Mια τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη στη Βουλή απετέλεσε το έναυσμα γι' αυτή τη μικρή ανάλυση, που ξεκίνησε στο προηγούμενο φύλλο. Την παραθέτουμε και πάλι: «Η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που επιδιώκει η Κυβέρνηση -αν θέλετε, η ανάκαμψη με αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά αδύναμων- χρειάζεται υψηλούς ρυθμούς όχι για ένα ή δύο τρίμηνα ή για ένα έτος, αλλά μεσοπρόθεσμα. Θυμίζω ότι οι ρυθμοί που προβλέπει το πρόγραμμα για το 2017-2018 είναι της τάξης του 2,5% έως 3%. Με δεδομένο το χαμηλό ύψος των αποταμιεύσεων στην Ελλάδα η μόνη -θα έλεγα- ρεαλιστική στόχευση για να στηρίξουμε τους ρυθμούς αυτούς, είναι η προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτές οι επενδύσεις, μαζί με τις δημόσιες επενδύσεις των κοινοτικών πόρων, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τέτοιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων σημαίνει τομές, σημαίνει θεσμικές τομές και στην αγορά και στην οικονομία και στη Δικαιοσύνη. Και αυτές ακριβώς τις τομές θα υλοποιήσει η Κυβέρνηση το επόμενο έτος».
Διευκρινίζουμε ότι δεν πρόκειται για κάποια προσωπική τοποθέτηση του «δεξιού» Χουλιαράκη, αλλά για επίσημη κυβερνητική θέση. Ενδεικτικά παραθέτουμε ταυτόσημη τοποθέτηση του υπουργού Ανάπτυξης Γ. Σταθάκη: «Είναι αυτονόητο ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα βγάλουν την οικονομία από τη στασιμότητα. Οι δημόσιες επενδύσεις συμβάλλουν φυσικά, αλλά η ανάκαμψη θα έρθει από την επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η κυβέρνηση μπορεί να κάνει δύο πράγματα προς την κατεύθυνση αυτή. Πρώτον, να διευκολύνει τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Δεύτερον, να προβεί σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν το επενδυτικό πλαίσιο».
Σχολιάσαμε στο προηγούμενο φύλλο ότι με τέτοιες τοποθετήσεις οι Τσιπραίοι επαναφέρουν τη θεωρία της ψωροκώσταινας, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα, που δεν μπορεί να έχει αυτοδύναμη ανάπτυξη και γι' αυτό έχει ανάγκη τις επενδύσεις του χρηματιστικού κεφάλαιου των χωρών του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Κοιτάζοντας το ζήτημα από μια στενή οικονομική-λογιστική σκοπιά, θα συμφωνήσουμε ότι οι Τσιπραίοι προσαρμόζονται στο ρεαλισμό του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος. Ο,τι συγκεντρώνει το κράτος, μέσω της φορομπηχτικής πολιτικής του, αφού αφαιρεθούν οι συρρικνωμένες πλέον δαπάνες του (μισθοί, συντάξεις, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές δαπάνες), κατευθύνεται στην αποπληρωμή του χρέους. Επομένως, δεν υπάρχει δυνατότητα κρατικών επενδύσεων, δεν μπορεί το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων να λειτουργήσει ως ατμομηχανή ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Το κράτος όχι μόνο αποσύρεται από κλασικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας (ακόμα και από υπηρεσίες στο πλαίσιο των κρατικών δομών Υγείας, Παιδείας κ.ά.), αλλά αποσύρεται και από τον παραγωγικό τομέα της λεγόμενης Κοινής Ωφέλειας (ενέργεια, ύδρευση, συγκοινωνίες, επικοινωνίες, συγκοινωνιακές και άλλες υποδομές), ανοίγοντας έτσι ένα τεράστιο πεδίο κερδοσκοπίας στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα.
Είναι λογικό, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτών των δεδομένων, τα οποία οι συριζαίοι σέβονται σαν ευαγγέλιο (αυτά που έλεγαν μέχρι να αναρριχηθούν στην κυβέρνηση έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια), να προσβλέπουν στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Γιατί, όμως, στο ξένο και όχι στο ελληνικό; Δεν υπάρχουν στην Ελλάδα κεφάλαια που λιμνάζουν και που αναζητούν χώρους επικερδούς τοποθέτησης; Φυσικά και υπάρχουν συσσωρευμένα κεφάλαια στην ιδιοκτησία ελλήνων καπιταλιστών. Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη κεφαλαίων (το χαμηλό επίπεδο αποταμιεύσεων, όπως λέει ο Χουλιαράκης, σε γνήσια τεχνοκρατική γλώσσα), αλλά η καταβαράθρωση της εσωτερικής αγοράς, που καθιστά επισφαλή κάθε παραγωγική επένδυση. Η καταβαράθρωση της εσωτερικής αγοράς, σε συνδυασμό με το δεδομένο μεταπρατικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, κάνει πιο ασφυκτική (και με χειρότερους όρους) την εξάρτησή του από το ξένο κεφάλαιο.
Ηδη, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου σε επιλεγμένους τομείς έχει επιταχυνθεί, στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων (με όρους ξεπουλήματος) που προβλέπει το Μνημόνιο. Υπάρχουν περιπτώσεις που το ξεπούλημα επιβάλλεται από τα ιμπεριαλιστικά όργανα. Για παράδειγμα, δεν είναι η έλλειψη τεχνογνωσίας από τους έλληνες εργολάβους, που επέβαλε την είσοδο στις συμβάσεις παραχώρησης των αυτοκινητοδρόμων, μονοπωλιακών ομίλων όπως η γαλλική Βινσί και η γερμανική Χόχτιφ. Η είσοδός τους επιβλήθηκε από τα ευρωενωσίτικα όργανα, δεδομένου ότι πρόκειται για έργα υποδομής που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Αυτό έγινε προ Μνημονίων. Επί Μνημονίων, η γερμανική Φράπορτ παίρνει «με τσαμπουκά» τα περιφερειακά αεροδρόμια, ξένος όμιλος παίρνει τον Αστέρα της Βουλιαγμένης, άλλος ξένος όμιλος παίρνει το Ελληνικό, η ιταλική Ελπέντισον σχεδιάζει να βάλει πόδι στη ΔΕΗ, η γαλλική Σουέζ στα νερά κ.ο.κ. Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν και ελληνικοί κεφαλαιοκρατικοί όμιλοι ως συνεταίροι, με μειοψηφικό ποσοστό (σε κάποιες περιπτώσεις εξαιρετικά μικρό).
Ολες αυτές οι επενδύσεις ξένου κεφαλαίου αφορούν είτε την κατασκευή υποδομών, είτε την αρπαγή έτοιμων υποδομών, είτε τον τουρισμό και το ρίαλ εστέιτ. Οταν, όμως, πρόκειται για οποιουδήποτε είδους παραγωγή αγαθών, στόχος μιας επένδυσης δεν μπορεί να είναι η στενή εσωτερική αγορά, που δεν έχει προοπτικές σημαντικής διεύρυνσης, δεδομένου ότι η παγίωση της κινεζοποίησης έχει ως σκοπό να κρατήσει χαμηλά την καταναλωτική δυνατότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Στόχος μπορεί να είναι μόνο η εξωτερική αγορά. Απ' αυτή την άποψη, η Ελλάδα δεν είναι ακόμα τόσο ελκυστικός χώρος επενδύσεων για το ξένο κεφάλαιο, συγκρινόμενη όχι μόνο με τις λεγόμενες αναδυόμενες αγορές (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Βιετνάμ κ.ά.). Γι' αυτό οι δυο υπουργοί μιλούν για «θεσμικές τομές» (Χουλιαράκης) ή «θεσμικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν το επενδυτικό πλαίσιο» (Σταθάκης).
Πριν διερευνήσουμε τι είναι αυτό που θα καταστήσει τον ελληνικό καπιταλισμό ελκυστικό για επενδύσεις του ξένου κεφαλαίου, πέραν αυτών που είναι προγραμματισμένες στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων-ξεπουλήματος, θυμίζουμε ότι το πρώτο Μνημόνιο έλεγε πως από άποψη μισθών και εργασιακών σχέσεων η Ελλάδα πρέπει να γίνει όπως οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες πρέπει να συγκρίνεται. Εκείνο που απαιτείται, λοιπόν, είναι ακόμα πιο χαριστικό φορολογικό καθεστώς και ακόμα πιο βαθιά κινεζοποίηση της εργατικής τάξης. Με κωδικό τρόπο αυτό σημαίνει «ειδικές οικονομικές ζώνες», στις οποίες δε θα ισχύει ούτε καν το καθεστώς που θεσπίστηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο, αλλά κάτι χειρότερο.
Αν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη πρεμούρα για τέτοιου είδους επενδύσεις στην Ελλάδα, είναι σίγουρο ότι θα ασκούνταν πίεση πάνω στις μνημονιακές κυβερνήσεις για τη δημιουργία «ειδικών οικονομικών ζωνών». Μέχρι στιγμής τέτοια πίεση δεν έχει ασκηθεί, όπως δείχνουν τα Μνημόνια. Ασκείται όμως πίεση για βάθεμα της κινεζοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά τις τεράστιες αντεργατικές αλλαγές που έγιναν με το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο, και το τρίτο Μνημόνιο προβλέπει παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις (ομαδικές απολύσεις) και το συνδικαλιστικό καθεστώς (δυνατότητα κήρυξης απεργίας), που θα συζητηθούν σύντομα στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.
Οπως και να δει κανείς το θέμα, στόχος του κεφαλαίου είναι το μέγιστο κέρδος, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Γι' αυτό και αποτελεί πρόκληση να μιλούν οι συριζαίοι για «δίκαιη ανάπτυξη» με φορέα της επενδύσεις του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εξ ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτός ο τρόπος παραγωγής χωρίς την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ομως, ακόμα κι αν θεωρήσουμε τα περί «δίκαιης ανάπτυξης» με σχετική σημασία, δηλαδή ως διαδικασία μείωσης του βαθμού εκμετάλλευσης (αναφερόμαστε στο παλιό σοσιαλδημοκρατικό ιδεολόγημα), πάλι έχουμε να κάνουμε με προπαγάνδα απάτης. Οπως είδαμε, το ξένο κεφάλαιο ούτε τραβάει κανένα ιδιαίτερο ζόρι να επενδύσει στην Ελλάδα, ενώ από την άλλη έχει όλες τις δυνατότητες επιβολής της θέλησής του, δεδομένου ότι το μνημονιακό πλαίσιο του εξασφαλίζει ό,τι θέλει.
Εκείνο που μένει, λοιπόν, είναι η αποφασιστικότητα των συριζαίων να υπηρετήσουν μια πολιτική απόλυτης υποταγής στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, τιμώντας την παράδοση του ελληνικού αστισμού.
Πέτρος Γιώτης