Μέσα στον ορυμαγδό της εθνικιστικής προπαγάνδας σε Ελλάδα και Τουρκία και την ανταλλαγή δηλώσεων σε φορτισμένο ύφος, στη χώρα μας πέρασε «στο ντούκου» ένας «διάλογος» ανάμεσα στους εκπροσώπους Τύπου των υπουργείων Εξωτερικών Τουρκίας και Ελλάδας, με αναφορές στο παρελθόν. Αξίζει τον κόπο να τον ανασύρουμε, γιατί θα μας αποκαλύψει μια πλευρά της Ιστορίας, η οποία είναι προσεκτικά θαμμένη από την κυρίαρχη εθνικιστική αφήγηση του ελληνικού αστισμού. Κι όμως, αυτή η πλευρά της Ιστορίας μπορεί να μας προσφέρει διδάγματα για το παρόν και το μέλλον.
Ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ Χαμί Ακσόι, σχολιάζοντας την ομιλία του Μητσοτάκη σε διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος για τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, δήλωσε: «Απορρίπτουμε τους αβάσιμους, ψευδείς και συκοφαντικούς εχθρικούς ισχυρισμούς του πρωθυπουργού της Ελλάδας κατά της Ιστορίας μας σε ομιλία του στην Αθήνα. Εάν η ελληνική ηγεσία, που δεν μπορεί να ξεχάσει ότι τους ρίξαμε στο Αιγαίο, επιθυμεί να αντιμετωπίσει την Ιστορία της, πρέπει πρώτα να δει την έκθεση της Επιτροπής Ερευνών των Συμμαχικών Χωρών, η οποία διαπίστωσε τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε ο Ελληνικός Στρατός κατά την εισβολή στην Ανατολία, και τις Διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης που καταδίκασαν την Ελλάδα να καταβάλει αποζημίωση στους Τούρκους για τις σφαγές και τις φρικαλεότητες που διέπραξε».
Η απάντηση του εκπροσώπου του ελληνικού ΥΠΕΞ Αλέξανδρου Γεννηματά ήταν… άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε: «Η ύβρις είναι η επιλογή εκείνου που δεν μπορεί να αποδεχθεί την Ιστορία του. Εκείνου που δεν έχει επιχειρήματα και προτιμά να προκαλεί και να απειλεί. Εκείνου που αρνείται πεισματικά να σεβαστεί του κανόνες που ισχύουν έναντι όλων και που αξιώνει, αυθαιρέτως, ειδική μεταχείριση. Η διαρκής προσπάθεια της Τουρκίας να διαστρεβλώσει ιστορικά γεγονότα προκαλεί θλίψη και την εκθέτει. Οπως και η χρήση, από πλευράς της, ανοίκειων εκφράσεων. Δεν θα την ακολουθήσουμε».
Χαρακτηρίζουμε «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» την απάντηση Γεννηματά (η οποία, βέβαια, από τον ελληνικό Τύπο παρουσιάστηκε με κοσμητικά επίθετα όπως «αποστομωτική» και τα παρόμοια), γιατί δεν μπήκε στην ουσία του ζητήματος που έθεσε ο Ακσόι, ο οποίος δε μίλησε μόνο για σφαγές του ελληνικού στρατού στην Τουρκία (ισχυρισμός που θα μπορούσε να ξεπεραστεί με το συνήθη χαρακτηρισμό «τουρκική προπαγάνδα»), αλλά παρέπεμψε και σε διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης.
Πράγματι, η Συνθήκη της Λοζάνης, που υπεγράφη στις 24 Ιούλη του 1923 μεταξύ της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, από τη μια, και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, από την άλλη, στο άρθρο 59, αναφέρει: «Η Ελλάς αναγνωρίζει την υποχρέωσιν αυτής όπως επανορθώση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου. Εξ άλλου η Τουρκία, λαμβάνουσα υπ' όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος, ως αύτη προκύπτει εκ της παρατάσεως του πολέμου και των συνεπειών αυτού, παραιτείται οριστικώς πάσης απαιτήσεως κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί επανορθώσεων».
Η Ελλάδα, λοιπόν, παραδέχεται ότι ο στρατός της διέπραξε εγκλήματα πολέμου στην Ανατολία και αναγνωρίζει ότι οφείλει αποζημιώσεις, από τις οποίες όμως παραιτείται η Τουρκία, αναγνωρίζοντας ότι το ελληνικό κράτος έχει εξαντληθεί οικονομικά από τον πόλεμο και τις συνέπειές του (κύματα προσφύγων από την Τουρκία στην Ελλάδα). Αυτό επικαλέστηκε ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ και υπό το φως αυτής της αλήθειας είναι ευεξήγητη η «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» απάντηση του εκπροσώπου του ελληνικού ΥΠΕΞ.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, θυμίζουμε ότι για λογαριασμό του ελληνικού κράτους τη Συνθήκη της Λοζάνης διαπραγματεύθηκε και υπέγραψε ο «εθνάρχης» Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος -αν και είχε χάσει τις εκλογές- ορίστηκε ως διαπραγματευτής από την «επαναστατική» κυβέρνηση των Γονατά-Πλαστήρα, η οποία επικύρωσε αμέσως τη Συνθήκη με το Νομοθετικό Διάταγμα 238 (ΦΕΚ Α, 25.8.1923). Χρειάστηκε, μάλιστα, διπλωματική μάχη από τον Βενιζέλο για να «απονεκρωθούν» οι απαιτήσεις της Τουρκίας για πολεμικές αποζημιώσεις λόγω διάπραξης εγκλημάτων πολέμου και να μείνει μόνο η ηθική καταδίκη του ελληνικού κράτους γι' αυτά τα εγκλήματα. Στο τέλος, αναγκάστηκε να παραχωρήσει -πέρα από την Ιμβρο και την Τένεδο- και το τρίγωνο του Καραγάτς (Εβρος) στην Τουρκία, ως αποζημίωση «σε είδος», προκειμένου αυτή να συμφωνήσει στη διατύπωση του άρθρου 59 της Συνθήκης. Ολόκληρη τη Συνθήκη της Λοζάνης μπορείτε να τη βρείτε στα αρχεία του ΓΕΕΘΑ (https://www.geetha.mil.gr/media/Thesmika_Keimena/GEETHA/diethnh/3%20SYNTHIKI%20EIRHNHS%20LWZANIS.pdf).
Εγκλήματα πολέμου από τον ελληνικό στρατό και την ελληνική διοίκηση; Εμείς γνωρίζουμε μόνο για τα εγκλήματα πολέμου του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη και τον Πόντο! Μήπως ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Λοζάνης και ιδιαίτερα αυτό το σημείο, επειδή δεν είχε μεγάλα περιθώρια ελιγμών, λόγω της ήττας που είχε υποστεί ο ελληνικός στρατός; Δυστυχώς, τα εγκλήματα πολέμου είν' αλήθεια. Ο Βενιζέλος, άλλωστε, δεν προσπάθησε να σβήσει την αναφορά σε εγκλήματα πολέμου, αλλά την απαίτηση για πολεμικές επανορθώσεις, πράγμα που -όπως είδαμε- τελικά πέτυχε, αποδεχόμενος να πληρώσει το ελληνικό κράτος εν μέρει «σε είδος». Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι το εν λόγω άρθρο είναι το μοναδικό της συνθήκης στο οποίο γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου (λες και οι άλλοι στρατοί ή άτακτα σώματα συμπεριφέρθηκαν με βάση τις αρχές της… ιπποσύνης). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι οι σφαγές κατά των Ελλήνων του Πόντου, που από την ελληνική Βουλή αναγνωρίστηκαν ως Γενοκτονία το 1994, με εισήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου, έχει αναγνωριστεί ως τέτοια από ελάχιστες χώρες (ή τμήματα χωρών) του κόσμου, ενώ η «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος», που ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή το 1998, είναι μια καθαρά ελληνική εσωτερική υπόθεση.
Η ελληνική εθνικιστική αφήγηση της Ιστορίας κάνει ένα άλμα στο χρόνο και αναφέρεται μόνο στο τελευταίο επεισόδιο, την καταστροφή της Σμύρνης, τις σφαγές και το βίαιο εξαναδραποδισμό των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της, και όχι σ' αυτά που προηγήθηκαν. Και οι περισσότεροι Ελληνες δε γνωρίζουν γιατί το τουρκικό κράτος ονομάζει πόλεμο της ανεξαρτησίας τον πόλεμο εναντίον του ελληνικού στρατού που είχε εισβάλει στην Τουρκία, προσπαθώντας να φτάσει μέχρι την Αγκυρα. Κι αν έχουν ακούσει τον όρο «πόλεμος της ανεξαρτησίας», δεν έχουν αναρωτηθεί για το λόγο που εξηγεί αυτόν τον όρο.
Ακόμα κι αν παραβλέψουμε τη σχετική αναφορά της συνθήκης της Λοζάνης, που υπέγραψε και το ελληνικό κράτος, ακόμα κι αν παραβλέψουμε τις εκθέσεις που έγιναν από την Επιτροπή Ερευνών των Συμμαχικών Δυνάμεων (υποστηρίζοντας ότι αυτή είχε λόγο να ικανοποιήσει την τουρκική πλευρά, με την οποία είχε συμμαχήσει μετά τη στρατιωτική νίκη του Κεμάλ και την ίδρυση της νέας Τουρκίας) ή το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, τα γεγονότα δεν αλλάζουν. Ο ελληνικός στρατός διέπραξε εγκλήματα πολέμου στην Τουρκία κι αυτό πιστοποιείται από ελληνικές πηγές υπεράνω υποψίας. Υπάρχουν ημερολόγια και αφηγήσεις βετεράνων του ελληνικού στρατού (αξιωματικών και στρατιωτών) που πιστοποιούν τα εγκλήματα πολέμου.
Ο χώρος δεν επιτρέπει εκτενή αναφορά. Ο Τάσος Κωστόπουλος έχει κάνει μια συγκέντρωση τέτοιων μαρτυριών σε παλιότερο άρθρο του στην ΕφΣυν («Η Μαύρη Βίβλος του “Γιουνάν ασκέρ“», https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/164388_i-mayri-biblos-toy-gioynan-asker), από το οποίο δανειζόμαστε μερικά στοιχεία.
«Ο διοικητής μας Γεώργιος Κονδύλης μας δίνει το δικαίωμα να πράξουμε ό,τι βαστάει η ψυχή μας. Πράγματι, μερικοί φαντάροι άρχισαν να κάνουν πολλά έκτροπα σ’ αντίποινα» (ημερολόγιο ευζώνου από τη Βοιωτία).
«Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γυρεύαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα κι άναβαν χόρτα από κάτω, για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα, κι ύστερα πήγαινε ένας Χηλήτης και του ’λεγε “δώσε εκατό λίρες να σε γλυτώσουμε”» (αναμνήσεις ενός Ρωμιού από τη Χηλή της Βιθυνίας).
«Στην κατοχή, όξω από την Πέργαμο βρέθηκαν τα πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι. Υστερα πήγε εκεί το 4ο Σύνταγμα. Εγινε ένα “Συνεργείο Αντιποίνων”. Τοποθετήθηκε ένα νέο παιδί, Μυτιληνιός. Ηταν μάνα. Σκαρφίζουνταν ένα σωρό πράματα: το κρανίο κόβεται σιγά σιγά με το πριόνι, ένα κύκλο γύρω, τα χέρια λιανίζουνται με μια βαριά, δυο μάτια βγαίνουν εύκολα με ό,τι νάναι. Οι εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα του Συνεργείου, βλέπαν και περιμέναν σειρά» (πρώτη έκδοση του βιβλίου του Ηλία Βενέζη «Το νούμερο 31328», Μυτιλήνη 1931).
«Η φάλαγξ μας εσυνέχισε την πορείαν της προς Παζαρτζίκ, όπερ κατελάβομεν κατόπιν μικράς αντιστάσεως του εχθρού και το οποίον ο στρατός μας επυρπόλησε» (ημερολόγιο ενός Ρεθυμνιώτη υπολοχαγού).
«Φθάνομε εις χωρίον Σιμωσίν και παραμένομε έξω αυτού. Αίφνης μετ’ ολίγον δεχόμεθα πυρά, αμέσως εις τα όπλα, ανακαλύπτονται κρυμμένοι “τσέτες“ εντός του χωριού, φονεύονται αρκετοί και εν τέλει φωτιά στο χωριό, επιτρέποντας να εξέλθουν του χωριού τα γυναικόπαιδα μόνον» (ημερολόγιο φαντάρου).
«Τα χωρία εκάησαν αφού διερπάγησαν καταλλήλως. Αι δε Χανούμ και οι Τούρκοι, οίτινες προσεπάθουν να περισώσωσι ό,τι ηδύναντο να περισωθή εκ των φλογών, ετυφεκίζοντο!» (αγρινιώτης λοχίας).
«Οταν το σκοτάδι εμουτζούρωσε τα πάντα, ως άλλοι Νέρωνες από του ύψους γιγανταίου βράχου αποθαυμάζομεν αγρίας μεγαλοπρεπείας θέαμα. Ολα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ το οποίον μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα του πολιτισμού» (ημερολόγιο στρατευμένου φοιτητή).
«Εφοβήθημεν ότι οι σκορπισμένοι παντού Τούρκοι, κάτοικοι των πυρπολουμένων χωρίων των, θα μας εφόνευον και δικαίως, εκδικούμενοι τους ημετέρους εμπρηστάς» (αναμνήσεις Στυλιανού Γονατά).
«Οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών και των παιδιών δεν παύουνε μέρα νύχτα. Ολο το δάσος, και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη, είναι γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Ελληνα στρατιώτη. […] Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις των φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σ’ αυτό το διάστημα. […] Συνάντησαν, λένε, ολόκληρες οικογένειες, πολλές γυναίκες, όμορφες κι άσκημες. Αλλες κλαίγανε, άλλες θρηνούσανε τον άντρα τους, την τιμή τους» (ημερολόγιο ευζώνου από τη Βοιωτία).
Οπως αναφέρει ο Κωστόπουλος, οργανώθηκαν και δύο ειδικές επιχειρήσεις. Η πρώτη ήταν «η συστηματική εθνοκάθαρση της χερσονήσου της Νικομήδειας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1921. Εκκαθάριση που τεκμηριώθηκε σχεδόν αμέσως με κάθε λεπτομέρεια, χάρη στην παρουσία ξένων παρατηρητών όπως ο ιστορικός Αρνολντ Τόινμπι, μια Διασυμμαχική Επιτροπή κι ένας απεσταλμένος του ΔΕΣ. Η βρομοδουλειά διεκπεραιώθηκε από «ιδιώτες» παραστρατιωτικούς και επισφραγίστηκε από τον τακτικό στρατό και το ναυτικό μ’ ένα λουτρό αίματος που θυμίζει έντονα, αν και σε σαφώς μικρότερη κλίμακα, όσα έμελλε ν’ ακολουθήσουν την επόμενη χρονιά στην προκυμαία της Σμύρνης. Η έκταση και η ένταση των αγριοτήτων ήταν ωστόσο τέτοια που όχι μόνο υπονόμευσαν τις ελληνικές θέσεις στη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά προκάλεσαν και την πανικόβλητη φυγή του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού.
Η δεύτερη επιχείρηση ήταν η άγρια καταστολή, την άνοιξη του 1922, μιας αγροτικής εξέγερσης στην ορεινή περιοχή του Σιμάβ. Αγανακτισμένοι από τις υπερβολικές επιτάξεις της ελληνικής επιμελητείας και καθοδηγούμενοι από τους κεμαλικούς αντάρτες που παρεπιδημούσαν εκεί από καιρό, οι εξεγερμένοι εξολόθρευσαν σε ενέδρα μια στρατιωτική φάλαγγα, για να υποστούν ταχύτατα την πιο παραδειγματική τιμωρία. (…) Ο επικεφαλής των τιμωρών, συνταγματάρχης Παλαιολόγος, είχε δώσει στους άντρες του το ελεύθερο “να πράξουν ό,τι η συνείδηση κι η ψυχή τους βαστάει“. Η εκστρατεία ολοκληρώθηκε με το κάψιμο κάθε κατοικημένου χώρου, ενίοτε μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους (Καραγιάννης 1976, σ.290-7). Σε αντίθεση με τη Νικομήδεια, τούτη τη φορά δεν υπήρξαν πάντως εξωτερικοί παρατηρητές».
Αφήνουμε για το τέλος μια αναφορά του αξιωματικού Δεμέστιχα (στην Κατοχή υπήρξε δωσίλογος υπουργός του Τσολάκογλου) για τη δράση του ελληνικού στρατού κατά την υποχώρησή του προς τη Σμύρνη, όταν ο στρατός του Κεμάλ είχε πετύχει την ανατροπή: «Τις καταστροφές στις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περάσαμε, τους εμπρησμούς και τις άλλες ασχημίες, δεν είμαι ικανός να περιγράψω και προτιμώ να μείνουν στη λήθη».
Ας γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι το τουρκικό κράτος δεν έχει την αποκλειστικότητα στις σφαγές, τους διωγμούς, τις πυρπολήσεις. Τα ίδια έκανε και το ελληνικό κράτος. Ούτε ο τυχοδιωκτισμός και η πολεμοκαπηλεία υπήρξαν χαρακτηριστικά μόνο του τουρκικού κράτους. Υπήρξαν και του ελληνικού και οδήγησαν σ' ένα λουτρό αίματος, σε εθνικιστικά μίση, ανταλλαγές πληθυσμών υπό άθλιες συνθήκες κτλ. κτλ. Ολ' αυτά, που συνέβησαν πριν από έναν αιώνα (χρόνο πολύ μικρό για την Ιστορία), ας αποτελούν τον οδηγό μας για να μη συρθούμε πίσω από τα κοράκια του ελληνικού εθνικισμού, όπως σύρθηκαν οι προπαππούδες και οι παππούδες μας πίσω από τη «μεγάλη ιδέα του έθνους», πίσω από το όραμα της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Πέτρος Γιώτης