Με ιδιαίτερη επιμονή συζητιούνται φέτος τα οικονομικά προβλήματα, σε σχέση με τον κρατικό προϋπολογισμό, το προσχέδιο του οποίου παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση την περασμένη βδομάδα. Καινούργια κυβέρνηση, συγκρίσεις προεκλογικών εξαγγελιών και πρακτικής πολιτικής, μετα-ολυμπιακή περίοδος, λογικό είναι να γίνεται κάποια οικονομική συζήτηση. Η συζήτηση αυτή, όμως, όπως γίνεται πάντοτε μ’ αυτές τις συζητήσεις, δεν πάει στην ουσία των πραγμάτων. Για να ακριβολογούμε, δεν πάει στην ταξική ουσία. Τα οικονομικά προβλήματα παρουσιάζονται ως οικουμενικά, υπερταξικά, και η διαχείρισή τους ως μια τεχνική υπόθεση.
Ομως, τα οικονομικά προβλήματα είναι κατεξοχήν ταξικά και η διαχείρισή τους το ίδιο. Ακόμα και όταν τα κοιτάξουμε από μια τεχνοκρατική σκοπιά, οι αποφάσεις που θα πάρουμε θα έχουν να κάνουν με τον δικό μας ταξικό προσανατολισμό. Ας δούμε, λοιπόν, μερικά πράγματα για την ουσία του κρατικού προϋπολογισμού, για να βοηθηθούμε να προσεγγίσουμε καλύτερα τις τρέχουσες εξελίξεις.
Τί είναι ο κρατικός προϋπολογισμός; Είναι ένας μηχανισμός αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος. Για να υπάρξει, βέβαια, αναδιανομή, θα πρέπει να έχει προηγηθεί διανομή. Το εθνικό εισόδημα που παράγεται κάθε χρόνο διανέμεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας. Οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής παίρνουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος, αφήνοντας στους παραγωγούς ένα εισόδημα που μετά βίας τους εξασφαλίζει την επιβίωση.
Υποτίθεται, λοιπόν, ότι το κράτος παρεμβαίνει και αναδιανέμει ένα τμήμα αυτού του εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων και στρωμάτων, αίροντας τις κοινωνικές αδικίες. Θα μπορούσε, βέβαια, να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί να χρειάζεται το κράτος να παίξει έναν τέτοιο εξισορροπητικό ρόλο; Γιατί το κράτος, που υποτίθεται ότι στέκεται πάνω από τάξεις και ταξικούς ανταγωνισμούς, να μην παρέμβει για να άρει την αδικία στη σφαίρα της διανομής του εθνικού εισοδήματος; Να παρέμβει π.χ. νομοθετικά αυξάνοντας σημαντικά τα μεροκάματα, επιβάλλοντας ψηλές ασφαλιστικές εισφορές στους εργοδότες κ.λπ. Το ερώτημα είναι, όπως καταλαβαίνετε, αφελές. Κράτος ουδέτερο δεν υπάρχει. Το κράτος είναι όργανο της κυρίαρχης τάξης για την εξασφάλιση της κυριαρχίας της. Γι’ αυτό και οι παρεμβάσεις του στον τομέα της διανομής είναι πάντοτε υπέρ της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Ιδιας σημασίας είναι και οι παρεμβάσεις του στον τομέα της αναδιανομής.
Η αναδιανομή είναι απαραίτητη πρώτον για να συντηρηθεί ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός. Το εργαλείο, δηλαδή, με το οποίο επιβάλλεται η κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Στοιχείο αυτού του μηχανισμού είναι και ο λεγόμενος κοινωνικός τομέας, που χρησιμοποιείται για να εξασφαλίσει το σύστημα την κοινωνική γαλήνη και για να εμφανίζεται το κράτος ως όργανο ουδέτερο, υπεράνω τάξεων. Η πορεία της ταξικής πάλης σε μια μακρά χρονική περίοδο (ας προσδιορίσουμε την έναρξή της μετά την οριστική νίκη των αστικών επαναστάσεων)κατέστησε αναγκαία τη λειτουργία αυτού του κοινωνικού τομέα (δημόσια παιδεία, υγεία, πρόνοια).
Μήπως, όμως, η χρηματοδότηση αυτού του τομέα από το κράτος συνιστά αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εκμεταλλευόμενων τάξεων και στρωμάτων; Ετσι εμφανίζεται, αλλά κάθε άλλο παρά έτσι είναι. Μια σύντομη επισκόπηση στα βασικά μεγέθη και τη λειτουργία του κρατικού προϋπολογισμού μπορεί να μας το δείξει αυτό πολύ καθαρά.
Τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού προέρχονται σχεδόν στο σύνολό τους από τη φορολογία. Η φορολογία χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, την άμεση και την έμμεση. Η άμεση φορολογία είναι η φορολογία εισοδήματος των φυσικών και νομικών προσώπων (εταιριών). Υποτίθεται, λοιπόν, ότι η φορολογική κλίμακα είναι προοδευτική και όχι αναλογική. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημά σου τόσο μεγαλύτερη είναι η φορολογική επιβάρυνση. Ποια είναι, όμως, η πορεία στον τομέα της άμεσης φορολογίας; Η φορολογική κλίμακα γίνεται ολοένα και λιγότερο προοδευτική και τείνει προς την αναλογικότητα, με τη μείωση των φορολογικών κλιμακίων και τη συνεχή μείωση των ψηλών φορολογικών συντελεστών. Τελευταίο «κρούσμα» η εξαγγελία για μείωση κατά 10 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες του ενιαίου συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών. Ετσι, τα πιο ψηλά εισοδήματα πληρώνουν ολοένα και λιγότερο φόρο εισοδήματος και η αναλογία τους στο σύνολο των άμεσων φόρων γίνεται ολοένα και μικρότερη.
Και να μη συνέβαινε αυτό, όμως, εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως στο σύνολο της φορολογίας η άμεση φορολογία είναι γύρω στο 35%. Το 65% των φόρων συλλέγεται από την έμμεση φορολογία, η οποία είναι καθαρά αναλογική, αφού συμπεριλαμβάνεται στις τιμές των διάφορων προϊόντων και υπηρεσιών. Τον ίδιο φόρο πληρώνει ένας καπιταλιστής αγοράζοντας ένα πακέτο τσιγάρα, τον ίδιο και ένας εργάτης. Ετσι, λόγω της πληθυσμιακής κατανομής των κοινωνικών τάξεων, η οποία είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη συμμετοχή τους στο παραγόμενο εθνικό εισόδημα, και λόγω της διάρθρωσης της φορολογίας, οι εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες τάξεις πληρώνουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των φόρων, άμεσων και -κυρίως- έμμεσων. Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά, το κράτος συγκεντρώνει και έχει στη διάθεσή του προς αναδιανομή, χρήματα που στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονται από τους εργαζόμενους. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, αναδιανομή σε βάρος των καπιταλιστών και προς όφελος των εργαζόμενων δεν γίνεται. Το μόνο που μένει να εξετάσουμε είναι αν γίνεται αναδιανομή ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους, με τους καπιταλιστές να είναι κατά κάποιον τρόπο ουδέτεροι. Και αυτό το ερώτημα, όμως, είναι αφελές και ιδού γιατί.
Η συντήρηση του κρατικού μηχανισμού και ειδικά των κατασταλτικών μηχανισμών (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια κ.λπ.) απορροφά το μεγαλύτερο κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού. Από τον κρατικό προϋπολογισμό συντηρείται επίσης το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης. Κοντολογίς, με λεφτά των εργαζόμενων η αστική τάξη εξασφαλίζει τους μηχανισμούς κυριαρχίας της (κατασταλτικούς, διοικητικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς). Το κεφάλαιο, όμως, εισπράττει τη μερίδα του λέοντος ακόμα και από τους καθαυτό κοινωνικούς τομείς, οι οποίοι γίνονται με τη σειρά τους μηχανισμοί αναδιανομής εισοδήματος. Εργολαβίες, προμήθειες, υπερτιμολογήσεις, ρεμούλες, βασιλεύουν στη λειτουργία του «κοινωνικού κράτους». Και οι εργαζόμενοι χρόνο με το χρόνο καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να συμμετάσχουν υποχρεωτικά στη δαπάνη των κρατικών υπηρεσιών, όταν τις χρησιμοποιούν.
Για τους εργαζόμενους, λοιπόν, είναι τουλάχιστον πρόκληση οποιαδήποτε συζήτηση περί της αναγκαιότητας δημοσιονομικής πειθαρχίας. Γιατί οι ίδιοι αποτελούν τα υποζύγια των φορολογικών βαρών και κάθε κουβέντα περί δημοσιονομικής πειθαρχίας σημαίνει πως αυτά τα βάρη θα μεγαλώσουν και η αναδιανομή θα είναι ακόμα περισσότερο σε βάρος τους.
Πέτρος Γιώτης