Τέλη Αυγούστου, Δευτέρα πρωί, οι εφημερίδες δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα και επειδή καφές χωρίς εφημερίδα δεν γίνεται, απλώνω το χέρι στο διπλανό σταντ και παίρνω μια από τις εφημερίδες που διανέμονται κάθε μέρα δωρεάν. Είμαι τυχερός, διότι τυχαίνει το υπαίθριο καφέ να «προμοτάρει» την κουλτουριάρικη εκδοχή αυτών των εφημερίδων που έχουν κατακλύσει την πόλη.
Η αίσθηση έρχεται από το εξώφυλλο ακόμα. Τούτη η φυλλάδα δεν είναι σαν τις άλλες. Πολύ καλό στήσιμο, προσεγμένη γλώσσα, βαρύγδουπες υπογραφές, καλογραμμένα κείμενα. Καμιά προχειρότητα, όλα δείχνουν επαγγελματικά, καλοδουλεμένα, με μεράκι. Ακόμα και ο αυθορμητισμός είναι επιτηδευμένος, «φτιαγμένος», ενταγμένος σε μια κατεύθυνση, σε μια λογική. Το δε ύφος των «βαριών» υπογραφών όπως αρμόζει στο… βάρος τους: «Δεν θέλω να σε προσβάλω, αλλά δεν σηκώνω αντίρρηση σ’ αυτό που σου γράφω».
Είναι μια εφημερίδα για το «λάιφ στάιλ» και όχι για τον πολιτισμό, όπως νόμιζα ο δυστυχής τόσο καιρό που την έβλεπα εδώ κι εκεί αλλά δεν κάθησα ποτέ να τη διαβάσω, γιατί δεν έβρισκα χρόνο. Ο πολιτισμός αποτελεί τη βάση για την επί του «λάιφ στάιλ» πρόταση. Γιατί η εφημερίδα έχει πρόταση, δεν είναι χύμα. Ποιο είναι αυτό το λάιφ στάιλ; Υποτίθεται πως βρίσκεται στον αντίποδα του κυρίαρχου, αυτού που προβάλλουν η τηλεόραση και τα περιοδικά του Κωστόπουλου και των ομοίων του. Εδώ δεν έχουμε Μύκονο, λαμπερά κλαμπ, επιδείξεις μόδας και όλα τα συναφή, που απευθύνονται στους «επιτυχημένους» (οι άλλοι, οι «αποτυχημένοι», μπορούν μόνο να τα βλέπουν, να θαυμάζουν και να καταριούνται την τύχη τους). Εδώ έχουμε «λάιφ στάιλ» ποιοτικό. Με ήπιους τόνους, ήχους του Βιβάλντι και του Μπερλιόζ, χαμηλόφωτα και χαμηλόφωνα μπαράκια, θέατρο και «καλτ» σινεμά.
Και κοινωνική κριτική, βέβαια. Αφθονη κοινωνική κριτική, σε πολλές κατευθύνσεις. Κριτική στη «βιλγκαριτέ» των μοδάτων αστών και νεόπλουτων, αλλά και κριτική στη «βιλγκαριτέ» των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, που δεν έχουν τρόπους, πετάνε τα σκουπίδια στο δρόμο, φωνασκούν και παίζουν ρακέτες στις παραλίες, «τσιτάρουν» Πλούταρχο και Εφη Σαρρή στα σιντιπλέιερ των αυτοκινήτων, κυκλοφορούν με αθλητική εφημερίδα υπό μάλλης και ξεκατινιάζονται σε συζητήσεις περί τα γκομενικά.
Ο αναγνώστης της εφημερίδας αυτής είναι στη μέση. Είναι ψαγμένος, ξέρει να φέρεται, έχει πολιτιστικές ανησυχίες, είναι μορφωμένος, δεν είναι πλούσιος αλλά και δεν βρομάει το χνώτο του. Είναι ο διανοούμενος της κοινωνίας μας (μάλλον γιαλαντζί διανοούμενος, αλλά ας μη κακοκαρδίσουμε τα παιδιά), που μπορεί να ζει σχετικά άνετα και να αναλώνει τον ελεύθερο χρόνο του στα «ποιοτικά» (προσοχή, «ποιοτικά», ούτε «in» ούτε «εναλλακτικά») θεάματα και ακροάματα της πόλης. Εκείνος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Αλίμονο, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Γι’ αυτό και οι συντάκτες της εφημερίδας φροντίζουν αυτή τη μεγάλη ιδέα να του την κάνουν ακόμα μεγαλύτερη. Τον κολακεύουν χωρίς να τον γλείφουν, όπως οι λαϊκές φυλλάδες. «Συνομιλούν» μαζί του με οικειότητα, θεωρώντας τον ισότιμο συνομιλητή τους.
Τί πρόσεξα διατρέχοντας τις σελίδες της ποιοτικής φυλλάδας; Το «εμείς» δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει μόνο το «εγώ». Εγώ και ο εαυτός μου. Αντε και ο άνθρωπος με τον οποίο αποτελούμε ζευγάρι (straight ή gay). Αντε και μια «καλή παρέα». Ολιγομελής πάντα. Αυτό είναι όρος. Διότι στις πολυμελείς παρέες ελλοχεύει ο κίνδυνος της… μαζοποίησης. Δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός για κάτι το συλλογικό, για κάποια διεκδίκηση. Το δόγμα αυτού του «λάιφ στάιλ» παραπέμπει στον γνωστό στίχο: «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Σωτηρία της ψυχής όχι με τη χριστιανική έννοια αλλά με την έννοια της μικροαστικής καλοπέρασης. «Περνάμε καλά, το αυτό ευχόμεθα και δι’ υμάς», είναι το σλόγκαν που δίνει τον τόνο, χωρίς να καταγράφεται πουθενά ως τέτοιο. Διατρέχει υπαινικτικά όλο το σώμα της εφημερίδας, ξεπηδά από κάθε φράση, από κάθε αλληλουχία λέξεων, αιωρείται ως αύρα μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος έτσι και δεν έχει «αντισώματα» αιχμαλωτίζεται, άγεται και φέρεται.
Από τον ΦΠΑ, την ακρίβεια, το ασφαλιστικό, τα ωράρια θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε, αποφαίνεται κυρία τις, για να καταλήξει στο δραματικό: «Μα με καμία, με καμία κυβέρνηση, φοβάμαι, δεν θα καταφέρουμε να σωθούμε από τους εαυτούς μας». Τί κάνουμε οι δύστυχοι για να μας κουνάει τόσο αυστηρά το δάχτυλο η κυρα-δασκάλα; Λερώνουμε τους δρόμους και δεν έχουμε τρόπους! Τί να πεις, ο καθείς με τα προβλήματά του. Αλλη κυρία αποφαίνεται με ύφος χιλίων Αϊζενστάιν πως το «Sin City» και το «Kill Bill» είναι οι καλύτερες ταινίες της τελευταίας δεκαετίας! Γνωστός αστήρ που έχει κάνει την ομοφυλοφιλία επάγγελμα (χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να πουλάει το κορμί του) νοσταλγεί τις μέρες της Ολυμπιάδας, με την «πυγμή της Γιάννας Αγγελοπούλου» και τους «πολλά υποσχόμενους δεκάδες χιλιάδες εθελοντές του ονείρου». Αλλη κυρία αναλαμβάνει να περάσει τους δυστυχείς αναγνώστες από το τεστ «Πόσο Rock είσαι;». Αλίμονο στον/στην δυστυχή που δεν γνωρίζει «σε ποιο rock club υπάρχει αυτόματος πωλητής προφυλακτικών», «σε ποιο μαγαζί παίζει μουσική ο Αλέξανδρος Ριχάρδος» (;!), «ποια μέρα μεταδίδεται η τηλεοπτική εκπομπή TV War» και «πόσες φορές έχουν επισκεφτεί την Αθήνα οι Iron Maiden». Ετσι και πέσει κάτω από τις 8 σωστές απαντήσεις, στέλνεται στο σπίτι του πυξ λαξ, χωρίς καν τη δυνατότητα επανόδου με τον κηδεμόνα του: «Αν ήταν όλοι “οπαδοί” σαν κι εσένα, οι Rolling Stones θα είχαν γίνει λαντζέρηδες. Απορώ γιατί σπατάλησες το χρόνο σου μ’ αυτό το quiz». (Αμφιβάλλω αν η εν λόγω κυρία αντιλαμβάνεται πόσο ταξικά ρατσίστρια είναι. Τί σημασία έχει, όμως; Εκείνο που μετράει είναι ότι τον ίδιο ρατσισμό ενσταλάζει και στους αναγνώστες της, νέους στην πλειοψηφία τους).
Η εφημερίδα κλείνει με μισή σελίδα διαφημίσεις πορνό: «Είμαι ανυπόμονη», «Πλήττεις; Δώσε χρώμα στη ζωή σου», «Αντρες ζητούν νέες γνωριμίες», «Γνώρισε αγόρια με πολλά ενδιαφέροντα» και άλλες ανάλογου ύφους και ήθους, που απευθύνονται σε ανθρώπους μοναχικούς (άνδρες και γυναίκες, ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους), που δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια πραγματική σχέση στη ζωή τους. Παραφωνία; Συμβιβασμός προκειμένου να εξασφαλιστούν χρήματα για την έκδοση; Οχι. Χίλιες φορές όχι, για ένα και μοναδικό λόγο: οι άνθρωποι που πουλάνε αυτές τις διαφημίσεις ξέρουν πολύ καλά που τις πουλάνε. Εχουν διαλέξει το target group. Αν δεν ήταν σίγουροι ότι από το αναγνωστικό κοινό της εν λόγω φυλλάδας θα αντλήσουν πελατεία για το «προϊόν» που διαφημίζουν, θα τις είχαν σταματήσει από το δεύτερο-τρίτο φύλλο.
Πώς, όμως, γίνεται μια εφημερίδα που πλασάρει ποιότητα ζωής και εστετισμό να πλασάρει ταυτόχρονα διαφημίσεις για ερωτικές διεξόδους που δεν έχουν σχέση με τον έρωτα; Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα σ’ αυτού του είδους την ποιότητα και την υποκουλτούρα των sex shops και μη σας φανεί καθόλου παράξενος ή προκλητικός αυτός ο ισχυρισμός. Το κοινό είναι ο ατομοκεντρισμός, που είναι παρών ακόμα και όταν κρύβεται πίσω από καλοπερασάδικες παρέες. Γιατί ακόμα και οι παρέες έχουν χάσει εκείνο το παλιό αίσθημα της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Δεν είναι παρά αθροίσματα ατομοκεντρικών προσωπικοτήτων, με ό,τι αυτό σημαίνει σε επίπεδο αντιλήψεων και συμπεριφορών. Στους χώρους που βασιλεύει ο ατομοκεντρισμός βασιλεύουν και τα κάθε είδους συμπλέγματα που με τη σειρά τους δημιουργούν εύφορο έδαφος για να πουλήσουν την πραμάτεια τους οι έμποροι των διάφορων μορφών του αγοραίου έρωτα.
Ξέρω ότι θ’ ακούσω πολλές ενστάσεις γι’ αυτό το σημείωμα. Γιατί πλευρές ατομοκεντρικών συμπεριφορών τις βλέπουμε και δίπλα μας, ακόμα και σε ανθρώπους που προσπαθούν να δράσουν συλλογικά, με την ουσιαστική έννοια του όρου. Ας ανοίξουμε την κουβέντα, λοιπόν, γιατί η περιρρέουσα κοινωνική παρακμή δεν μας αφήνει ανέγγιχτους και γιατί τείνουμε να ξεχάσουμε πως σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής μας ζωής πρέπει να είμαστε επαναστάτες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πέτρος Γιώτης