Μερικές σκέψεις για την επέτειο της «αποκατάστασης της δημοκρατίας», που φέτος έκλεισε τα 44 χρόνια και της επιφυλάχθηκαν (ως είθισται) όλες οι τιμές, εκτός από την καθιερωμένη φιέστα στο προεδρικό μέγαρο, η οποία ματαιώθηκε λόγω της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο παραλιακό μέτωπο της ανατολικής Αττικής. Κωδικοποιημένες υποχρεωτικά οι σκέψεις, γιατί ο χώρος δεν προσφέρεται για μια ευρεία ιστορική ανάλυση.
Η χούντα στην Ελλάδα είχε αρχίσει να σαπίζει, όμως θα μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα (όπως συνέβαινε με τις δικτατορίες του Φράνκο στην Ισπανία και του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία), αν δεν μεσολαβούσε το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Είναι ο αμερικάνικος παράγοντας αυτός που διέταξε «χούντα τέλος». Ο ίδιος που είχε ανάψει το πράσινο φως για το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967. Οι ίδιοι οι στρατηγοί της χούντας (Μπονάνος, Γκιζίκης και σία) είναι αυτοί που κάλεσαν τους αστούς πολιτικούς και τους παρέδωσαν την εξουσία. Από το μεσημέρι της 23ης Ιούλη του 1974 η χούντα είχε παραδώσει την εξουσία, ο στρατός είχε κλειστεί στα στρατόπεδα και χρειάστηκαν απλώς μερικές ώρες για να επιλεγεί ο αστός πολιτικός που θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία.
Εχουν γραφεί πολλά για την αρχική εντολή που δόθηκε από τον χουντικό πρόεδρο, στρατηγό Γκιζίκη, στον Π. Κανελλόπουλο και αργότερα, με παρέμβαση του Αβέρωφ, άλλαξε χέρια και δόθηκε στον Κ. Καραμανλή. Δεν έχει σημασία να αναλωθούμε σε λεπτομέρειες σχετικά με τα πρόσωπα. Είτε ήταν ο Καραμανλής (που από το 1963 έκανε διακοπές στο Παρίσι), είτε ο Κανελλόπουλος (που είχε διαδεχτεί τον Καραμανλή στην ηγεσία της ΕΡΕ και δεν έφυγε από την Ελλάδα στη διάρκεια της χούντας), είτε ο Μαύρος της Ενωσης Κέντρου, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ο κύβος είχε ριφθεί. Ο ελληνικός καπιταλισμός, που είχε περάσει μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας, με εναλλαγές κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων και στρατιωτικών δικτατοριών, αλλά και με μια περίοδο κατά την οποία κινδύνεψε να συντριβεί (αναφερόμαστε στην περίοδο 1945-49, την περίοδο της λαϊκής επανάστασης που ηττήθηκε), έπρεπε να αποκτήσει ένα πολιτικό εποικοδόμημα αστικού κοινοβουλευτικού τύπου, ανάλογο με τα εποικοδομήματα που εξασφάλιζαν την ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού σε όλες σχεδόν τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Η βασική αυτή στρατηγική κατεύθυνση δεν αντιμετώπιζε δυσκολίες εφαρμογής, γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχε επαναστατικό κίνημα ικανό να αλλάξει τον αστικό στρατηγικό σχεδιασμό και να τραβήξει το λαό σε επαναστατική κατεύθυνση. Εχουν γραφεί διάφορες μπούρδες για εκείνες τις πρώτες «κρίσιμες» ώρες και μέρες μετά την 23η Ιούλη του 1974. Μέχρι και… δυαδική εξουσία ανακάλυψαν κάποιοι! Ομως ήταν φανερό ότι ο λαός της Αθήνας που είχε κατακλύσει το Σύνταγμα πανηγύριζε για την πτώση της χούντας και αρκούνταν σ' αυτό. Υπήρχε ένα υπερεικοσαετές επαναστατικό κενό στην Ελλάδα. Το επαναστατικό ΚΚΕ δεν υπήρχε πλέον. Ο παράνομος μηχανισμός του είχε διαλυθεί από το 1958. Ο αναθεωρητισμός ήταν κυρίαρχος και είχε φροντίσει (και τα δύο αναθεωρητικά ρεύματα που προέκυψαν από τη διάσπαση του 1968) να συκοφαντήσει την επανάσταση του 1946-49 ως «τυχοδιωκτισμό του Ζαχαριάδη» (τον οποίο Ζαχαριάδη -ειρήσθω εν παρόδω- είχαν φροντίσει να δολοφονήσουν το 1973 και να παρουσιάσουν το θάνατό του ως από παθολογικά αίτια). Ακόμα και στη διάρκεια της χούντας είχαν φροντίσει να συκοφαντήσουν κάθε ενέργεια που έβγαινε έξω από τα δικά τους πολιτικά όρια, με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την οποία απέδωσαν σε… «πράκτορες του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ».
Η άκρα Αριστερά (ή επαναστατική Αριστερά ή όπως αλλιώς προσδιοριζόταν) ήταν ένα μειοψηφικό ρεύμα, διασπασμένο σε διάφορες τάσεις, περιορισμένο κυρίως σε ένα κομμάτι της φοιτητικής νεολαίας, χωρίς θεωρητική και προγραμματική συγκρότηση, χωρίς στρατηγική και τακτική, με τον αυθορμητισμό να διατρέχει όλα τα ρεύματά της, χωρίς δεσμούς με την εργατική τάξη, επομένως μη ικανή να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων από την κατεύθυνση που τους είχε δώσει ο αστικός κόσμος. Επομένως, με δεδομένη τη συμφωνία της χούντας και με την αμέριστη στήριξη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η μεταφορά της διαχείρισης της εξουσίας από τη χούντα στους αστούς πολιτικούς υπήρξε εξαιρετικά ομαλή και ανέφελη. Τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται κάποιοι αστοί πολιτικοί (με πρώτους και καλύτερους τους σφουγγοκωλάριους του Καραμανλή, που φιλοτεχνούσαν από την αρχή το πορτρέτο του «εθνάρχη») είτε είναι καθαρές κατασκευές είτε αφορούν κάποιους δικούς τους φόβους τις πρώτες μέρες. Φόβους που αποδείχτηκαν αβάσιμοι (κι αυτό είναι το μέτρο για την εκ των υστέρων αποτίμηση της κατάστασης). Αποδείχτηκε ότι οι ιμπεριαλιστές έλεγχαν τη χούντα. Οι στρατηγοί τήρησαν το λόγο που έδωσαν στους ανθρώπους των «μεγάλων δυνάμεων». Το «ντιλ» προέβλεπε την τιμωρία μόνο των λεγόμενων πρωταίτιων του πραξικοπήματος, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν τις καριέρες τους.
Την ανάγκη για εγκαθίδρυση ενός σταθερού αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος την είχαν συνειδητοποιήσει στον ένα ή τον άλλο βαθμό όλοι οι παράγοντες του αστικού πολιτικού κόσμου. Πρώτος και καλύτερος ο Καραμανλής, που φρόντισε να καλλιεργήσει για τον εαυτό του την εικόνα του «διαφορετικού Καραμανλή» σε σχέση με αυτόν που είχε γνωρίσει η Ελλάδα πριν από τη δικτατορία της χούντας. Δεν είχε αλλάξει, βέβαια, ο Καραμανλής. Οι συνθήκες είχαν αλλάξει και απαιτούσαν απ' αυτόν να προσαρμοστεί, πράγμα που έκανε με επιτυχία.
Ο Καραμανλής, με την αμέριστη βοήθεια αμερικανών και δυτοκοευρωπαίων ιμπεριαλιστών, χρησιμοποίησε την απειλή επανόδου της χούντας με διπλό σκοπό. Πρώτο, για να ενισχύσει πολιτικά τη δική του θέση έναντι των άλλων αστών πολιτικών ηγετών. Δεύτερο, για να δημιουργήσει αναστολές και φοβίες σε ένα ριζοσπαστικό κίνημα που είχε αρχίσει ήδη να αναπτύσσεται μέσα στην εργατική τάξη και στη φτωχή αγροτιά ή που εκτιμούσαν ότι θα αναπτυχθεί.
Ο Καραμανλής πέτυχε απόλυτα στον πρώτο στόχο. Δε χρειάζεται να κοιτάξουμε τίποτ' άλλο εκτός από το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών, που τις έκανε στις 17 Νοέμβρη του 1974, θέλοντας σκόπιμα να εντάξει την επέτειο του Πολυτεχνείου στην ιδέα της «αποκατάστασης της δημοκρατίας». Οι πλατιές λαϊκές μάζες, έντρομες μπροστά στην προοπτική επανόδου της χούντας («Καραμανλής ή τανκς» φώναζε ο Μίκης Θεοδωράκης, υποψήφιος της Ενωμένης Αριστεράς, στην οποία είχαν συνασπιστεί όλοι οι αναθεωρητές), έδωσαν στη ΝΔ του Καραμανλή 54,37%, στην Ενωση Κέντρου του Μαύρου 20,42%, ενώ το πρωτοεμφανιζόμενο ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου συγκέντρωσε 13,58% και η ΕΑ 9,47%. Και μόνη η συμμετοχή όλων στις εκλογές, με λογική καλλιέργειας κοινοβουλευτικού κρετινισμού, ήταν μια νίκη του αστικού συστήματος. Η κατανομή των ψήφων έδειχνε την κυρίαρχη τάση: «να μη γυρίσει η χούντα». Τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε, βέβαια, όμως ο Καραμανλής φρόντιζε να τον κρατάει ζωντανό, γιατί αποδείχτηκε πολύ καλό κοινωνικό ηρεμιστικό. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο βαφτίστηκαν «απόπειρα πραξικοπήματος» οι συνωμοτικές κινήσεις κάποιων κατώτερων αξιωματικών τον Φλεβάρη του 1975, τους οποίους ο Αβέρωφ συνέλαβε κοιμώμενους στα σπίτια τους (εξ ου και ο όρος «πραξικόπημα της πιτζάμας»).
Στο δεύτερο στόχο ο Καραμανλής τα κατάφερε μόνο εν μέρει. Ριζοσπαστικό κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται και στην εργατική τάξη και στη φτωχή αγροτιά. Δίπλα στις ταξικές μερικές διεκδικήσεις για το μεροκάματο, την ασφάλιση, τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, την πιστωτική πολιτική για την αγροτιά, τα δικαιώματα του συνδικαλισμού και του συνεταιρισμού, άρχισαν να προβάλλονται αιτήματα για τη χορήγηση δημοκρατικών δικαιωμάτων (που φαλκιδεύονταν από τη σκληρή κατασταλτική πολιτική του Καραμανλή), αλλά και αιτήματα που αναφέρονταν στις γεωστρατηγικές σχέσεις της ελληνικής αστικής τάξης (έξω από το ΝΑΤΟ, να φύγουν οι βάσεις, να εθνικοποιηθούν οι επιχειρήσεις των ξένων μονοπωλίων κτλ.). Οσο ξεθώριαζε ο φόβος μη τυχόν επανέλθει η χούντα, όσο το εποικοδόμημα του ελληνικού καπιταλισμού αποκτούσε τα χαρακτηριστικά μιας αυταρχικής-συντηρητικής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τόσο αναπτυσσόταν και ο εργατικός και λαϊκός ριζοσπαστισμός.
Η προσφορά του Καραμανλή στο σύστημα ήταν ότι καθυστέρησε τη μαζικοποίηση αυτού του κοινωνικά ριζοσπαστικού ρεύματος. Και με την καλλιέργεια του φόβου για επάνοδο της χούντας και με την άγρια κρατική καταστολή (οι νεότεροι δε γνωρίζουν ίσως ότι τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας δεν μπορούσες να μοιράσεις μια προκήρυξη ή να κολλήσεις μια αφίσα και πως εκατοντάδες μέλη αριστερών οργανώσεων συλλαμβάνονταν κάθε βδομάδα και δικάζονταν για τέτοιους λόγους). Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν το ΠΑΣΟΚ και η καθεστωτική ψευτο-Αριστερά, που κατάφεραν να εγκλωβίσουν αυτόν τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό στα σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά τους προγράμματα και να τον καναλιζάρουν σε ακίνδυνα για το σύστημα κανάλια.
Ο Καραμανλής εξασφάλισε την ομαλή μετάβαση από τη χούντα στον αστικό κοινοβουλευτισμό και το ΠΑΣΟΚ εξασφάλισε την ενσωμάτωση του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, που αναπτύχθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, στη στρατηγική της διαχείρισης του καπιταλισμού. Ηταν επί ΠΑΣΟΚ που ο ελληνικός αστικός κοινοβουλευτισμός πήρε δυτικοευρωπαϊκό χρώμα, με μια σειρά υπερώριμες αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις (που αφορούσαν από την ελευθερία του συνδικαλισμού μέχρι το οικογενειακό δίκαιο) και μια σειρά ρυθμίσεις στην εργατική νομοθεσία. Αυτά σερβιρίστηκαν σαν μέτρα… κοινωνικού μετασχηματισμού.
Φυσικά, δεν ήταν τέτοια. Ηταν μέτρα που δεν αμφισβητούσαν ούτε στο ελάχιστο τον καπιταλισμό. Δεν ήταν καν μέτρα ριζοσπαστικού αστικού χαρακτήρα. Εμφανίστηκαν σαν τέτοια επειδή είχε προηγηθεί η χούντα και μετά μια υπερσυντηρητική Δεξιά. Και βέβαια, πολύ σύντομα τα μέτρα που αφορούσαν τα εργασιακά άρχισαν να παίρνονται πίσω, όπως συμβαίνει πάντοτε στον καπιταλισμό μ' αυτού του τύπου τις ρεφόρμες. Το 1985, ο Α. Παπανδρέου πρώτα κέρδισε τις δεύτερες στη σειρά εκλογές του, με το τρικ της «εκπαραθύρωσης» του Καραμανλή από το προεδρικό μέγαρο, και μετά από μερικούς μήνες εφάρμοσε το περιβόητο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα». Εκτοτε, υπήρξε μια διαδοχή κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που οδηγούσε σε «μέτρα» και «αντίμετρα», όμως η γενική τάση ήταν το ξήλωμα όσων είχε κατακτήσει το ριζοσπαστικό κοινωνικό κίνημα κατά την πρώτη οχταετία μετά την πτώση της χούντας.
Η αποκατάσταση μιας κοινοβουλευτικής κανονικότητας οδήγησε σε κανονικότητα και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα, από τους διορισμένους εργατοπατέρες της προδικτατορικής και της πρώιμης μεταδικτατορικής περιόδου, περάσαμε σε έναν γραφειοκρατικό συνδικαλισμό, ο οποίος αστικοποιούνταν ακολουθώντας την πορεία συντηρητικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού. Από την απαγόρευση του αγροτικού συνεταιρισμού, περάσαμε σε ένα πλατύ συνεταιριστικό κίνημα, που έθρεψε αυταπάτες στον κόσμο της φτωχής αγροτιάς, μέχρι να πνιγεί μέσα στη διαφθορά, τη χρεοκοπία και τα κάθε είδους σκάνδαλα. Από τον φοιτητικό συνδικαλισμό των γενικών συνελεύσεων της περιόδου της χούντας, περάσαμε στην κοινοβουλευτικοποίηση του φοιτητικού συνδικαλισμού, μέχρι που σάπισε κι αυτός, παραχωρώντας και πάλι τη θέση του στον συνδικαλισμό των γενικών συνελεύσεων και των επιτροπών κατάληψης, που ανθίζουν κάθε φορά που το φοιτητικό κίνημα διεκδικεί αγωνιστικά κάποια αιτήματα.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, η αστική προπαγάνδα, παρ' όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις του εκφερόμενου κομματικού λόγου, συμφωνεί στο ότι «η δημοκρατία μας είναι σταθερή και ασφαλής» και ξαναζεσταίνει το δίλημμα «δημοκρατία ή χούντα;». Ακόμα και σήμερα, χρησιμοποιεί την ανάμνηση της χούντας (ή απλώς την ιστορική γνώση για τη χούντα, μιας και ακόμα και οι σημερινοί πενηντάρηδες δεν έχουν καμιά βιωματική εμπειρία από εκείνη την περίοδο) ως μπαμπούλα για την ισχυροποίηση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στη σχετική προπαγάνδα προστίθεται και ο κίνδυνος από την άνοδο των ξενοφοβικών, ρατσιστικών, νεοφασιστικών και ακροδεξιών ρευμάτων. Μόνο που αυτά τα ρεύματα δεν ξεπήδησαν μέσα από το στρατό, όπως η χούντα των συνταγματαρχών, αλλά μέσα από τη λειτουργία του αστικού κοινοβουλευτισμού, στον οποίο άλλωστε συμμετέχουν.
Στις σημερινές συνθήκες, το δίλημμα «κοινοβουλευτική δημοκρατία ή χούντα;» είναι ψευτοδίλημμα. Το πραγματικό δίλημμα είναι «αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ή εργατική δημοκρατία;», «καπιταλισμός ή κομμουνισμός;». Η λεγόμενη μεταπολίτευση του 1974 αφορούσε μόνο το εποικοδόμημα, τη μορφή άσκησης της αστικής εξουσίας. Ζήτημα όχι αμελητέο, φυσικά, που όμως ανήκει πλέον στη δικαιοδοσία της ιστορικής ανάλυσης. Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε ως βασικό συμπέρασμα είναι η ευκολία με την οποία το σύστημα πραγματοποίησε τη μετάβαση από τη χούντα στον αστικό κοινοβουλευτισμό, λόγω της ανυπαρξίας αντίπαλου δέους, επαναστατικού εργατικού κινήματος.
Πέτρος Γιώτης