Μαθήματα σύγχρονου μπερνσταϊνισμού ανέλαβε να παραδώσει στη Βουλή ο υπουργός Εφοπλισμού Θ. Δρίτσας. Για να είμαστε σωστοί, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι μπροστά στους επιγόνους του ο Μπερνστάιν μοιάζει με… επαναστάτη. Διότι αυτός διατύπωσε τις πρώτες αρχές του ρεφορμισμού, χωρίς να βάλει ζήτημα διαχείρισης της αστικής εξουσίας. Το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, έλεγε, διατυπώνοντας μια στρατηγική κατεύθυνση διεκδίκησης μεταρρυθμίσεων υπέρ της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό. Ενώ οι σημερινοί επίγονοι του Μπερνστάιν έχουν αντιστρέψει το δόγμα του: το κίνημα δεν είναι τίποτα, ο τελικός σκοπός είναι το παν. Οπου τελικός σκοπός είναι η κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που επιτρέπει τη διαχείριση της αστικής εξουσίας.
Ολοι θυμόμαστε πως η ορμητική εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ συνέπεσε με την ορμητική πτώση του αστορεφορμιστικού εργατικού κινήματος. Η απογοήτευση από τις συνεχείς ήττες που καταγράφονταν οδήγησε σε εγκλωβισμό στον μεσσιανικό πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Τον ψήφισαν εκτιμώντας ότι θα συγκρουστεί τουλάχιστον με τις πιο ακραίες πλευρές της μνημονιακής πολιτικής και ότι θα φέρει μια -οριακή έστω- ανακούφιση στα χειμαζόμενα εργατικά στρώματα.
Το αποτέλεσμα αυτής της αυταπάτης είναι πλέον ορατό, όμως είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο οι εκπρόσωποι της θεωρούμενης αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ προσάρμοσαν τη θεωρία τους στις εξουσιαστικές ανάγκες, στις ανάγκες παραμονής τους όχι απλά στην εξουσία σήμερα, αλλά στις κορυφαίες θέσεις του αστικού πολιτικού σκηνικού, ώστε να μπορούν να εναλλάσσονται στην εξουσία με άλλα αστικά κόμματα.
Αν ψάξει κανείς και βρει το αραχνιασμένο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαβάσει σ' αυτό ότι τελικός σκοπός είναι ο… σοσιαλισμός (μπορεί ν' ακούγεται σαν κακόγουστο καλαμπούρι, αλλά αυτό γράφει), που θα προκύψει μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας -πάντα κατά το ίδιο θεωρητικό σχήμα- δεν συνεπάγεται και κατάκτηση της εξουσίας. Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι ένα εργαλείο προς την κατάκτηση της εξουσίας, καθώς μέσα από το θεσμικό της έργο θα διευρύνει τα δικαιώματα των εργαζόμενων και θα πραγματοποιεί τέτοιους μετασχηματισμούς που θα επιτρέψουν βαθμιαία να προκύψει ο σοσιαλισμός.
Αυτές δεν ήταν απόψεις μόνο των Λαφαζάνηδων, αλλά και των περιβόητων «53», που αποτελούνταν από στελέχη με θητεία παλαιότερα στη λεγόμενη άκρα αριστερά και τον αριστερό ευρωκομμουνισμό. Σ' αυτούς συγκαταλέγεται και ο Θ. Δρίτσας, ο οποίος επεχείρησε από το βήμα της Βουλής τη θεωρητική κωλοτούμπα. Δε θ' ασχολούμασταν με τα θεωρητικά φληναφήματα του Δρίτσα, αν η κωλοτούμπα που επιχειρεί ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ δεν έδινε την ευκαιρία να στοχαστούμε γενικότερα πάνω στη στρατηγική των «διαδοχικών ρήξεων» ή -για να το γενικεύσουμε περισσότερο- στη στρατηγική του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό».
«Η πολιτική είναι η προοδευτική, προωθητική σύνθεση αντιθέσεων και αντιφάσεων», λέει ο Δρίτσας. Από τον ορισμό ακόμα απουσιάζει ο ταξικός προσδιορισμός της πολιτικής. Και δεν απουσιάζει τυχαία. Προς το παρόν, σημειώνουμε ότι η αναφορά στην πολιτική γενικά, στην πολιτική χωρίς ταξικό πρόσημο, υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα σταθερό και απαρασάλευτο πεδίο επί του οποίου αναπτύσσεται η πολιτική, συνθέτοντας αντιθέσεις και αντιφάσεις. Και αυτό το πεδίο είναι, φυσικά, ο καπιταλισμός.
Αντιλαμβανόμενος ότι ο ορισμός της πολιτικής γενικά δεν αρκεί, ο Δρίτσας επεξηγεί αμέσως: «Σημασία έχει -για να κρινόμαστε όλοι- ποιο κλειδί χρησιμοποιεί κανείς για να αναγνωρίσει αυτές τις αντιφάσεις, για να αναγνωρίσει τις αντιθέσεις, για να σταθεί απέναντι σε αυτές, για να σταθεί υπέρ των πολλών ή υπέρ των λίγων στις αντιθέσεις, για να αναγνωρίσει δυσκολίες, για να αναγνωρίσει τα αίτια λόγω των οποίων παράγονται αυτές οι δυσκολίες και για να προχωρήσει σε μια κατεύθυνση όπου να συνθέσει προωθητικά μέσα από αυτές τις δυσκολίες».
Σ' αυτή την πρώτη εξειδίκευση, η πολιτική αποκτά κάποιο οιονεί ταξικό πρόσημο, αφού εξειδικεύεται σε πολιτική «υπέρ των πολλών» και σε πολιτική «υπέρ των λίγων», όμως δεν χάνει το γενικό της χαρακτήρα, δεν εξέρχεται από το δεδομένο (σταθερό και απαρασάλευτο) πεδίο ανάπτυξής της, τον καπιταλισμό. Πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού συγκρούονται η πολιτική «υπέρ των πολλών» και αυτή «υπέρ των λίγων», χωρίς αυτή η σύγκρουση να έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα, χωρίς να θυμίζει σε τίποτα εκείνο το καταραμένο λενινιστικό «ποιος ποιον».
Με ευλυγισία αιλουροειδούς, ο Δρίτσας κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι δεν ακολουθεί αυτούς τους κανόνες της πολιτικής, εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ που τις ακολουθεί. «Ο λόγος ο αντιπολιτευτικός του ΣΥΡΙΖΑ -λέει- σε αντίθεση προς όσα λέγονται, ήταν σκληρός, πολλές φορές μπορεί να πει κανείς ότι εκ των υστέρων μπορεί να αποδεικνύεται και υπερβολικός ως ρητορική, αλλά ποτέ δεν ήταν αποδομητικός. Ηταν προς την κατεύθυνση της σύνθεσης, της εναλλακτικής πρότασης».
Κι αμέσως επιτίθεται στην αντιπολίτευση: «Πού είναι η εναλλακτική πρόταση σε αυτήν την κατεύθυνση; Πού είναι η καταξίωση της πολιτικής; Πού είναι η δικαίωση της πολιτικής; Η πολιτική δικαιώνεται με την εναλλακτική πρόταση». Παρακάτω θα πει ότι «σήμερα διαρκώς διογκώνεται το φαινόμενο μιας οικουμενικής αντιπολίτευσης. Ολοι ενωμένοι εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ».
Αυτό θα έπρεπε να αποτελεί παράσημο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Απόδειξη της ορθότητας της πολιτικής του, αφού αυτή η πολιτική βάλλεται από την αστική αντιπολίτευση. Ομως από τον υπουργό και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ αυτό θεωρείται κατάπτωση της πολιτικής, διότι η αντιπολίτευση απλώς επιτίθεται κατά του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να προτείνει εναλλακτική λύση. Τι είδους εναλλακτική λύση θα μπορούσε να προτείνει αυτή η αντιπολίτευση; Και τι είδους εναλλακτική πρόταση διατύπωσε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση;
Ολοι θυμόμαστε πως ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριπτε συλλήβδην την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, τις οποίες κατηγορούσε ως δωσιλογικές. Ακόμα και στις πρόσφατες εκλογές, του Σεπτέμβρη 2015, μολονότι όλοι μαζί είχαν ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ διατύπωνε ως κεντρικό εκλογικό στόχο το «τελείωμα του παλιού». Καλούσε τον ελληνικό λαό να πετάξει στα σκουπίδια τα κόμματα που κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια. Δηλαδή, παρουσίαζε τα πράγματα ως εάν να υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική των κομμάτων που κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια.
Τώρα, μέμφεται αυτά τα κόμματα ότι ασκούν μηδενιστική αντιπολίτευση. Οτι δεν αναζητούν προωθητικές συνθέσεις και δεν διατυπώνουν εναλλακτικές λύσεις. Μ' άλλα λόγια, βάζει αυτά τα κόμματα στην ίδια βαθμίδα με τον ΣΥΡΙΖΑ και τα καλεί να αντιπαρατεθούν επί του πεδίου της πολιτικής (της πολιτικής υπό τη γενική της έννοια). Η διάκριση ανάμεσα σε πολιτική «υπέρ των πολλών» και σε πολιτική «υπέρ των λίγων» εξαφανίστηκε. Χρησιμοποιήθηκε για λίγο, εν είδει φερετζέ, και μετά παραχώρησε τη θέση της στην πολιτική γενικά, την οποία οφείλουν να υπηρετήσουν όλα τα κόμματα, προτείνοντας προωθητικές συνθέσεις και εναλλακτικές λύσεις.
Ουσιαστικά, αυτό που λέει ο Δρίτσας στα άλλα κόμματα είναι πως πρέπει να μείνουν πιστά σε κάποιες γενικές αρχές πολιτικής (και να μην είναι ουραγοί των «μίντια και άλλων κύκλων»), ώστε να μπορέσουν κάποια στιγμή να διαδεχτούν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Φυσικά, αυτό υποκρύπτει μια πολιτικάντικη σκοπιμότητα. Επιδιωκόμενος σκοπός είναι να κατεβάσουν τα άλλα κόμματα την ένταση της πολιτικής τους. Πράγμα που δεν πρόκειται να γίνει, βέβαια, διότι και ο ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο ακριβώς έκανε όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Ομως εν προκειμένω δεν μας αφορά αυτό. Μας αφορά το ξεβράκωμα του δήθεν αντισυστημικού-αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο περιβόητος «ειρηνικός-κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό» ξεπέφτει σε ένα κυνικό εξουσιαστικό credo. Ολα τα κόμματα τίθενται στον ίδιο παρονομαστή, της πολιτικής γενικά, η οποία διεξάγεται με τη διαμόρφωση συνθέσεων διαχείρισης του καπιταλισμού. Η κάλπη αποτελεί τον τελικό κριτή του κατά πόσο κάθε κόμμα καταφέρνει να πείσει τους πολίτες-ψηφοφόρους για την πολιτική του, δηλαδή για το διαχειριστικό πακέτο που προτείνει σε κάθε συγκυρία. Τα κόμματα επιδίδονται σε πολιτικό ανταγωνισμό και όχι σε ταξικό ανταγωνισμό, σε ανταγωνισμό ζωής και θανάτου.
Οσο τα αστικορεφορμιστικά κόμματα βρίσκονται στην αντιπολίτευση, έχουν τη δυνατότητα να δηλητηριάζουν την ταξική συνείδηση με τις ιδέες τους, που συνήθως κάνουν επίκληση του «εφικτού» (εν αντιθέσει με το «ανέφικτο» της επαναστατικής στρατηγικής). Οταν κάποιο απ' αυτά τα κόμματα κληθεί να κυβερνήσει, τότε ο ρεφορμιστικός βερμπαλισμός εξατμίζεται και στη θέση του προβάλλει γυμνή η αποκρουστική διαχείριση του καπιταλισμού.
Πέτρος Γιώτης