Βρέθηκε, λοιπόν, ο ένοχος για κάθε μορφή εγκληματικότητας που μαστίζει τη σύγχρονη καπιταλιστική Ελλάδα. Είναι σύμπας ο πληθυσμός ενός ορεινού χωριού της επαρχίας Μυλοποτάμου, του νομού Ρεθύμνης, της περιφέρειας Κρήτης. Στα Ζωνιανά γίνεται η καλλιέργεια του χασίς που πουλιέται στην Ελλάδα. Στην Ηλεία, τη Μεσσηνία, την Αχαΐα,την Καρδίτσα, τα Τρίκαλα, τη Μαγνησία και τους μισούς νομούς της Μακεδονίας δεν καλλιεργείται τίποτα. Κι εκείνο το αλβανικό, με το επικίνδυνο κάδμιο στη σύνθεσή του, που πουλιέται αβέρτα στην πιτσιρικαρία καθ’ άπασαν την επικράτεια, οι Ζωνιανοί το παράγουν και το εμπορεύονται. Από τα Ζωνιανά κατάγονται όλοι οι μπράβοι, οι προστάτες, οι νονοί της νύχτας. Κάτι συμμορίες με μανιάτικα (και όχι μόνο) ονόματα, που ξεπαστρεύουν η μια τα μέλη της άλλης με συνοπτικές διαδικασίες, από Ζωνιανούς αποτελούνται, με παραλλαγμένα ονόματα (το είπε, άλλωστε και ένας πρώην υφυπουργός, με ανοιχτούς λογαριασμούς με μαφιόζικα κυκλώματα -για ποιο λόγο άραγε;- που προσπάθησε να εμφανιστεί ως «θύμα της τρομοκρατίας»). Και την πρέζα οι Ζωνιανοί την παράγουν και την εμπορεύονται. Κι ας λέει ό,τι θέλει η αμερικάνικη DIA για το πέρασμα του Εβρου. Κι ας λειτουργούν εργοστάσια παραγωγής στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Μαυροβούνιο και την Αλβανία. Κι ας απαιτούνται τεράστια κεφάλαια για να εισάγεις μια παρτίδα ηρωίνης, κεφάλαια που κανένας παράνομος (όχι μόνο των Ζωνιανών, αλλά και της Αθήνας) δε μπορεί να διαθέσει.
Στην Ελλάδα έχουμε δυο ειδών ανθρώπους: φιλήσυχους και νομοταγείς από τη μια, κακοποιούς από την άλλη. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κυρίως οι κάτοικοι των Ζωνιανών, ενώ στην πρώτη όλοι οι άλλοι, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Ας πούμε, για τα νταβατζιλίκια και την εκπόρνευση γυναικών φταίνε κάποιοι κακοποιοί, ενώ οι επιχειρηματίες που βάζουν τα κεφάλαια είναι αξιοσέβαστα πρόσωπα. Για το εμπόριο της πρέζας φταίνε αυτοί που τη μοιράζουν, ενώ οι κεφαλαιούχοι που φέρνουν τις μεγάλες παρτίδες και μετά ξεπλένουν το χρήμα σε νόμιμες μπίζνες παίρνουν και κρατικά παράσημα. Για να μην το πάμε παραπέρα και μιλήσουμε για την «Πόρσε» που στα χέρια του κατοίκου των Ζωνιανών αποτελεί πειστήριο εγκληματικής δράσης, ενώ στα χέρια του κατοίκου της Εκάλης και της Πολιτείας αποτελεί αξιοσέβαστο τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης.
Μ’ όλ’ αυτά που βλέπουμε και ακούμε τις τελευταίες μέρες κινδυνεύουμε να τρελαθούμε. Στα πρόσωπα των κατοίκων ενός ορεινού χωριού βρέθηκαν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, για να εξαγιαστεί μέσω της «σφαγής» τους ένα σύστημα που τρέφεται με την κλεμμένη υπεραξία των εργατών, που δολοφονεί καθημερινά τα παιδιά μας με δεκάδες τρόπους. Η μικρή ή μεγάλη παραβατικότητα των Ζωνιανών αποτελεί έγκλημα που πρέπει να παταχτεί αμείλικτα, ενώ η νόμιμη και παράνομη δράση των καπιταλιστών σε όλη τη χώρα μένει στο απυρόβλητο. Ολοι αυτοί που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χειροκροτούν την εισβολή των πάνοπλων μπατσικών ορδών στο Μυλοπόταμο και τους καθημερινούς εξευτελισμούς των κατοίκων της περιοχής, όλοι αυτοί που χαίρονται καθώς συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη άνθρωποι στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν κρητικά μαχαίρια και μπράουνινγκ κειμήλια, ας θέσουν στον εαυτό τους ένα απλό ερώτημα:
αν τα Ζωνιανά υποταχτούν οριστικά, αν στο Μυλοπόταμο βασιλέψει ο νόμος και η τάξη των μπάτσων, θα απαλλαγεί η εργαζόμενη κοινωνία όχι από τις πληγές που της προκαλεί συνεχώς ο καπιταλισμός, αλλά από τις όποιες επιπτώσεις της εγκληματικότητας; Επειδή η απάντηση από κάθε εχέφρονα άνθρωπο είναι αυτονόητα όχι, ας αναρωτηθούμε ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούν αυτά που γίνονται εδώ και ένα δεκαήμερο.
αν τα Ζωνιανά υποταχτούν οριστικά, αν στο Μυλοπόταμο βασιλέψει ο νόμος και η τάξη των μπάτσων, θα απαλλαγεί η εργαζόμενη κοινωνία όχι από τις πληγές που της προκαλεί συνεχώς ο καπιταλισμός, αλλά από τις όποιες επιπτώσεις της εγκληματικότητας; Επειδή η απάντηση από κάθε εχέφρονα άνθρωπο είναι αυτονόητα όχι, ας αναρωτηθούμε ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούν αυτά που γίνονται εδώ και ένα δεκαήμερο.
Αρκούν και μόνο οι εικόνες με τους κουκουλοφόρους ΕΚΑΜίτες, ΜΑΤάδες, ασφαλίτες και κάθε λογής μπάτσους να εισβάλλουν στα Ζωνιανά με οπλισμό και διάταξη στρατού κατοχής, για να τοποθετήσουν κάθε αριστερό άνθρωπο «απέναντι». Οποια άποψη κι αν έχει για τα Ζωνιανά και την τοπική μαφία. Υπάρχει αριστερός, προοδευτικός άνθρωπος που να καταφεύγει για προστασία στο πιο μισητό κομμάτι του αστικού κράτους; Υπάρχει αριστερός που να δέχεται την εφαρμογή της συλλογικής ευθύνης; Υπάρχει αριστερός που να αποδέχεται την παραβίαση στοιχειωδέστατων ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων, προκειμένου να επιβληθεί ο νόμος και η τάξη; Υπάρχει αριστερός που να μην ξέρει ό,τι ο νόμος και η τάξη δεν αφορούν την καταστολή της όποιας εγκληματικότητας, αλλά την καταστολή κάθε μορφής αντίστασης στον καπιταλισμό; Υπάρχει αριστερός που να τρώει τα παραμυθάκια περί καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος από τους μηχανισμούς του κράτους, που όχι μόνο υπερασπίζονται το διαρκές έγκλημα της λειτουργίας του καπιταλισμού, αλλά είναι χωμένοι οι ίδιοι ως το λαιμό μέσα σε κάθε παράνομη δραστηριότητα;
Και όμως, υπάρχουν αριστεροί που ξεχνούν όλ’ αυτά τα στοιχειώδη πράγματα και ταυτίζονται με το κράτος. Δεν εννοούμε μόνο τις ξεφτιλισμένες ηγεσίες της καθεστωτικής ψευτοαριστεράς, που έσπευσαν να συνταχθούν με την κυβέρνηση Καραμανλή, ψελλίζοντας και τις καθιερωμένες σ’ αυτές τις περιπτώσεις παπάρες περί πολιτικών ευθυνών και διαπλοκής, αλλά για απλούς αριστερούς ανθρώπους. Δυστυχώς, η πολύχρονη κυριαρχία του οπορτουνισμού στην Αριστερά έχει αφήσει το στίγμα της στις συνειδήσεις των ανθρώπων, οι οποίοι αδυνατούν να ξεχωρίσουν τις ποιότητες (γιατί είναι ποιοτικό ζήτημα το να μη συντάσσεσαι ποτέ με το αστικό κράτος και ειδικά με τους κατασταλτικούς του μηχανισμούς), να προσεγγίσουν τα φαινόμενα διαλεκτικά και να τοποθετηθούν με σαφήνεια ξεκαθαρίζοντας το κύριο από το δευτερεύον.
Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η διαφορά των Ζωνιανών από άλλες ζώνες της περιφέρειας όπου ανθεί η χασισοκαλλιέργεια (και άλλες… ευγενείς δραστηριότητες) είναι πως εκεί η παραβατικότητα συνδυάζεται με μια πολύ παλιά παράδοση, που εξακολουθεί να είναι ζωντανή στην ορεινή κυρίως Κρήτη. Την παράδοση της οπλοκατοχής και όλα όσα τη συνοδεύουν. Μολονότι η παράδοση αυτή δεν απείλησε ποτέ την αστική εξουσία, αποτελεί εξ ορισμού μια αντινομία. Οι ειδικές αστυνομικές δυνάμεις δεν πήγαν τώρα στην Κρήτη. Πάνε αρκετά χρόνια από τότε που τα ΕΚΑΜ άρχισαν να στέλνονται στην Κρήτη για ειδικές επιχειρήσεις ενάντια στην οπλοκατοχή, ενώ το 2001 ιδρύθηκαν στους τέσσερις νομούς του νησιού τα ΤΑΕ (Τμήματα Αστυνομικών Επιχειρήσεων), με πρόσχημα την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, αλλά με πραγματικό στόχο την οπλοκατοχή. Γράφουν οι μπατσοσυνδικαλιστές των Ειδικών Φρουρών στην ιστοσελίδα τους: «Η καταπολέμηση του φαινομένου εμπορίας όπλων και οπλοκατοχής που είναι ένας από τους κύριους τομείς δράσης των ΤΑΕ, καταδεικνύεται επιτυχημένη τόσο με τον μεγάλο αριθμό προσαγωγής δραστών όσο και με την κατάσχεση όπλων και φυσιγγίων».
Οι πληθυσμοί μεγάλων περιοχών της Κρήτης, όπου η παράδοση της οπλοκατοχής συνεχίζεται, έχουν τραβήξει τα πάνδεινα από τους «Ράμπο» των ΤΑΕ, οι οποίοι βγάζουν όλα τα απωθημένα τους και προσπαθούν να εξευτελίσουν τους ανθρώπους, χτυπώντας στον πυρήνα κάποιων ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους, υπολειμμάτων των ευγενών παραδόσεων του κοινοτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι από την εποχή που δημιουργήθηκαν τα ΤΑΕ (για να υπηρετήσει ένας μπάτσος σ’ αυτά πρέπει να έχει υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του στις Ειδικές Δυνάμεις) έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο μουσικό ρεύμα στην Κρήτη (με νόμιμες και μη νόμιμες ηχογραφήσεις), που αναφέρεται σ’ αυτά ως στρατό κατοχής, ως μισητό αντίπαλο.
Υπάρχουν, βέβαια, οι «ντεμέκ αριστεροί» (και αναρχικοί, δυστυχώς), που εκστασιάζονται με τα politically correct φληναφήματα του κάθε Μάικλ Μουρ, που αναζητά στην οπλοκατοχή τις αιτίες για την παρακμή και την εγκληματικότητα στις ΗΠΑ και όχι στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό πλαίσιο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Γι’ αυτούς, λοιπόν, η οπλοκατοχή είναι ένα βάρβαρο φεουδαρχικό υπόλειμμα! Προφανώς, θεωρούν πως η οπλοκατοχή πρέπει ν’ αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των μηχανισμών καταστολής του αστικού κράτους. Οπως και η βία, άλλωστε.
Οι κομμουνιστές, όμως, από τότε που υπάρχουν ως πολιτικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα, από τα μέσα του 19ου αιώνα, δηλαδή, έχουν το γενικό εξοπλισμό του λαού ως ένα από τα συνθήματα-αιτήματά τους. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να είναι ενάντια στην οπλοκατοχή, αλλά υπέρ της αποποινικοποίησής της. Νομίζουμε πως δεν αξίζει τον κόπο να σχολιάσουμε το επιχείρημα εκείνο που υποστηρίζει ότι η οπλοκατοχή θα αυξήσει την εγκληματικότητα και τη βία μέσα στην κοινωνία. Αλλωστε, το παράδειγμα περιοχών στις οποίες η οπλοκατοχή αποτελεί στοιχείο της πολιτιστικής παράδοσης, αποστομώνει αυτά τα επιχειρήματα. Για να μη μιλήσουμε για το Κουρδιστάν και το Αφγανιστάν, ας μιλήσουμε για την Κρήτη, όπου οι άνθρωποι δεν λύνουν τις διαφορές τους με τα όπλα, γι’ αυτό άλλωστε και δεν υπάρχει διαφορά στις αστυνομικές στατιστικές σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η άλλη ένσταση που ακούγεται τούτες τις μέρες, σε σχέση με τα Ζωνιανά, είναι οι πολιτικές πεποιθήσεις των κατοίκων εκεί (στην πλειοψηφία τους δεξιοί). Υπάρχουν, όμως, και άλλες περιοχές με τα ίδια «πολιτικά» χαρακτηριστικά και δεν τις κάναμε δακτυλοδεικτούμενες. Τα κοινωνικά-πολιτικά αιτήματα, άλλωστε, δεν κρίνονται με τέτοια κριτήρια, αλλά με κριτήρια ταξικά. Τέλος, θα έπρεπε να δει κανείς και κάποια άλλα χαρακτηριστικά σε τέτοιες «πρωτόγονες» περιοχές, που σπανίζουν ανάμεσα στις «προοδευμένες» κοινωνίες. Χαρακτηριστικά όπως το φιλότιμο, η μπέσα, η αναγόρευση της ρουφιανιάς σε ύψιστο αδίκημα. Χαρακτηριστικά που ανήκουν στην κουλτούρα της Αριστεράς και όχι στην κουλτούρα που θέλει να περάσει το αστικό κράτος. Οι παλιότεροι θα έπρεπε να θυμούνται και οι νεότεροι πρέπει να μάθουν, ότι ακόμα και δεξιές περιοχές της ορεινής Κρήτης προσέφεραν άσυλο στους ηττημένους αντάρτες του ΔΣΕ, αρνούμενες να τους παραδώσουν στις αρχές (οι δυο τελευταίοι φυγόδικοι του αντάρτικου έζησαν επί 25 χρόνια στα χωριά και τα μιτάτα των Λευκών Ορέων και εμφανίστηκαν μετά την πτώση της χούντας).
Επίσης, αυτοί που σπεύδουν να καταδικάσουν ελαφρά τη καρδία την οπλοκατοχή, θα πρέπει να θυμηθούν πως η πρώτη πράξη παλλαϊκής αντίστασης στις σιδερόφρακτες στρατιές του ναζιφασιστικού Αξονα συνέβη -όχι τυχαία- στην Κρήτη. Και είναι άρρηκτα δεμένη με την παράδοση της οπλοκατοχής στο νησί και ιδιαίτερα στα ριζίτικα χωριά των Χανίων, που σήκωσαν το βάρος της Μάχης της Κρήτης. Ενας λαός εκπαιδευμένος στα όπλα μπόρεσε να κάνει πράξη τις αντιστασιακές του διαθέσεις, καθηλώνοντας τα πιο επίλεκτα τμήματα του ναζιστικού στρατού. Ας σημειωθεί ότι και τότε, στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οπλοκατοχή στην Κρήτη είχε τεθεί στο στόχαστρο και μάλιστα χρησιμοποιούνταν ως πρόσχημα η καταπολέμηση της ζωοκλοπής.
Ναι, αλλά -έρχεται αμέσως η ένσταση- αυτές οι παραδόσεις της λεβεντιάς και του φιλότιμου έχουν εκφυλιστεί σε εκδηλώσεις ψευτομαγκιάς και επίδειξης. Μολονότι οι γενικεύσεις οδηγούν σε σφαλερά μονοπάτια, δεν θα δυσκολευτούμε να θεωρήσουμε βάσιμη την ένσταση. Δεν είναι και τόσο λεβέντικο να βλέπεις σε κοινωνικές εκδηλώσεις (κυρίως πανηγύρια) μαυροπουκαμισάδες νεαρούς να σέρνουν μαζί τους διάφορα «ξέκωλα», να κατεβάζουν τα ουΐσκια με τις μπουκάλες και μετά να δίνουν τα πιστόλια στα «ξέκωλα» για να ρίξουν μπαλωθιές. Την απάντηση την έχει δώσει η (εκ Κρήτης, κατά σύμπτωση) ποιήτρια, αναφερόμενη σε ανάλογο κοινωνικό φαινόμενο: «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω». Τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, τα πρότυπα της βαρβαρότητας, που εισβάλλουν και στις πιο απόμακρες γωνιές μέσω της τηλεόρασης, δε θα μπορούσαν ν’ αφήσουν ανεπηρέαστες τις παραδόσεις. Ομως, αν ξύσει κανείς τη γλίτσα των αστικών προτύπων, θα βρει από κάτω κάποιες θεμελιώδεις αξίες του παλιού πυρήνα, που δεν θα τις βρει (γιατί δεν υπάρχουν) όσο κι αν ξύσει τη γλίτσα στις διαφορετικού περιεχόμενου (αλλά ίδιες ως προς την ουσία) εκδηλώσεις των νέων που κυνηγούν το πρότυπο του «macho man» σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Aντί, λοιπόν, να μένουμε στην ενόχληση που μας προκαλεί ο εκφυλισμός ευγενών παραδόσεων, ας ψάξουμε τις αιτίες γι’ αυτόν. Ας προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε άλλου είδους πρότυπα, προσέχοντας να μην πετάξουμε μαζί με τα νερά και το παιδί. Και προπαντός, ας διαχωριστούμε κάθετα από κάτι τυπάκια της τάχαμου προοδευτικής διανόησης, που κάθονται στα πολυτελή γραφεία τους και στηλιτεύουν τους «βάρβαρους ορεσίβιους», υπερασπιζόμενα (με στυλ! α, σ’ αυτό είναι άπιαστοι) το νόμο και την τάξη της δικτατορίας του κεφάλαιου.
Και με την παραβατικότητα τι γίνεται; Στο όνομα των ευγενικών παραδόσεων του κοινοτισμού, θα κλείσουμε τα μάτια σε φαινόμενα όπως η χασισοκαλλιέργεια, τα νταβατζιλίκια, οι ληστείες; Ενσταση βάσιμη κι αυτή. Ας τη συζητήσουμε, θυμίζοντας καταρχάς πως η μεγάλη εγκληματικότητα ανθεί στους κόλπους των προβεβλημένων και τιμώμενων προσώπων της κυρίαρχης τάξης. Πώς ορίζεται άραγε η παραβατικότητα; Για τους αστούς τα πράγματα είναι καθαρά. Ο,τι ξεφεύγει από το νόμο καταστέλλεται ως έγκλημα. Γι’ αυτό και δεν διαχωρίζουν ούτε το λεγόμενο πολιτικό έγκλημα, που το δέχεται η νομική τους θεωρία. Είναι γνωστό πως δικάστηκαν όσοι κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στη 17Ν και στον ΕΛΑ. Εδώ, όμως, δεν μιλάμε για πολιτική παραβατικότητα. Μιλάμε για εκείνη την παραβατικότητα που θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως ατομική αντίδραση στο διαρκές έγκλημα της εκμετάλλευσης. Περί αυτού πρόκειται κι αλίμονό μας αν δεν το καταλάβουμε, αν εγκλωβιστούμε στα παραπλανητικά δόγματα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ας θυμηθούμε για μια φορά ακόμη τον Μπρεχτ: Ποιο είναι μεγαλύτερο έγκλημα, να ληστεύεις μια τράπεζα ή να ιδρύεις μια τράπεζα;
Ποιοι μπλέκουν στο λεγόμενο κοινό έγκλημα; Οι γόνοι των «καλών οικογενειών» ή οι γόνοι της φτωχολογιάς; Την απάντηση τη γνωρίζουμε όλοι. Το λεγόμενο κοινό έγκλημα δεν διαφέρει επί της ουσίας από τις νόμιμες δραστηριότητες του καπιταλισμού. Μπίζνες είναι και τα δύο. Επειδή οι παράνομες μπίζνες πρέπει να διεκπεραιωθούν έξω από το θεσμικό πλαίσιο του οργανωμένου κράτους, ο κλήρος της διεκπεραίωσής τους πέφτει σε παιδιά από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που προσπαθούν μ’ αυτό τον τρόπο να ξεφύγουν από τη μιζέρια και την εξαθλίωση των οικογενειών τους. Ας απαντήσει κάποιος με ειλικρίνεια στο ερώτημα: γιατί οι κάτοικοι των Ζωνιανών δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τη χασισοκαλλιέργεια; Την απάντηση την έδωσε ένας γέροντας που απάντησε στους εξυπνάκηδες με τα τηλεοπτικά μαρκούτσια: «Λέτε για μας που το παράγουμε, γιατί δεν λέτε για κείνους που το πίνουν;». Είναι πραγματικά υποκριτικό να βλέπεις και ν’ ακούς διάφορους τηλεαστέρες να καταφέρονται ενάντια στη χασισοκαλλιέργεια των Ζωνιανών και τα μάτια τους να γυαλίζουν από την κόκα που σνίφαραν, γιατί μόνο έτσι μπορούν να αποδώσουν. Και γιατί να έχει πρόβλημα ο κάτοικος των Ζωνιανών με τις ληστείες τραπεζών, όταν η Αγροτική Τράπεζα του έχει ρουφήξει το αίμα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι σε περιοχές όπως τα Ζωνιανά μπλέκονται και γίνονται κουβάρι οι παραδόσεις του κοινοτισμού με την παρακμή του σύγχρονου καπιταλισμού. Η κυρίαρχη ιδεολογία κι αυτοί που τη σερβίρουν ως λαϊκό ανάγνωσμα (ή και ως κοινωνιολογικά εκλεπτυσμένο ανάγνωσμα για τους πιο «ψαγμένους») βάζουν μπροστά μας ένα δίπολο: νόμος και τάξη από τη μια, παρανομία από την άλλη. Και μας καλούν, φυσικά, να πάμε με το νόμο και την τάξη. Αυτό το δίπολο, όμως, είναι ψεύτικο και πρέπει να το πετάξουμε στα σκουπίδια, βάζοντας στη θέση του το πραγματικό δίπολο: κεφαλαιοκρατία και αστικό κράτος από τη μια, προλεταριάτο, φτωχή αγροτιά και εργαζόμενοι μικροαστοί από την άλλη. Οταν τοποθετήσουμε έτσι τα πράγματα, δεν θα δυσκολευτούμε καθόλου να τοποθετήσουμε τους Ζωνιανούς, με όλες τις αντιφάσεις, τις ανακολουθίες, τις υστερήσεις και τα όποια οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά (που δεν αποτελούν, βέβαια, αποκλειστικό «προνόμιο» των κατοίκων αυτού του κτηνοτροφικού χωριού), στον δεύτερο πόλο, το δικό μας πόλο.
Εν προκειμένω, ας θυμηθούμε και ένα ακόμη ιστορικό γεγονός. Ολόκληρη τη δεκαετία του ‘30 εξαπολύθηκε άγριο κυνηγητό ενάντια στη ζωοκλοπή στην Κρήτη, που τα κοινωνικά της χαρακτηριστικά δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται απλουστευτικά. Το αποτέλεσμα ήταν να μεγαλώσει το… κομμουνιστικό κίνημα, εξαιτίας της επαφής των κρατούμενων για ζωοκλοπή με τους κομμουνιστές κρατούμενους στις φυλακές. Είναι απ’ αυτές τις περιπτώσεις που η παραβατικότητα μετατράπηκε σε πρώτη ύλη για το επαναστατικό κίνημα. Οι κομμουνιστές εκείνης της εποχής δεν αντιμετώπισαν τους κοινωνικούς κρατούμενους με τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουν σήμερα κάποιοι αριστεροί της συμφοράς.
Ας αποκαλύψουμε όλη την υποκρισία της αστικής κοινωνίας και ας σταθούμε αντίθετοι στην κατασταλτική μανία του αστικού κράτους. Ας υπερασπιστούμε το δικαίωμα στην οπλοκατοχή και ας αντιμετωπίσουμε την παραβατικότητα από τη σκοπιά της εργαζόμενης κοινωνίας και των αναγκών της και όχι από τη σκοπιά του νόμου και της τάξης των αστών, που εγκληματούν ασύδοτα, κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση.
Πέτρος Γιώτης