Στο δεύτερο σημείωμα αυτής της σειράς καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι στην εποχή μας το εθνικό ζήτημα (με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου έχουμε στρατιωτική κατοχή πρώην ανεξάρτητων χωρών) δεν πρέπει να θεωρείται ζήτημα της αστικής επανάστασης, αλλά ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης. Ας δούμε σ’ αυτό το προτελευταίο σημείωμα τι ακριβώς σημαίνει αυτό.
Μιλώντας από άποψη αρχών, θα λέγαμε πως αυτό (το εθνικό ζήτημα είναι ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης) σημαίνει ότι δε μπορεί να υπάρξει οριστική και δίκαιη λύση του εθνικού ζητήματος χωρίς τη συντριβή του καπιταλισμού, χωρίς την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων του ιμπεριαλισμού δε μπορεί να υπάρξει ισοτιμία στις οικονομικές (κατά συνέπεια και τις πολιτικές) σχέσεις ανάμεσα στα κράτη. Μπορεί, ανάλογα με τους διεθνείς συσχετισμούς, να υπάρξει αλλαγή στα συστατικά στοιχεία της ανισοτιμίας, όμως η ανισοτιμία θα παραμείνει. Αυτό έχει γίνει πολλές φορές στην Ιστορία και τα τελευταία χρόνια ζούμε ξανά (όπως είδαμε στο πρώτο άρθρο) μια έντονη τάση αναβίωσης των διεκδικήσεων από τις εξαρτημένες προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Ακόμα, όμως, και αν αυτές οι χώρες καταφέρουν να κερδίσουν κάποιες από τις διεκδικήσεις τους (καλύτερες τιμές πώλησης των πρώτων υλών, χαμηλότερα επιτόκια, επαναδιαπραγματεύσεις χρεών), η ανισοτιμία στις σχέσεις τους με τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις θα παραμείνει. Και μάλιστα, δεν θα παραμείνει ως στατικό μέγεθος, αλλά ως δυναμικό μέγεθος που μπορεί να κινηθεί και προς την αντίθετη φορά, προς το μεγάλωμα της ανισοτιμίας. Και αυτό το φαινόμενο το έχουμε ξαναδεί στην Ιστορία και θα το ξαναδούμε. Μιλάμε δηλαδή για ένα φαύλο κύκλο στον οποίο κινούνται σταθερά οι διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, με κυρίαρχο τον ιμπεριαλιστικό πόλο. Γιατί (και) οι διακρατικές οικονομικές σχέσεις στον καπιταλισμό δε μπορούν να ρυθμιστούν αλλιώς παρά μόνο με βάση τη δύναμη του κεφάλαιου. Ο καπιταλισμός δε γνωρίζει άλλο τρόπο ρύθμισης των κάθε είδους σχέσεων. Μάλιστα, όταν μιλάμε για διακρατικές σχέσεις, δίπλα στην οικονομική πρέπει να βάλουμε και τη διπλωματική και τη στρατιωτική ισχύ.
Ο δεύτερος βασικός λόγος για τον οποίο δε μπορεί να υπάρξει οριστική και δίκαιη λύση του εθνικού ζητήματος στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι η φύση των αστικών εθνικοαπελευθερωτικών καθεστώτων και κινημάτων, που συγκρούονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό με τον ιμπεριαλισμό. Η αστική τους φύση τα οδηγεί στην εθνική καταπίεση εθνοτήτων ή μειονοτήτων στο εσωτερικό τους, αλλά και σε συγκρούσεις με γειτονικά κράτη για συνοριακές διεκδικήσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα σύνορα χαράχτηκαν αυθαίρετα από τους ιμπεριαλιστές την εποχή της αποικιοκρατίας, αφήνοντας πληθώρα άλυτων εθνικών ζητημάτων. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι επί μακρά σειρά ετών οι αποικιοκρατικές δυνάμεις έστρεφαν τη μια εθνότητα ενάντια στις άλλες, χρησιμοποιώντας έντεχνα τις εθνικές συγκρούσεις για την εξασφάλιση της κυριαρχίας τους (το γνωστό «divide and rule» της βρετανικής αυτοκρατορίας).
Ως εδώ, αναφερόμαστε στο εθνικό ζήτημα ως ζήτημα κυρίως των αγροτικών και πληβειακών μαζών των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, αλλά και ενός τμήματος της αστικής τάξης αυτών των χωρών, που επιζητά την εθνική ανεξαρτησία και διεκδικεί ισότιμες σχέσεις από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ομως, στην πλειοψηφία αυτών των χωρών η αστική επανάσταση έχει συντελεστεί (με το γνωστό στρεβλό και κουτσουρεμένο τρόπο και στην οικονομική βάση και στο πολιτικό εποικοδόμημα), η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει προχωρήσει (αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο), το προλεταριάτο έχει σχηματιστεί. Και το προλεταριάτο, σε κάθε περίπτωση, έχει τα δικά του αιτήματα, πέρα από τα αιτήματα της αστικής επανάστασης. Και στον αγώνα για την ανεξαρτησία το προλεταριάτο δε μπορεί να προσφέρει την υποστήριξή του άνευ όρων, ούτε να διαλύεται μέσα στην πληβειακή μάζα υπό την ηγεσία της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και πρέπει να δούμε το εθνικό ζήτημα και από τη σκοπιά του προλεταριάτου.
Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι το προλεταριάτο στις εξαρτημένες χώρες ζει υπό διπλό ζυγό. Ενα ζυγό εσωτερικό (από τη «δική του» αστική τάξη) και ένα ζυγό εξωτερικό (την ιμπεριαλιστική αστική τάξη). Αν μιλήσουμε για τις χώρες που είναι τυπικά ανεξάρτητες και που κυβερνούνται από κυβερνήσεις εθνικού χαρακτήρα (π.χ. η Βενεζουέλα του Τσάβες), ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική διεκδικήσεων του προλεταριάτου; Ενα κομμάτι ψωμί; «Ενα πιάτο φαγητό στους φτωχούς, που δεν το είχαν προηγούμενα», όπως λένε οι υποστηριχτές του Λούλα στη Βραζιλία; Η απάντηση είναι όχι. Ακόμα και όταν το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, το προλεταριάτο δε μπορεί να παραιτηθεί από τις άμεσες διεκδικήσεις του. Γιατί, βέβαια, αυτές οι χώρες δεν είναι σοσιαλιστικές, καπιταλιστικές είναι, ακόμα και όταν βρίσκονται σε σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ενα άλλο στοιχείο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι στις εξαρτημένες χώρες ενιαία δεν είναι ούτε η εθνική αστική τάξη. Εχει και αυτή προ πολλού διασπαστεί σε δυο μερίδες, τη συμβιβαστική (μεγαλοαστική τάξη κυρίως) και τη ριζοσπαστική (μικροαστοί κυρίως). Η συμβιβαστική μερίδα της αστικής τάξης συνασπίζεται με τον ιμπεριαλισμό, ακόμα και όταν ανταγωνίζεται και συγκρούεται μαζί του. Η σύγκρουση είναι πάντα μέσα στο πλαίσιο αυτού του συνασπισμού, χωρίς να διασαλεύει ριζικά τις ισορροπίες (η κάθε πλευρά ξέρει τα «κυβικά» της, θα λέγαμε). Αντίθετα, η ριζοσπαστική μερίδα της εθνικής αστικής τάξης είναι αυτή που συγκρούεται με τον ιμπεριαλισμό, δίνοντας στη σύγκρουσή της αυτή ακόμα και τη μορφή του ένοπλου αγώνα.
Φυσικά, καθαρές καταστάσεις δε μπορείς να βρεις ούτε σε εθνικές κυβερνήσεις ούτε σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Πολλές φορές μπορείς να δεις και τις δυο μερίδες της αστικής τάξης να συνυπάρχουν μέσα στα κινήματα (χαρακτηριστικό το παράδειγμα της «Φατάχ», που περιλαμβάνει και την πουλημένη κλίκα του Αμπάς και ριζοσπαστικά στοιχεία όπως οι «Ταξιαρχίες Μαρτύρων του Αλ-Ακσα») ή να συμμετέχουν στην ίδια κυβέρνηση (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λίβανος). Μπορείς να δεις κυβερνήσεις να ισχυρίζονται ότι ακολουθούν μια επαναστατική διαδικασία και την ίδια στιγμή να μην αλλάζουν ούτε τον κρατικό μηχανισμό (Τσάβες στη Βενεζουέλα, Μοράλες στη Βολιβία). Και δεν αλλάζουν ούτε τη δομή του κρατικού μηχανισμού, γιατί όσο φοβούνται τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις άλλο τόσο φοβούνται τις εργαζόμενες μάζες, τις οποίες τις θέλουν πειθήνιο στήριγμα της πολιτικής τους, χωρίς αυτόνομη ταξική παρουσία και βέβαια χωρίς αυτόνομη ταξική (ή μετωπική) οργάνωση. Αυτά τα αντιφατικά φαινόμενα αντανακλούν το δισυπόστατο χαρακτήρα της εθνικής αστικής τάξης. Εκμεταλλευτικό και απελευθερωτικό ταυτόχρονα, συμβιβαστικό και ριζοσπαστικό ταυτόχρονα έναντι του ιμπεριαλισμού.
Βέβαια, εκείνο που σφραγίζει την εποχή μας, τον σημερινό «κόσμο σε κίνηση», είναι η απουσία του προλεταριάτου ως «τάξης για τον εαυτό της». Οχι μόνο στις εξαρτημένες χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου, αλλά και στις χώρες με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Αυτή η απουσία διευκολύνει τις αστικές δυνάμεις (όλου του φάσματος) στην εξασφάλιση της ηγεμονίας. Αυτή η ηγεμονία είναι προς όφελος του ιμπεριαλισμού. Οσο και αν αυτός αντιμετωπίζει προβλήματα από την όξυνση του ανταγωνισμού των ριζοσπαστικών μερίδων της εθνικής αστικής τάξης, αυτά δεν είναι προβλήματα που από μόνα τους μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο το παγκόσμιο σύστημα των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. Η πιο ορατή κατεύθυνση των αλλαγών που κυοφορούνται είναι η ενίσχυση κάποιων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε σχέση με εκείνες που αυτή τη στιγμή είναι κυρίαρχες. Ομως, όραμα του προλεταριάτου και των πληβειακών μαζών δε μπορεί να είναι «ένα ξεροκόμματο» σε μια νέα διεθνή (αλλά πάντα ιμπεριαλιστική) τάξη πραγμάτων.
Πέτρος Γιώτης