«Ο καιρός μας θα σταθεί μάρτυρας του τέλους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού». Η φράση ανήκει στον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες και εκφωνήθηκε στη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ Αλ-Ασαντ, που δόθηκε όταν ο Τσάβες επισκέφτηκε τη Συρία, στο πλαίσιο μιας περιοδείας με την οποία προωθεί την υποψηφιότητα της Βενεζουέλας για μια θέση μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Είναι βέβαια γνωστή η ρητορική του Τσάβες και δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι βρισκόταν σε μια περιοχή όπου δυο βδομάδες πριν η αμερικάνικη στρατηγική, η στρατηγική της «νέας Μέσης Ανατολής», υπέστη μια δεινή ήττα. Ομως, κάθε ρητορική εκφράζει πραγματικές πολιτικές τάσεις κι αυτές είναι που πρέπει να μας απασχολήσουν. Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, σε μια σειρά άρθρων, αρχίζοντας από σήμερα, να ψηλαφίσουμε λίγο τις βασικές αντιθέσεις της εποχής μας και να βγάλουμε μερικά πρώτα συμπεράσματα. Συμπεράσματα που σίγουρα πρέπει να «δουλευτούν» ξανά. Από την άποψη αυτή, κάθε παρατήρηση, κάθε αντίλογος, κάθε συνεισφορά είναι ευπρόσδεκτη.
Υπάρχει σήμερα αποικιακό ζήτημα και τι θέση έχει αυτό στην επαναστατική στρατηγική του προλεταριάτου; Ας δοκιμάσουμε καταρχάς να απαντήσουμε στο πρώτο σκέλος αυτού του ερωτήματος.
Αποικιακό ζήτημα έτσι όπως το γνωρίσαμε τον 19ο και μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα δεν υπάρχει. Οι αντιαποικιακές-εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις, που ολοκληρώθηκαν τη δεκαετία του ‘70 (Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος, Μοζαμβίκη, Γουϊνέα Μπισάου, Αγκόλα), άλλαξαν την εικόνα του παλιού κόσμου του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη, στο λεγόμενο τρίτο κόσμο, δημιουργήθηκαν τυπικά ανεξάρτητα αστικά κράτη, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις κουβαλούσαν όχι μόνο τα γνωστά κοινωνικά προβλήματα (χαμηλή ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων, κατεστραμμένες υποδομές, φτώχεια), αλλά και εθνικά προβλήματα, κατάλοιπα του τρόπου με τον οποίο είχαν χαράξει τα σύνορα οι αποικιοκράτες. Αυτό, όμως, δεν θα μας απασχολήσει σ’ αυτή την επισκόπηση του σημερινού κόσμου.
Τα νέα κράτη εντάχθηκαν στο σύστημα των παγκόσμιων καπιταλιστικών σχέσεων. Δε βγήκαν έξω απ’ αυτές, δεν δημιούργησαν κάποια καινούργια αγορά, παράλληλη προς την ενιαία καπιταλιστική αγορά, αλλά διεκδίκησαν μια θέση στο παγκόσμιο σύστημα των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων, με το μοναδικό τρόπο που μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η διεκδίκηση: ανάλογα με την οικονομική τους δύναμη. Οικονομική δύναμη που δεν πήγαζε από τη βιομηχανική ανάπτυξη αλλά από την κατοχή πρώτων υλών απαραίτητων για τη λειτουργία της βιομηχανίας των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Η πολιτική των ηγετικών πολιτικών ομάδων στα νέα ανεξάρτητα κράτη είχε διπλό χαρακτήρα: από τη μια διεκδίκηση καλύτερων τιμών για τις πρώτες ύλες, ώστε να εξασφαλίσουν τη δική τους εσωτερική ανάπτυξη, και από την άλλη, εφαρμογή κάποιων μέτρων ρεφορμιστικού χαρακτήρα στο εσωτερικό αυτών των κρατών. Το δεύτερο ήταν ο «φόρος» που πλήρωνε η αστική τάξη των νέων κρατών προς τις πληβειακές μάζες (αγρότες, μικροαστικά στρώματα, εργατική τάξη), που είχαν αποτελέσει την κινητήρια δύναμη των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων (όχι, όμως, και την ηγέτρια δύναμη). Φυσικά, οι πολιτικές και στα δυο αυτά μέτωπα διέφεραν από χώρα σε χώρα και ξεφεύγει από τα όρια αυτής της ανάλυσης η παρουσίαση αυτών των διαφορών.
Εκείνο που έχει σημασία είναι η πορεία που διέγραψαν αυτές οι χώρες. Μια πορεία που τις έφερε εξαρτημένες με χιλιάδες τρόπους και σε όλα τα επίπεδα (οικονομικά πρωτίστως, αλλά και στρατιωτικά και πολιτικά) από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Και ταυτόχρονα, μια πορεία αποψίλωσης των ρεφορμιστικών μέτρων στο εσωτερικό τους, με αποτέλεσμα την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Εφτασε κάποια στιγμή, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, τη διάλυσή της και τη διάλυση της παράλληλης παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς που αυτή είχε δημιουργήσει, που οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη του λεγόμενου τρίτου κόσμου και τα ιμπεριαλιστικά κράτη έγιναν πιο ανισότιμες από ποτέ. Και βέβαια, το τίμημα αυτής της ανισοτιμίας το πλήρωσαν πρωτίστως και κυρίως οι πληβειακές μάζες σ’ αυτές τις χώρες. Η αστική τάξη προσπάθησε να διατηρήσει τα δικά της κέρδη αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης και ανατρέποντας τη δημοσιονομική πολιτική σε βάρος των τομέων κοινωνικού ενδιαφέροντος. Τις περισσότερες φορές αυτό έγινε κάτω από την άμεση καθοδήγηση των ιμπεριαλιστικών κρατών, που χρησιμοποίησαν ως όργανά τους το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Την περίοδο αυτή (αναφερόμαστε στην τελευταία 15ετία) η παλιά ομάδα αντιθέσεων, που είχαν κωδικοποιηθεί ως αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές και τις εξαρτημένες χώρες, έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Δεν δώσαμε, όμως, την πρέπουσα σημασία σε μια ουσιαστική επισήμανση του Λένιν. Ο ιμπεριαλισμός -έγραφε στο ομώνυμο έργο του του 1916- έχει σύμφυτη την τάση προς τον αποικισμό. Για μια ακόμη φορά ο Λένιν επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις. Είδαμε αυτή την περίοδο την επάνοδο στην «πολιτική των κανονιοφόρων». Η Γιουγκοσλαβία, το τελευταίο σοβιετικό προπύργιο στα Βαλκάνια, χώρα υπονομευμένη από τις εθνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της, δοκίμασε πρώτη τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Ακολούθησε το Αφγανιστάν, χώρα με στρατηγική σημασία στο κέντρο της Ασίας. Το αποκορύφωμα ήταν το Ιράκ, χώρα στην καρδιά της πετρελαιοφόρου λεκάνης της Μέσης Ανατολής. Η λίστα του «άξονα του κακού» περιλαμβάνει ακόμα το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα (την καθεμιά από τις δυο αυτές χώρες για διαφορετικούς λόγους).
Παράλληλα με την επάνοδο στην «πολιτική των κανονιοφόρων», όμως, βλέπουμε να εμφανίζεται και πάλι ορμητικά στο διεθνές προσκήνιο η ομάδα των αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές και τις εξαρτημένες χώρες. Με μια ποικιλία εκδηλώσεών της και με νέο τρόπο. Βλέπουμε αυτές τις αντιθέσεις να αναπτύσσονται κυρίως στη Λατινική Αμερική, την Ασία και τη Νότια Αφρική. Το Ιράν, για παράδειγμα, μετατρέπεται σε περιφερειακή δύναμη, με τεράστια επιρροή στον αραβικό κόσμο, στον οποίο οι Ιρανοί ουδέποτε είχαν ιδιαίτερες συμπάθειες. Στη Λατινική Αμερική ο Τσάβες έχει γίνει «κακό σπυρί» στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ, ενώ τα αστικά-αντιιμπεριαλιστικά του μηνύματα αναπτύσσουν την επιρροή τους όχι μόνο ανάμεσα στους λαούς αλλά και σε τμήματα των ηγετριών τάξεων σε άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Εβο Μοράλες στη Βολιβία). Γενικώς, η Λατινική Αμερική σαρώνεται σήμερα από ένα κοινωνικό και πολιτικό κύμα, κινητήρια δύναμη του οποίου είναι η διεκδίκηση λιγότερο ανισότιμων σχέσεων με το διεθνή ιμπεριαλισμό (εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, ψηλότερες τιμές στις εξαγόμενες πρώτες ύλες, διαγραφή χρεών). Η κυρίαρχη πολιτική αντίληψη λέει πως αν υπάρξουν επιτυχίες σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση-σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, θα υπάρξουν πόροι και για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Το παράδειγμα της οριακής κοινωνικής πολιτικής του Τσάβες, που έχει καταστεί πανίσχυρος στη Βενεζουέλα, προσφέρει συνεχώς νέα ενέργεια σ’ αυτό το κύμα των εθνικών διεκδικήσεων.
Οι ίδιες τάσεις αναπτύσσονται και στην Ασία και τη Μέση Ανατολή. Μόνο που δεν αναπτύσσονται κυρίως από κράτη αλλά από κινήματα που ακόμα δεν έχουν γίνει πολιτικά κυρίαρχα, μολονότι έχουν ενισχυθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια.
Τέτοια κινήματα είναι οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, που διεξάγουν εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο, η Αλ-Κάιντα που αποτελεί ένα ευρύτερο ρεύμα με επιρροή σε πολλές χώρες αλλά και στην ασιατική διασπορά σε Ευρώπη και Αμερική, η Χεζμπολά στο Λίβανο και διάφορα μορφώματα του ριζοσπαστικού πολιτικού Ισλάμ, νόμιμα και παράνομα, σε όλες σχεδόν τις αραβικές χώρες.
Αν παραμερίσει κανείς το ιδεολογικό περίβλημα θα διαπιστώσει τα εθνικοαπελευθερωτικά-αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά να δίνουν τον τόνο. Από ταξική άποψη τα κινήματα αυτά αποτελούν συμμαχίες τμημάτων της αστικής τάξης και της διανόησης με ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Η πολιτική καθοδήγηση ανατίθεται σε διανοούμενους και σε άτομα με πληβειακή καταγωγή, το προσωπικό παράδειγμα των οποίων βρίσκεται στον αντίποδα του παραδείγματος των αστών ηγετών του πάλαι ποτέ εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Πώς να μη κερδίσει τις καρδιές ευρύτατων μαζών ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, όταν αυτός, γόνος μιας ζάμπλουτης σαουδαραβικής οικογένειας, εγκατάλειψε την τρυφηλή ζωή της Τζέντας για να «μονάσει» στα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν; ‘Η ο Χασάν Νασράλα, που ζει σ’ ένα φτωχόσπιτο στα νότια προάστια της Βηρυττού και στέλνει τους γιους του να σκοτωθούν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, ενώ απευθύνεται με συντριβή προς τους μαχητές της Χεζμπολά δηλώνοντας ότι τους φιλάει τα πόδια για τον αγώνα που δίνουν;
Από την άποψη του πολιτικού τους προγράμματος, όμως, όλες αυτές οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις δεν ξεφεύγουν από το πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το ρεφορμιστικό τους πρόγραμμα προσομοιάζει μ’ αυτό της σοσιαλδημοκρατίας (όχι της σημερινής, της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας). Και βέβαια, ο αστικός και μικροαστικός χαρακτήρας των πολιτικών τους ηγεσιών τις οδηγεί σε μια πραγματιστική πολιτική, με έντονο το στοιχείο του οπορτουνισμού. Αυτό, φυσικά, υποβοηθείται και από την απομόνωση που βιώνουν, όχι μόνο από κράτη και κυβερνήσεις, αλλά και από το προλεταριακό κίνημα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Με άλλα λόγια, όλα αυτά τα κινήματα έχουν κάποια όρια που δε μπορούν να τα ξεπεράσουν. Δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε να πολιτευτούν ως επαναστατικά-προλεταριακά κινήματα, ούτε να μετεξελιχτούν σε τέτοια. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι αν αυτά τα κινήματα, με την όποια αντίστασή τους, αποτελούν δυναμικά που αντιμάχεται τον ιμπεριαλισμό.
Πέτρος Γιώτης