Συμπληρώθηκαν δυο χρόνια από την υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου και η αστική πολιτική ζωή, από την έκτακτη κατάσταση που αντιμετώπισε από τα μέσα του Ιούλη μέχρι τα μέσα του Αυγούστου του 2015, έχει προ πολλού μπει στην κανονικότητα. Τι σημαίνει κανονικότητα; Οτι η χώρα έχει κυβέρνηση που εφαρμόζει την πολιτική που υπαγορεύουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και αντιπολίτευση που τάχαμου αμφισβητεί την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Ενώ στις έκτακτες συνθήκες του καλοκαιριού του 2015, τα σύνορα κυβέρνησης-αντιπολίτευσης είχαν καταργηθεί και όλοι μαζί ψήφιζαν «ναι σε όλα». Σήμερα, λοιπόν, η μεν αντιπολίτευση καταγγέλλει την κυβέρνηση επειδή συνεχίζει την πολιτική που αυτή (η αντιπολίτευση) είχε εφαρμόσει ως κυβέρνηση και είχε ψηφίσει ως αντιπολίτευση το καλοκαίρι του 2015, η δε κυβέρνηση θυμίζει στην αντιπολίτευση ότι όλα αυτά και τα είχε εφαρμόσει παλιότερα ως κυβέρνηση και τα είχε ψηφίσει ως αντιπολίτευση τον Ιούλη-Αύγουστο του 2015. Για να της αντιγυρίσει η αντιπολίτευση ότι αν συνέχιζε να κυβερνά αυτή, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, διότι είχε χαράξει μια πορεία εξόδου από τα Μνημόνια, η οποία ανακόπηκε χάρη στην εξουσιομανία του ΣΥΡΙΖΑ, που για να την ικανοποιήσει εκμεταλλεύτηκε την προεδρική εκλογή του 2014. Κι ακόμα, η αντιπολίτευση μιλά για το «χαμένο πρώτο εξάμηνο του 2015», κουνώντας ως σημαία τις «αποκαλύψεις Βαρουφάκη».
Ετσι, αυτός ο (επί της ουσίας) τυπικός τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται η ενδοαστική πολιτική αντιπαράθεση, σε συνθήκες καταθλιπτικής κυριαρχίας των αστικών μιντιακών συγκροτημάτων και κοινωνικής άπνοιας, θάβει αυτό που θα έπρεπε κυρίως να αντληθεί ως βασικό δίδαγμα από την πορεία της μνημονιακής «μετάλλαξης» του ΣΥΡΙΖΑ. Βάζουμε τη λέξη μετάλλαξη σε εισαγωγικά, γιατί στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μετάλλαξη, αλλά για την αναμενόμενη προσαρμογή ενός κόμματος της κοινωνικής δημαγωγίας στις ανάγκες της αστικής εξουσίας, όταν καλείται να τη διαχειριστεί. Σαν μετάλλαξη, αυτή η προσαρμογή φαίνεται μόνο στα μάτια εκείνων που είτε υπήρξαν συνυπεύθυνοι (π.χ. αυτών που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι βρήκαν την ευκαιρία της ζωής τους) είτε τήρησαν στάση «κριτικής στήριξης» του ΣΥΡΙΖΑ (με αποκορύφωμα την περίοδο του ψευτοδημοψηφίσματος) και -ως συνήθως- αρνούνται να κάνουν μια σε βάθος αυτοκριτική αναζητώντας τα αίτια που τους οδήγησαν σ' αυτή τη στάση. Οπότε, η θεωρία της «μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ» είναι άκρως βολική για τον οπορτουνισμό τους.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο στην ιστορία των αστικών συστημάτων, ούτε στη χώρα μας. Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε την περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, μετά τη λήξη του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, που ανέλαβε τη διαχείριση της εξουσίας στην ιμπεριαλιστική Γερμανία, με πρώτη και βασική αποστολή της να μακελέψει την εξέγερση των βερολινέζων εργατών και να δολοφονήσει τους ηγέτες του νεοσύστατου Κομμουνιστικού Κόμματος (Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ. Για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, συστήνεται ανεπιφύλακτα, σε όσους δεν την έχουν διαβάσει, η εξαιρετική μπροσούρα της «Κόντρας», «Διδάγματα από το Μεσοπόλεμο»). Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, βρίσκεται πιο κοντά στο υπόδειγμα του ΠΑΣΟΚ και η σύγκριση είναι άκρως διδακτική.
Στην ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού για πρώτη φορά τέθηκε πρακτικά το ερώτημα της αποτίναξης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και -αν όχι του περάσματος στο σοσιαλισμό- των βαθιών οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, που θα περιόριζαν την αστική τάξη, θα έφερναν στο προσκήνιο τους «μη προνομιούχους» και θα οδηγούσαν σε μια γιγάντια αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος υπέρ των τελευταίων. Αυτά υποτίθεται ότι θα τα έκανε το ΠΑΣΟΚ που «καβάλησε» το τεράστιο κοινωνικό ριζοσπαστικό ρεύμα που δημιουργήθηκε με την πτώση της χούντας και μέσα σε μια επταετία είχε κερδίσει την εξουσία μ' ένα τεράστιο (για τα σημερινά δεδομένα) εκλογικό ποσοστό, στο οποίο έσπευσαν να αθροιστούν τα δυο ρεβιζιονιστικά κόμματα, εκτινάσσοντάς το πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος. Ηταν το περίφημο «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων», κατά την προσφιλή έκφραση του Χ. Φλωράκη, που αποτελούσε την πεμπτουσία της πολιτικής του Περισσού.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, έχει αναλυθεί, έχει καταγραφεί, οπότε θα περίμενε κανείς ότι θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τη στάση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ιστορική εμπειρία θα έπρεπε να προστεθεί και η αποτίμηση του διαφορετικού κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος. Τη δεκαετία του '80, το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν αντιμέτωπο με ένα ογκώδες διεκδικητικό κίνημα, που αγκάλιαζε την εργατική τάξη, τις πλατιές μάζες της φτωχής και της μεσαίας αγροτιάς και σημαντικά τμήματα των εργαζόμενων μικροαστών της πόλης, με αιτήματα όχι μόνο οικονομικού αλλά και πολιτικού χαρακτήρα (με κύριο την αντίθεση στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση). Αντίθετα, το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν αντιμέτωπος κυρίως με διαθέσεις. Οχι με κίνημα. Από την άλλη, στις αρχές της δεκαετίας του '80 ο ελληνικός καπιταλισμός μπορούσε να «χωνέψει» κάποιες παραχωρήσεις προς τα εργατολαϊκά στρώματα, προκειμένου να ενσωματωθεί στη λογική διαχείρισης του συστήματος ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός και να εκφυλιστεί βαθμιαία. Αντίθετα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διαχείριση της αστικής εξουσίας, ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν σε βαθιά κρίση και είχε ξεκινήσει ήδη μια διαδικασία κινεζοποίησης του ελληνικού λαού, η διατήρηση και το βάθεμα της οποίας ήταν εκ των ων ουκ άνευ για το σύστημα.
Αυτό η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ το γνώριζε πολύ καλά, δεν είχε αυταπάτες όπως εκ των υστέρων υποστήριξε για να δικαιολογήσει τη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών από τα λόγια στην πράξη. Γι' αυτό και η διαπραγμάτευσή της το πρώτο εξάμηνο του 2015 δεν ήταν με τους ιμπεριαλιστές δανειστές (μ' αυτούς έκανε τη συνήθη διαπραγμάτευση επί λεπτομερειών, που έκαναν και οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις, φροντίζοντας να μην υπάρξει ρήξη), αλλά με τους ψηφοφόρους και την κομματική του βάση, όπως εγκαίρως είχαμε επισημάνει τότε, χωρίς να «τσιμπήσουμε» ούτε στο κάλπικο δημοψήφισμα που ήταν το αποκορύφωμα αυτής της πρόστυχης διαπραγμάτευσης των συριζαίων με τον ελληνικό λαό και είχε ως στόχο την ανάδειξη του τρίτου Μνημόνιου σε αναγκαστική επιλογή, πέραν της οποίας υπήρχε μόνο η καταστροφή.
Οι συνήθεις οπορτουνιστές (που παριστάνουν τους επαναστάτες) έσπευσαν να μας πουν (και με τη στάση τους και με κάποια γραπτά τους), ότι η μαρξιστικολενινιστική θεωρία δεν είναι παρά ένα «εγχειριδιακό απολίθωμα της σταλινικής περιόδου», που συντρίβεται από την πραγματικότητα (της συριζαϊκής διακυβέρνησης!). Οτι υπάρχει η δυνατότητα, μέσω της άσκησης λαϊκής πίεσης πάνω σε μια «αριστερή κυβέρνηση», να υπάρξουν ρήξεις με το σύστημα και με το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, οι οποίες θα λειτουργήσουν ως πυροδότης της ταξικής πάλης, με αποτέλεσμα να έχουμε νέες ρήξεις (πάντα από την «αριστερή κυβέρνηση») κ.ο.κ. Μετέφεραν, δηλαδή, στην ελληνική πραγματικότητα του 2015 τη θεωρία των «διαδοχικών ρήξεων» που είχε διατυπώσει δεκαετίες πριν ο λεγόμενος «αριστερός ευρωκομμουνισμός».
Και βέβαια, ήρθε η πραγματικότητα και διέψευσε παταγωδώς (για μια ακόμα φορά) παλιές και μοντέρνες σοσιαλδημοκρατικές θεωρίες (γιατί τέτοιες είναι όλες αυτές οι θεωρίες, ανεξάρτητα από τα λαμπρά ριζοσπαστικά -ενίοτε και επαναστατικά- λογάκια με τα οποία επενδύονται) και να επιβεβαιώσει (για μια ακόμα φορά) τη μαρξιστικολενινιστική θεωρία, στερεώνοντας το χαρακτήρα απόλυτης αλήθειας που έχει για την εποχή μας (εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, για να θυμηθούμε ένα ακόμα… «απολίθωμα»). Παρά ταύτα, οι κάθε είδους οπορτουνιστές των… διαδοχικών ρήξεων και των… μεταβατικών προγραμμάτων δεν το έβαλαν κάτω. Οχυρώθηκαν πίσω από τη βολική ερμηνεία της «προδοσίας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ», χωρίς ποτέ να θέσουν το ερώτημα: υπήρχε περίπτωση να συμπεριφερθεί διαφορετικά η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, από τη στιγμή που αποφάσισε να διαχειριστεί τις κυβερνητικές ευθύνες του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος;
Δεν έθεσαν και δεν πρόκειται να θέσουν ποτέ αυτό το ερώτημα, γιατί η απάντηση είναι -σε κάθε περίπτωση- αρνητική και η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει (για μια ακόμα φορά) την ορθότητα αυτής της απάντησης. Οπότε, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θεωρίες των «μεταβατικών προγραμμάτων» και των «διαδοχικών ρήξεων» με αιχμή του δόρατος μια «αριστερή κυβέρνηση».
Εν προκειμένω δε συζητάμε για τη χρησιμότητα της κοινοβουλευτικής συμμετοχής στην τακτική ενός επαναστατικού κόμματος. Συζητάμε για τη δυνατότητα του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό» ή του «κοινοβουλευτικού δρόμου προς την ανατροπή του καπιταλισμού». Συζητάμε, ακόμα, για την υπέρβαση των ορίων της σχετικής αυτονομίας μιας κυβέρνησης, σε βαθμό που αυτή η κυβέρνηση να «περάσει πάνω» από το σύστημα που διαχειρίζεται και να γίνει φορέας ανατροπής του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, αν εξαιρέσουμε κάποια παλιά συνεδριακά κείμενα που προορίζονταν «για κάθε πικραμένο», ουδέποτε έθεσε τέτοια θέματα. Με το περιβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» κέρδισε τις εκλογές τον Γενάρη του 2015, παίζοντας με δημαγωγική επιδεξιότητα με το αντιμνημονιακό κλίμα. Και έχοντας ξεκαθαρίσει -και σε διακηρυκτικό επίπεδο πλέον- ότι δεν προτίθεται να διακινδυνεύσει τη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Θα μπορούσε, έστω, ως αστική κυβέρνηση, να επιφέρει κάποιες αλλαγές που θα οδηγούσαν έξω από το μνημονιακό πλαίσιο; Το ερώτημα μας εισάγει στην έννοια της σχετικής αυτονομίας των αστικών κυβερνήσεων. Η θεωρία μας διδάσκει ότι αυτή η σχετική αυτονομία υφίσταται, διότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα εξασφαλίζοντας την κοινωνική συναίνεση. Κάθε αστική δημοκρατία δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης, επειδή όμως οι αστικές κοινωνίες είναι διασπασμένες σε ανταγωνιστικές τάξεις, κάθε αστική κυβέρνηση είναι επιφορτισμένη με το καθήκον της εξασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης, για να μην διακινδυνέψει το σύστημα. Αυτή η ανάγκη γεννά τη σχετική αυτονομία των αστικών κυβερνήσεων, οι οποίες διαχειρίζονται το σύστημα ως σύνολο και όχι τα συμφέροντα του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού κλάδου, της μιας ή της άλλης καπιταλιστικής επιχείρησης. Στο όνομα των γενικών συμφερόντων του συστήματος, μπορούν να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις προς τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και στρώματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη.
Προϋπόθεση, όμως, είναι να υπάρχει διεκδικητικό κίνημα των εκμεταλλευόμενων τάξεων και στρωμάτων, που διακυβεύει τη συνοχή του συστήματος. Αν υπάρχει απλώς βουβή διαμαρτυρία, η οποία διοχετεύεται στις κάλπες και όχι στους δρόμους, τότε μένει μόνο η εξυπηρέτηση των ιδιοτελών συμφερόντων του κυβερνώντος κόμματος. Αν το σύστημα το «αντέχει», μπορεί να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις, για να μη συντριβεί στην επόμενη κάλπη αυτό το κόμμα. Αν το σύστημα δεν «αντέχει», τότε αυτού του τύπου οι παραχωρήσεις απαγορεύονται διά ροπάλου και η συντριβή του κυβερνώντος κόμματος είναι αδιάφορη. Σε μια τέτοια περίοδο βρισκόμαστε από το 2010. Αρκεί μόνο να δούμε τις μεγάλες αλλαγές στον αστικό πολιτικό χάρτη και την «εξαφάνιση» ηγετικών προσωπικοτήτων του συστήματος.
Οταν ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος, αμέσως μετά την πτώση της χούντας, προχώρησε στην κρατικοποίηση μιας σειράς καπιταλιστικών επιχειρήσεων (π.χ. όμιλος Ανδρεάδη), κατηγορήθηκε ακόμα και από μερίδα της Δεξιάς για… «σοσιαλμανία». Οταν ο Παπανδρέου ο πρεσβύτερος έκανε μια σειρά παραχωρήσεις στην εργατική τάξη, αμέσως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κάποιες κυρίες του Κολωνακίου πήγαν να οργανώσουν «συλλαλητήρια κατσαρόλας», διότι νόμιζαν ότι ο Παπανδρέου θα φέρει τον… κομμουνισμό. Και οι δύο αυτοί αστοί πολιτικοί, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, εκμεταλλεύτηκαν τη σχετική αυτονομία που τους επέτρεπε το σύστημα, για να εξασφαλίσουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του, που δεν μπορεί να τα δει ο κάθε κοντόφθαλμος καπιταλιστής (και τα δικά τους προσωπικά και κομματικά συμφέροντα).
Κάπως έτσι εμφανιζόταν και ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν πάρει την εξουσία. Οποιος έκανε τον κόπο να διαβάσει τις σχοινοτενείς αναλύσεις του Δραγασάκη, που ήταν τότε ο ιδεολογικός γκουρού του ΣΥΡΙΖΑ, έβλεπε ότι περιέγραφε ένα σχήμα πολιτικής, την οποία θα εφάρμοζε ο ΣΥΡΙΖΑ, βγάζοντας τον ελληνικό καπιταλισμό από την κρίση. Το «μαγικό ραβδάκι» του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν παρά μια συρραφή από ιδέες του νεοκεϊνσιανισμού (τόνωση της κατανάλωσης – αύξηση της ζήτησης – επομένως αύξηση της παραγωγής, με παράλληλα μέτρα διαγραφής χρέους και αναδιάρθρωσης του υπόλοιπου, για να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική). Στην πραγματικότητα, είχαμε να κάνουμε με εκθέσεις ιδεών, καλές για προεκλογική προπαγάνδα, εντελώς ασύμβατες όμως, όχι μόνο με τις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστών δανειστών, αλλά και με τις ανάγκες του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος (που δεν είναι έρημο νησί, αλλά οργανικά ενταγμένος στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, με σχέσεις εξάρτησης από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τις οποίες δε θέλει να διαρρήξει, γιατί χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρξει).
Για όποιον έχει επαφή με τις οικονομικές και τις πολιτικές επιστήμες ήταν ηλίου φαεινότερον ότι αυτές οι εκθέσεις ιδεών δεν είχαν καμιά τύχη, ακόμα και αν υπέθετε κανείς ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ διακατεχόταν από κάποιου είδους «ιδεοληψία». Μόνο οι θλιβεροί ουραγοί της «αριστερής κυβέρνησης», διακατεχόμενοι από τη δική τους οπορτουνιστική ιδεοληψία, αρνήθηκαν να δουν την πραγματικότητα και συνέχισαν να τρέφουν αυταπάτες περί «λαϊκής παρέμβασης» που θα έσπρωχνε στ' αριστερά τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και μετά το κάλπικο δημοψήφισμα στις 5 Ιούλη του 2015 (ποιος ξεχνά τους χορούς τους στο Σύνταγμα, την ώρα που ο Τσίπρας ετοίμαζε τη συνάντηση της επομένης στο προεδρικό μέγαρο με τη μνημονιακή αντιπολίτευση;).
Σε συνθήκες κρίσης, τα περιθώρια σχετικής αυτονομίας κάθε αστικής κυβέρνησης στενεύουν μέχρι εξαφάνισης. Για να το πούμε απλά, «δεν μπορεί να κάνει τα δικά της» με κριτήριο τις ιδιαίτερες πολιτικές της ανάγκες ή τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τις προτεραιότητες στην άσκηση πολιτικής. Σ' αυτές τις συνθήκες, η άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής μπαίνει στον «αυτόματο πιλότο». Αλλωστε, η επιτροπεία με τον πιο προσβλητικό τρόπο για μια κυβέρνηση ανεξάρτητου κράτους (από μια τρόικα υπαλλήλων, που υπαγορεύει στους υπουργούς ακόμα και τις λεπτομέρειες των νομοσχεδίων, τα οποία δεν επιτρέπεται να φτάσουν στη Βουλή χωρίς την έγκρισή της) αυτό ακριβώς υποδηλώνει. Και να θέλει, λοιπόν, μια κυβέρνηση να κινηθεί σε έστω και ελαφρώς διαφορετική ρότα, δεν έχει το περιθώριο να το κάνει. 'Η παραιτείται ή προσαρμόζεται (το ενδεχόμενο να προκαλέσει ρήξη δεν το συζητάμε καν, γιατί αυτή η κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει ρήξη με τον εαυτό της).
Ο ΣΥΡΙΖΑ το συνειδητοποίησε πολύ νωρίς αυτό (αν υποθέσουμε ότι δεν το είχε συνειδητοποιήσει πριν αναλάβει την κυβερνητική εξουσία). Η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη του 2015 έκλεινε κάθε παράθυρο παρέκκλισης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμευόταν να εφαρμόσει τη μνημονιακή πολιτική και ξεκαθάριζε ότι δε θέτει κανένα ζήτημα διαγραφής χρέους (ούτε καν άμεσης αναδιάρθρωσής του). Χρειαζόταν, όμως, κάποιος χρόνος για τη «βίαιη ωρίμανση» (του Δραγασάκη ο όρος). Ετσι, άρχισε το καραγκιοζιλίκι της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και της «δημιουργικής ασάφειας», που κράτησε μερικούς μήνες ακόμα, με αποκορύφωμα το κάλπικο δημοψήφισμα, που εγκλώβισε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και την… έστειλε αδιάβαστη (περιττεύει να θυμίσουμε ότι εμείς δεν ερχόμαστε ως επιμηθείς να μιλήσουμε μετά την ολοκλήρωση αυτής της πορείας. Την είχαμε προβλέψει -πλήρως αιτιολογημένα- και σε τίποτα δεν πέσαμε έξω).
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στο σύστημα, ολοκληρώνοντας τη μνημονιακή προσαρμογή του αστικού φάσματος και απλώνοντας νέα, μεγαλύτερα κύματα απογοήτευσης και αποστράτευσης στους εργαζόμενους και τους νέους. Γι' αυτό και ο Τσίπρας έγινε έκτοτε το χαϊδεμένο παιδί των ιμπεριαλιστών. Επιστρέφοντας στη θεωρία, εκείνο που επιβεβαιώθηκε είναι πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος απαλλαγής από τον καπιταλισμό εκτός από τον επαναστατικό. Κι επειδή η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συσπείρωση γύρω από ένα επαναστατικό πρόγραμμα μετάβασης στον κομμουνισμό, χωρίς μια ξεκάθαρη στρατηγική που θα φωτίζει την τακτική κάθε περιόδου, αποτελεί καθήκον εκ των ων ουκ άνευ η συσπείρωση της εργατικής πρωτοπορίας σ' ένα πολιτικό κόμμα μ' αυτά τα χαρακτηριστικά.
Πέτρος Γιώτης