Η κοινωνική ασφάλιση είναι αναφαίρετο δικαίωμα των εργαζομένων. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος στην ελληνική επικράτεια που να διαφωνεί με αυτό. Από τα αφεντικά και τους κυβερνώντες μέχρι τον τελευταίο εργαζόμενο. Το πρόβλημα είναι άλλο: μέχρι πού οριοθετεί ο καθένας τα όρια αυτού του δικαιώματος, πώς το αντιλαμβάνεται; Ας μην αδικούμε κανέναν.
Τα αφεντικά δεν έχουν κανένα πρόβλημα με την κοινωνική ασφάλιση, αρκεί… αρκεί να μην πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές (ή να τις κατεβάσουν σε επίπεδο που θα ισοδυναμεί με το πενηντάλεπτο που δίνουν οι κυρίες του Κολωνακίου στους μετανάστες που καθαρίζουν τα τζάμια των υπερπολυτελών αυτοκινήτων τους).
Οι κυβερνώντες, που εμφανίζονται ως «ενδιάμεσοι» ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες, δεν έχουν κανένα πρόβλημα αρκεί… αρκεί να απαλλαγεί το κράτος από τις «υπέρογκες» δαπάνες του κοινωνικοασφαλιστικού μας συστήματος (ή ίσως να δίνει όσα δίνει για την… ιατρική περίθαλψη των μεταναστών).
Οι εργαζόμενοι όμως; Αυτοί θέλουν την κοινωνική ασφάλιση όχι για πολιτικούς λόγους, ούτε για ελεημοσύνη, αλλά γιατί θέλουν να ζήσουν στα γεράματα στοιχειωδώς σαν άνθρωποι κι όχι σαν ζώα, να αποφύγουν την πνευματική και φυσική τους εξαθλίωση. Ξέρουν ότι έχουν αυτό το δικαίωμα, γιατί τον κοινωνικό πλούτο τον έφτιαξαν αυτοί κι όχι οι γραβατωμένοι γιάπηδες και οι μάνατζερ με τα τρία πτυχία και το κούφιο κεφάλι.
Μπορεί όλοι, λοιπόν, να μιλάνε για το δικαίωμα αυτό, αλλά διαφορετικά το εννοεί ο καθένας. Αυτό γίνεται και στο χώρο της αριστεράς (με κανένα, ένα ή πενήντα εισαγωγικά), ένα τμήμα της οποίας μαζεύτηκε για δεύτερη φορά στα γραφεία του ΕΚΑ την περασμένη Πέμπτη, μετά από κάλεσμα της Πρωτοβουλίας Οικοδόμων, για να συζητήσει τη δική του δράση απέναντι στην αντιασφαλιστική επίθεση που έρχεται. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι το θέμα έχει ανοίξει. Συζήτησε επί ώρες, λοιπόν, η «εκτός των τειχών», εξωκοινοβουλευτική ή αντικοινοβουλευτική, αν θέλετε, αριστερά (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που έδωσε στον εαυτό του «σημαίνον» στέλεχος μιας τάσης αυτής της αριστεράς, που όλως τυχαίως συμμετέχει σε ΚΑΘΕ κοινοβουλευτική εκλογική διαδικασία ως υποψήφιος τα τελευταία είκοσι χρόνια).
Και τι προέκυψε από αυτή τη συζήτηση; Μια αυτόνομη δράση που κανείς δεν πιστεύει στη δύναμή της και που ο αυτόνομος χαρακτήρας της αίρεται με το επιχείρημα «να χτυπάνε όλα τα σφυριά στον ίδιο στόχο». Με αυτό το «επιχείρημα», η «εκτός των τειχών αριστερά» ετοιμάζεται να περάσει τα «τείχη», προκειμένου να συναφθούν συμμαχίες με τον καθένα που ψελλίζει πέντε κουβέντες ενάντια στην αντιασφαλιστική επίθεση. Είχα την υπομονή να παρακολουθήσω επί τρισήμιση ώρες αυτή την κουβέντα. Λυπάμαι που θα αναγκαστώ να γίνω μισητός σε πολλούς, αλλά αν τόσες ώρες κουβέντα καταλήγει στην αναγκαιότητα «πλατιού» συντονισμού με τα σωματεία (όχι μόνο τα πρωτοβάθμια, αλλά γιατί όχι και τα δευτεροβάθμια ή το ΠΑΜΕ, όπως είπαν ορισμένοι ομιλητές) και να θέτει ως στόχο την αναγκαιότητα να πιέσουν οι συνδικαλιστές της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ να αποχωρήσουν από το «διάλογο» (με ποια υλική δύναμη; τρομάρα τους), τότε, παρά τις όποιες προθέσεις, η «εκτός των τειχών» αριστερά μετατρέπεται σε ουρά αυτών που κατά τα άλλα «κατακεραυνώνει» σαν πουλημένους και ρεφορμιστές.
Αν είκοσι χρόνια σαπίλας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δεν είναι αρκετά για να μας ανοίξουν τα μάτια, για να καταλάβουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι αγωνίζονται για τις θεσούλες και την αργομισθία τους, αν τόσα ξεπουλήματα όχι μόνο εργατικών αγώνων κατά κλάδους αλλά του ίδιου του αγώνα ενάντια στις αντιασφαλιστικές ανατροπές (που αναλυτικά έχουμε γράψει και γράφουμε και σ’ αυτό το φύλλο), δεν είναι αρκετά για να καταλάβουμε, ότι το κίνημα δεν εξαρτάται απ’ αυτούς, αλλά καταπνίγεται απ’ αυτούς, τότε καλύτερα να πάμε σπίτια μας για να γλιτώσουμε και την κούραση.
Είμαι… προβοκάτορας, το παραδέχομαι. Είμαι προβοκάτορας γιατί δεν μπορώ να καταλάβω, πώς είναι δυνατόν να γίνει κοινό μέτωπο με ξεπουλημένους γραφειοκράτες, που η ίδια η εργατική τάξη τους έχει γυρίσει την πλάτη. Κι ας μην αντιτείνει κανείς, ότι ήταν σε απεργία της ΓΣΕΕ που κατέβηκαν 1 εκατομμύριο άνθρωποι, γιατί θα του υπενθυμίσω, ότι δεν ήταν μόνο η ΓΣΕΕ που ήταν ενάντια στο αντιασφαλιστικό έκτρωμα Γιαννίτση, αλλά και φιλοκυβερνητικές τότε φυλλάδες, που έβλεπαν αυτό που οι «ακροαριστεροί» δεν μπορούν να δουν: ότι η αγανάκτηση του κόσμου μπορεί να καναλιζάρεται από τις θεσμικές δυνάμεις όσο η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος δεν υπάρχει ούτε εν σπέρματι.
Τι θα πείτε τώρα που η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ φαίνεται ότι φεύγουν από τον «διάλογο»; Θα το θεωρήσετε μια νίκη του εργατικού κινήματος και θα σπεύσετε να συνταχτείτε πίσω από τους πιο «αριστερούς»; Πού οδηγεί αυτή η λογική; Γιατί να μη «συμμαχήσουμε» και με τους «διαφωνούντες» βουλευτές της ΝΔ, αν κάποιοι εκφράσουν επιφυλάξεις για ορισμένες πλευρές της αντιασφαλιστικής επίθεσης; Το «επιχείρημα» των «σφυριών» που θα πρέπει να χτυπάνε στον ίδιο στόχο είναι τουλάχιστον γελοίο. Γιατί γνωρίζουμε και γνωρίζετε, ότι όλα τα σφυριά ποτέ δεν χτυπήσανε στον ίδιο στόχο. Τα σφυριά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας χτυπάνε πάντα στην πλάτη της εργατικής τάξης, ακόμα κι αν δείχνουν ότι στοχεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση.
Σαν επίλογος, ή μερικές παρατηρήσεις:
1. Καλή η ανάγκη μιας ξεχωριστής κινητοποίησης και μιας ξεχωριστής συγκέντρωσης στο Πολυτεχνείο, αλλά αν οι ταξικοί συνδικαλιστές δεν αποφασίσουν να χωρίσουν τα τσανάκια τους από τους κάθε λογής γραφειοκράτες, όλα αυτά δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά ο μαϊντανός στη σούπα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αναρωτηθήκαμε ποτέ, πώς θα καλεσουμε τον απλό εργαζόμενο να παλέψει με αυτούς που τους έχει γυρίσει την πλάτη, γιατί τους θεωρεί τουλάχιστον αναξιόπιστους;
2. Αν ο αγώνας για το ασφαλιστικό περιοριστεί στη συμμετοχή σε μία πανεργατική απεργία με τη ΓΣΕΕ και σε μία απογευματινή κινητοποίηση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, τότε χάθηκε το παιχνίδι. Το ζητούμενο είναι να βρούμε τρόπους να μιλήσουμε στην εργατική τάξη και να «σπάσουμε τα πόδια μας» για να το κάνουμε, να της πούμε ότι εδώ χρειάζεται να βάλει πλάτη και να παλέψει μαχητικά, όπως κάνανε οι παλιότερες γενιές, όταν κατακτούσαν το οχτάωρο. Αν δεν βγεις έξω από τα όρια ανοχής της καθεστηκυίας τάξης, τότε δεν μπορείς να κερδίσεις τίποτα.
3. Δεν σπάει η λογική της ανάθεσης με επιτροπές συνδικαλιστών που θα σχεδιάζουν με βάση τις ισορροπίες των οργανώσεων που συμμετέχουν σ’ αυτές. Αν θέλουμε να προσπαθήσουμε να σπάσουμε τη λογική της ανάθεσης, ας τολμήσουμε να προπαγανδίσουμε όσο πιο πλατιά μπορούμε, να γίνουν ανοιχτές γενικές συνελεύσεις εργαζομένων, που θα παίρνουν αποφάσεις και θα ελέγχουν τις αποφάσεις αυτές. Αν καταλήξει στο να υπάρχουν κάποιοι αντιπρόσωποι που θα συντάσσουν προπαγανδιστικό υλικό ή θα βγαίνουν στα ΜΜΕ, αυτοί θα είναι ανακλητοί και θα λογοδοτούν άμεσα στην Γενική Συνέλευση. Ετσι μόνο ο αγώνας θα ενιαιοποιηθεί από την πλευρά των εργαζομένων, χωρίς αυτό να αναιρεί τη δραστηριότητα των κάθε λογής σχημάτων και σωματείων.
4. Θα πρέπει να διεκδικήσουμε 1400 ευρώ ελάχιστο μισθό ή θα πρέπει να μείνουμε μόνο στην αναγκαιότητα απόκρουσης της αντιασφαλιστικής επίθεσης (έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας); Θα καταλήξουμε σε μίνιμουμ και μάξιμουμ πλαίσια για να κάνουμε τα παζάρια μας με τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας; Να ορισμένα από τα διλήμματα που μπήκανε στην συζήτηση εξαφανίζοντας το κύριο: πώς θα σπάσουμε τη λογική του «ρεαλισμού» που διακατέχει πλατιά εργατικά στρώματα και τα οδηγεί στην αποδοχή του «να χάσουμε όσα λιγότερα μπορούμε», μια λογική που μετατρέπεται σε αδιαφορία για τους νέους εργαζόμενους; Αυτό δεν γίνεται βάζοντας πέντε αιτήματα (όσο ταξικά κι αν είναι), χωρίς ζύμωση και πειστική ανάλυση, στη βάση του ότι ο κοινωνικός πλούτος φτάνει για να ζήσουν οι απόμαχοι της δουλειάς, θέτοντας τους εργαζόμενους προ των ευθυνών τους απέναντι στους ίδιους και τις επόμενες γενιές, ώστε να απαιτήσουν πλήρη ασφάλιση με χρηματοδότηση από τους καπιταλιστές και το κράτος τους.
Θα πρέπει επομένως να βγούμε επιθετικά κι όχι με μίνιμουμ και μάξιμουμ πλαίσια, που τα μάξιμουμ θα είναι μόνο για το θεαθήναι. Ούτε φυσικά θα πρέπει να αρκεστούμε στο «μίνιμουμ των αιτημάτων», με το πρόσχημα ότι τα «μάξιμουμ» δεν βοηθούν στο να δημιουργηθεί κίνημα. Δεν είναι τα «μαξιμαλιστικά αιτήματα» στα οποία οφείλεται η ανυπαρξία κινήματος, αλλά η έλλειψη της ταξικής του ανασυγκρότησης και αυτοσυνείδησης. Το αίτημα για 1400 ευρώ βασικό μισθό, που τόσο πεισματικά τέθηκε από ορισμένους στη συζήτηση και στο οποίο τόσο πεισματικά αντιτάχτηκαν άλλοι, δεν εμπόδισε τους δασκάλους να απεργήσουν πέρσι. Αλλά δεν ήταν το σύνθημα που κατέβασε στους δρόμους τους δασκάλους, ούτε μπόρεσε να τους κρατήσει εκεί. Κάποιοι από τις «Παρεμβάσεις-Κινήσεις-Συσπειρώσεις» είχαν το θράσος να υποστηρίξουν ότι τα 1400 ευρώ ελάχιστος μισθός είναι πλέον ένα «κατοχυρωμένο αίτημα» μέσα στην εργατική τάξη, γιατί αυτό ήταν αίτημα της μεγάλης απεργίας των δασκάλων. Θα τους θυμίσω, ότι οι ίδιοι πρότειναν τη λήξη της απεργίας στην πιο κρίσιμη καμπή της, αρκούμενοι στα 20 λεπτά την ημέρα που τους «πρόσφερε» ο Καραμανλής (εκτός αν τα 1400 ευρώ τα διεκδικούν… μακροπρόθεσμα, σαν κάτι να πούμε που να θυμίζει το ρητό «για ένα δίκαιο μεροκάματο σε μια δίκαιη εργάσιμη ημέρα»).
Δεν έχω επομένως καμία αντίρρηση με το αίτημα των 1400 ευρώ βασικό μισθό. Αλλά, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι η ποσοτική πλειοδοσία των αυξήσεων που θα διεκδικήσει το κίνημα, δεν είναι τα 1400 ή τα 1500 ή τα 3000 ευρώπουλα (τόσα τουλάχιστον δεν χρειάζεται, άραγε, μια τετραμελής οικογένεια που ζει από ένα μισθό;) που θα κρίνει τη μάχη. Το τι θα κερδίσουμε (1400 ευρώ ή παραπάνω;) θα το κρίνει μόνο η ταξική πάλη. Για να γίνει αυτό, όμως, θα πρέπει να βάλουμε το λιθαράκι μας ο καθένας για ν’ αναπτυχθεί η ταξική πάλη κι όχι να γίνουμε περιοδεύων θίασος κάποιων εργατοπατέρων.
Κώστας Βάρλας