«Στο Ιράκ, οι εκλογές του Ιανουαρίου ήταν επιτυχημένες και αξιέπαινες. Ωστόσο, η κύρια επιτυχία δεν επισημαίνεται επαρκώς: οι ΗΠΑ υποχρεώθηκαν να επιτρέψουν τη διεξαγωγή τους. Αυτός είναι ένας πραγματικός θρίαμβος όχι των βομβιστών αλλά της μη βίαιης αντίστασης του λαού, κοσμικών και ισλαμιστών, για τον οποίο ο μεγάλος αγιατολάχ αλ-Σιστάνι αποτελεί σύμβολο.
[…]
Για την Ουάσιγκτον η δημοκρατία και η νομιμότητα είναι αποδεκτές μόνο εφόσον εξυπηρετούν τους επίσημους στρατηγικούς και οικονομικούς σκοπούς. Αλλά σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις, οι απόψεις των Αμερικάνων πολιτών για το Ιράκ και το μεσανατολικό είναι τελείως αντίθετες με την κυβερνητική πολιτική. Γι’ αυτό προκύπτει το ερώτημα μήπως η προώθηση της γνήσιας δημοκρατίας θα έπρεπε να ξεκινήσει από το εσωτερικό των ΗΠΑ».
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από την εβδομαδιαία συνεργασία του διάσημου Νόαμ Τσόμσκι σε ελληνική εφημερίδα («Ελευθεροτυπία», 12.3.05). Από μια πρώτη ανάγνωση ήδη ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και στα δυο σκέλη της τοποθέτησής του. Και σε ό,τι αφορά τις ιρακινές εκλογές και σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην Αμερική. Δεν πρέπει να έχεις καμιά επαφή με την πραγματικότητα (αυτός είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός), για να υποστηρίζεις ότι οι εκλογές στο Ιράκ ήταν μια νίκη της μη βίαιης αντίστασης των Ιρακινών επί των Αμερικάνων, αλλά και επί της ένοπλης αντίστασης. Ειδήσεις διαβάζουμε όλοι και ξέρουμε πολύ καλά τι έγινε στο Ιράκ.
Από την άλλη, πώς να δεχτείς την άποψη ότι οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν πως η κυβέρνηση Μπους κινείται σε κατεύθυνση αντίθετη από τις απόψεις που έχει η πλειοψηφία των αμερικανών πολιτών, όταν είναι πρόσφατες οι αμερικάνικες εκλογές, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά ο Μπους (κόντρα στον Κέρι, μεταξύ των υποστηρικτών του οποίου ήταν και ο Τσόμσκι), μεταφέροντας το κέντρο βάρους της προεκλογικής εκστρατείας στην εξωτερική πολιτική και ειδικά στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η εξωτερική πολιτική αποδείχτηκε το προνομιακό πεδίο για τον Μπους και τους Ρεπουμπλικανούς. Ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν το βαρύ πυροβολικό της προπαγάνδας τους. Κέρδισαν επειδή ο Κέρι και οι Δημοκρατικοί σύρθηκαν πίσω απ’ αυτή την προπαγάνδα, χωρίς να δοκιμάσουν να την αντιπαλέψουν. Ετσι, ο Μπους κέρδισε εύκολα, γιατί οι Αμερικανοί ψηφοφόροι προτίμησαν «αυτόν που γνώριζαν».
Δεν τα γνωρίζει, άραγε, όλα αυτά ο καθηγητής Τσόμσκι; Είναι τόσο εκτός πραγματικότητας; Δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε. Απλώς συμπεριφέρεται σαν ένας χαμηλού επιπέδου πολιτικός απατεώνας κάνοντας το λάθος να θεωρεί πως όλος ο κόσμος σκέφτεται όπως οι Αμερικανοί. Τέτοιες απόψεις μπορεί να έχουν πέραση σε μια μερίδα του πολιτικά απαίδευτου και εν πολλοίς αυτιστικού αμερικάνικου κοινού (κυρίως σε στρώματα της μικροαστικής διανόησης), όμως έξω από τα αμερικάνικα σύνορα δεν πιάνουν μπάζα.
Ο Ν. Τσόμσκι επιμένει, όμως. Επιμένει γιατί ο ίδιος είναι ένας ορκισμένος οπαδός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και εξίσου ορκισμένος εχθρός κάθε βίαιης αντιπαράθεσης προς τα αστικά καθεστώτα και την ιμπεριαλιστική πολιτική. Γι’ αυτό και αναζητά ευκαιρίες να αποθεώσει τις κοινοβουλευτικές (εκλογικές) διαδικασίες. Και όταν τα γεγονότα δεν ταιριάζουν με τις ιδέες του… τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα. Τα εναποθέτει στην προκρούστεια κλίνη του ιδεολογικοπολιτικού του μαγειρείου και τα φέρνει στα μέτρα του. Ετσι μας προέκυψε το φιάσκο των ιρακινών εκλογών ως… αντιστασιακή διαδικασία, η οποία θα πρέπει να στηριχτεί και από μια διαδικασία… γνήσιου εκδημοκρατισμού της Αμερικής.
Ειλικρινά, δεν θα ασχολούμαστε καθόλου με τα φληναφήματα του καθηγητή Τσόμσκι, αν δεν είχε φροντίσει ο ίδιος και πολλοί ακόμη να περιβληθεί με το φωτοστέφανο του αγωνιστή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, του ριζοσπάστη διανοούμενου, ακόμα και του… αναρχικού. Ενώ ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας παλαιάς κοπής σοσιαλδημοκράτης-ρεφορμιστής, που έχει μια ελευθεριότητα στην έκφραση κάποιων πολιτικών απόψεων, λόγω της θέσης του και επειδή δεν είναι επιφορτισμένος με την άσκηση πρακτικής πολιτικής. Δεν είναι υπουργός, δεν έχει διοικητικό πόστο, αλλά εργάζεται από άλλη θέση για τους ίδιους σκοπούς που εργάζονται οι υπουργοί και οι ασκούντες διοίκηση.
Κατά την άποψη του γράφοντος, άνθρωποι σαν τον Τσόμσκι δεν θα έπρεπε να αποτελούν σημείο αναφοράς των ανατρεπτικών κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων. Αυτή η άποψη με μεγάλη ευκολία κατηγορείται ως σεκταριστική και αυτό είναι το ζήτημα που πρέπει κυρίως να συζητήσουμε. Θα έπρεπε, καταρχάς, το επαναστατικό κίνημα να συμμαχεί με ρεφορμιστές τύπου Τσόμσκι, που ασκούν μια ορισμένη κριτική στις πιο βάρβαρες όψεις του σύγχρονου καπιταλισμού;
Και αν ναι, ποια θα έπρεπε να είναι η βάση και ποια τα όρια αυτής της συμμαχίας;
Και αν ναι, ποια θα έπρεπε να είναι η βάση και ποια τα όρια αυτής της συμμαχίας;
Μια στείρα άρνηση κάθε συμμαχίας με ρεφορμιστές τύπου Τσόμσκι θα ήταν πράγματι σεκταρισμός. Αυτό, όμως, είναι μια γενικότητα που δεν μας βοηθάει να μιλήσουμε επί του συγκεκριμένου. Τί σημαίνει συμμαχία για μια επαναστατική κατεύθυνση; Σημαίνει ότι η ίδια αυτοπροσδιορίζεται, ανοίγει τα μέτωπά της, αισθάνεται δυνατή και επικουρικά ανοίγεται σε όμορους χώρους, χωρίς να αποβλέπει στην αφομοίωσή τους, αλλά και χωρίς να αφομοιώνεται η ίδια από τους συμμάχους ή (στην καλύτερη περίπτωση) να μετατρέπεται σε εφεδρεία των συμμάχων.
Οπως καταλαβαίνετε, η δική μας ένσταση εδράζεται ακριβώς στο τελευταίο. Δεν είναι η επαναστατική κατεύθυνση που χρησιμοποιεί επικουρικά τον κάθε Τσόμσκι, αλλά είναι οι διάφοροι Τσόμσκι (βρίθει από τέτοιους το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ) που δίνουν τον τόνο, μονοπωλούν το επικοινωνιακό παιχνίδι και αντί να χρησιμεύσουν σαν εφεδρεία του επαναστατικού κινήματος, ευνουχίζουν ζωντανές δυνάμεις και τις χρησιμοποιούν σαν εφεδρεία του παγκόσμιου καπιταλισμού, σε μια εποχή που τα μέτωπα θα είναι πιο ευδιάκριτα από κάθε άλλη φορά.
Ας πάρουμε το παράδειγμα του Ιράκ. Τίνος εφεδρεία αποτελούν οι απόψεις Τσόμσκι; Εκείνων που αντιστέκονται στην κατοχή ή της κατοχής; Εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα για τους κατακτητές, επειδή δηλαδή δεν έχουν νικήσει και δεν μπορούν να νικήσουν στρατιωτικά (για πολιτική νίκη δεν το συζητάμε καν), επιδιώκουν το μασκάρεμα της κατοχής μέσα από εκλογικές διαδικασίες-φιάσκο, οι οποίες αντιπαρατίθενται όχι στην κατοχή αλλά στην ένοπλη αντίσταση. Επομένως, άνθρωποι σαν τον Τσόμσκι, τους οποίους -κατά τα άλλα- ο Μπους και η φονταμενταλιστική κλίκα του ρεπουμπλικανικού κόμματος ενδεχομένως να μη θέλουν να δουν στα μάτια τους, λειτουργούν ως εφεδρεία της κατοχής, ως υπερασπιστές της ουσίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τον οποίο κατά τα άλλα καταγγέλλουν. Και μάλιστα, συν τω χρόνω, στρέφονται όλο και πιο δεξιά.
Γιατί; Γιατί δεν αντιμετωπίζουν ισχυρό αντίλογο από τις ανά τον κόσμο επαναστατικές δυνάμεις, γιατί τους υποδέχονται παντού με τιμές, γιατί βλέπουν τις παπαριές του να αναδημοσιεύονται όχι μόνο από αστικά έντυπα, γιατί δυνάμεις ριζοσπαστικές -για να μην πούμε επαναστατικές- τους αντιμετωπίζουν με έναν φτωχομπινεδιάρικο πολιτικό επαρχιωτισμό, που οδηγεί σε μια πολιτική ουράς, σε απώλεια της πολιτικής αυτονομίας έναντι όλων των πτερύγων της αστικής πολιτικής.
Στο όνομα ενός πολιτικού πραγματισμού, που δεν διαφέρει σε τίποτα από τον κλασικό οπορτουνισμό, απεμπολείται η επαναστατική ουσία.
Στο όνομα ενός πολιτικού πραγματισμού, που δεν διαφέρει σε τίποτα από τον κλασικό οπορτουνισμό, απεμπολείται η επαναστατική ουσία.
Πέτρος Γιώτης