίπρα, μαζεμένα σε λίγες μέρες, δεν πρέπει να εκπλήσσουν όποιον έχει συνειδητοποιήσει πώς κάνει πολιτική η ομάδα Τσίπρα και ποιο είναι το επίπεδο του ίδιου του Τσίπρα. Πολύ πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει εξουσία και ο Τσίπρας πρωθυπουργός, είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να σημειώσουμε πως πρόκειται για έναν άνθρωπο θεωρητικά αστοιχείωτο και πολιτικά πρωτόγονο. Αυτά τα κενά δεν κλείνουν μέσα σε λίγο χρόνο, για ν' απαιτεί κανείς από τον Τσίπρα να γνωρίζει ζητήματα όπως «η Ιερουσαλήμ δεν αναγνωρίζεται ούτε από τον ΟΗΕ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ». Ετσι, στην προσπάθειά του να φανεί αρεστός στους σιωνιστές και στους αμερικανούς πάτρωνες, έγραψε ό,τι έγραψε στο βιβλίο επισκεπτών του σιωνιστή προέδρου.
Από τότε που ο Τσίπρας ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση, ήμασταν εμείς που καθιερώσαμε τον όρο «παιδική χαρά του Μαξίμου», βλέποντας πώς χειρίζονται διάφορα ζητήματα. Είναι φυσιολογικό, λοιπόν, στην προσπάθειά του ν' ανοίξει ένα δίαυλο με το τουρκικό καθεστώς, ο Τσίπρας να αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για το ξεμπλοκάρισμα ακόμα και κεφαλαίων που έχει μπλοκάρει η Κύπρος. Προφανώς, η προετοιμασία του από τους διπλωματικούς του συμβούλους υπήρξε πλημμελής (όφειλαν να ξέρουν ότι θα γίνουν τέτοιες ερωτήσεις και να του υπαγορεύσουν τις απαντήσεις που είναι σύμφωνες με την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους) και μετά έτρεχαν να τα μαζέψουν. Οσο για τα tweets, η «παιδική χαρά» δεν κατάφερε να διακρίνει ανάμεσα στον πολιτικαντισμό για εσωτερική κατανάλωση και σε ενέργειες που μπορεί να έχουν διπλωματικό αντίκτυπο. Οταν το κατάλαβε, έσβησε μεν τα tweets στα αγγλικά, τα άφησε όμως στα ελληνικά, αποδεικνύοντας ότι στόχος της δεν ήταν να «κάνει ζημιά» στην Τουρκία, αλλά να «πουλήσει» ο Τσίπρας εθνική μαγκιά στο εσωτερικό. Τα tweets «κατέβηκαν γιατί είχαν εκπληρώσει τον ρόλο τους, ο κόσμος έμαθε τι γίνεται στην Μεσόγειο, που εμείς την θέλουμε μια θάλασσα ειρήνης, και πόση δουλειά απαιτείται γι' αυτό», δήλωσε ατάραχος ο Φλαμπουράρης! Και ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ δεν τον ρώτησε «τότε γιατί έμειναν στα ελληνικά;». Οι «ενσωματωμένοι» δημοσιογράφοι δεν κάνουν… αγενείς ερωτήσεις.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι οι γκάφες που κάνει η «παιδική χαρά» του Μαξίμου και ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να τις μαζέψει. Αυτές, άλλωστε δεν αφορούν την ουσία αλλά το φαίνεσθαι. Και ο αστικός Τύπος θυμήθηκε να σχολιάσει τις γκάφες του Τσίπρα τώρα, που αρχίζει να παίρνει την κάτω βόλτα και αρχίζουν να «παίζουν» σενάρια για «οικουμενική». Το ζήτημα είναι πώς άτομα σαν τον Τσίπρα αναδεικνύονται σε ηγέτες. Αν ψάξει κανείς τις προσωπικές ιδιότητες πολλών αστών πολιτικών που για κάποια περίοδο προβλήθηκαν ως «καταλληλότεροι» ή «αναντικατάστατοι», θα διαπιστώσει ότι ο Τσίπρας δεν είναι η μοναδική περίπτωση αστοιχείωτου. Εχουν προηγηθεί άλλοι. Εξίσου καλά, όμως, μπορούν να αποδώσουν στο τιμόνι της αστικής πολιτικής και οι μορφωμένοι και έμπειροι και οι αστοιχείωτοι και άπειροι. Η απόδοσή τους εξαρτάται περισσότερο από τη συγκυρία και λιγότερο από τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά. Ο μακροβιότερος πολιτικός της μεταπολίτευσης υπήρξε ο Α. Παπανδρέου. Τι τύχη θα είχε στις συνθήκες της κρίσης και των Μνημονίων; Την ίδια μ' αυτή του γιου του. Η δημαγωγία του μπαλκονιού αποδίδει όταν έχεις κάποια ψίχουλα έστω για να μοιράσεις στο εξαντλημένο πόπολο. Αν δεν υπάρχουν ούτε αυτά, τότε γίνεσαι… Τσίπρας: μεσσίας όσο είσαι στην αντιπολίτευση, απόβλητος μόλις κυβερνήσεις.
Παρά ταύτα, η αστική πολιτική έχει την ικανότητα να παράγει μεσσίες. Οι διαδικασίες αυτής της παραγωγής είναι σύνθετες, καθώς υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες. Μόλις όμως εμφανιστεί κάποιος που ασκεί γοητεία στα πλήθη (γοητεία αντίστοιχη μ' αυτή που ασκούν οι διάφοροι «σταρ» της «σόου μπιζ»), τότε ολόκληρο το μιντιακό σύστημα αναλαμβάνει να τον στηρίξει, επενδύοντας πάνω του. Οι εμφανείς αδυναμίες του κρύβονται κάτω από το χαλί, οι γκάφες του περνούν στο ντούκου, τον εμφανίζουν σαν μεγάλο τακτικιστή και «παίκτη», που παίζει χωρίς αντίπαλο. Το πόσο ψεύτικο είναι αυτό το πολιτικό «ίματζ μέικινγκ» φαίνεται στη φάση της πτώσης του συγκεκριμένου πολιτικού. Ο κόπος που καταβάλλουν για να τον ξεφορτωθούν είναι πολύ-πολύ λιγότερος από τον κόπο που κατέβαλαν για να τον «φτιάξουν».
Ετσι θα γίνει και με τον Τσίπρα κάποια στιγμή (που δε θ' αργήσει), όμως το ερώτημα παραμένει: πώς διάφορα μηδενικά φτάνουν στα ύψη, μετατρεπόμενα σε λαϊκά ινδάλματα; Αν θέλουμε να φτάσουμε στον πυρήνα του ζητήματος, θα πρέπει να πάμε στη σχέση πομπού-δέκτη που δημιουργεί η αστική πολιτική. Οταν αυτή η σχέση δεν «σπάει» από κάθε είδους μαζικές διαδικασίες (έστω κι αν αυτές είναι διαδικασίες μέσα στα ίδια τα αστικά κόμματα), τότε διαμεσολαβείται αποκλειστικά από τους μηχανισμούς προπαγάνδας και τα αστικά ΜΜΕ. Υπ' αυτούς τους όρους, το βασικό προσόν που πρέπει να έχει ο προοριζόμενος για ηγέτης είναι η προσωπική γοητεία. Αναρριχάται χάρη σ' αυτό το προσόν και στη διαδικασία της αναρρίχησης μαθαίνει τα υπόλοιπα (ίντριγκες, δημιουργία προσωπικού μηχανισμού κτλ.).
Πώς μπορεί να σπάσει αυτή η σχέση πομπού-δέκτη; Ακόμη κι αν υποθέταμε ότι τα αστικά κόμματα αποκτούσαν και πάλι μαζικές διαδικασίες, το αποτέλεσμα δε θα ήταν διαφορετικό επί της ουσίας. Μπορεί να μην εκλέγονταν στην ηγεσία τους γοητευτικοί φελλοί, θα εκλέγονταν όμως κωλοπετσωμένοι πολιτικοί που θα μπορούσαν να επιφέρουν ίδια ή και μεγαλύτερη ζημιά στην εργαζόμενη κοινωνία. Αρα, το ζήτημα δεν είναι να σπάσει απλώς η σχέση πομπού-δέκτη, αλλά να υπάρξει σχίσμα ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή πολιτική.
Μιλάμε, δηλαδή, για πλήρη αντιστροφή του πολιτικού παιχνιδιού, έτσι που να μην υπάρχει αναζήτηση «καταλληλότερων», αλλά να υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα: από τη μια το αστικό στρατόπεδο, με την πολυχρωμία του, με τους «καταλληλότερους» και τους μεσσίες του, και από την άλλη το λαϊκό στρατόπεδο, με τη συγκροτημένη εργατική πολιτική στο κέντρο του.
Οποτε στην Ιστορία υπήρξε τέτοιος διαχωρισμός, οι εργατικές και εργαζόμενες μάζες βοηθήθηκαν να διακρίνουν ανάμεσα στις δυο προτάσεις. Η ταξική πάλη δε φενακίστηκε. Οι πραγματικοί λαϊκοί ηγέτες αναδείχτηκαν μέσα από τη φωτιά της ταξικής πάλης και όχι μέσα από τα εργαστήρια των «ίματζ μέικερ» και τους παραμορφωτικούς φακούς των ΜΜΕ. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα τέτοιων ηγετών, έχουν μείνει στην Ιστορία και είναι γνωστά σε όλους (έστω και μόνο ως ονόματα).
Φυσικά, η συγκρότηση ενός εργατικού πολιτικού πόλου δε σημαίνει αυτόματα και συσπείρωση των εργαζόμενων μαζών γύρω του. Αποτελεί, όμως, όρο εκ των ων ουκ άνευ για να μπορέσει να υπάρξει η συσπείρωση του εργατικού και λαϊκού στρατόπεδου. Ποιος θα διεξάγει τον ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα; Ποιος θα δώσει τις απαντήσεις στον ορυμαγδό του ψεύδους και της παραπληροφόρησης από την αστική πολιτική και τους μηχανισμούς προπαγάνδας που διαθέτει; Ποιος θα γκρεμίσει τα είδωλα (στην άνοδό τους και όχι στην πτώση τους); Ποιος θα λειτουργήσει ως οργανωτής του ταξικού στρατόπεδου; Μόνο ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα μπορεί να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον.
Πέτρος Γιώτης