Ποιός Βίκτωρ λοιπόν; Ο Γιουστσένκο ή ο Γιανούκοβιτς; Ο φίλος της Ευρώπης, δηλαδή του αμερικάνικου και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ή ο φίλος της Ρωσίας, δηλαδή του ρωσικού κεφαλαίου; Ο Ουκρανός ή ο «Ρώσος». «Ηρθαμε να παλέψουμε μέχρι τέλους για το καλό της Ουκρανίας, εκεί στο Ντάνιετσκ δεν έχουν απομείνει Ουκρανοί, είναι Ρώσοι», δηλώνουν οι σκληρές ομάδες των νεαρών της «Μπόρα». Κάτι αντίστοιχο -αντιπολιτευτικά και φιλοδυτικά- με τη σερβική νεολαιίστικη οργάνωση «Οτπόρ», που το 2000 επέβαλε το ξαναμέτρημα των ψήφων στις εκλογές της Σερβίας, με αποτέλεσμα ο «αντιιμπεριαλιστής» και «πατριώτης» Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς να εκπαραθυρωθεί. Πού να βρίσκονται τώρα οι ηγέτες της σερβικής «Οτπόρ» κανέναν δεν αποσχολεί. Ολο και κάτι θα ξεκοκαλίζουν από τον πλούτο που παράγει η «σερβική» εργατική τάξη.
Η προϊστορία παίζει για πολλοστή φορά στην Ουκρανία ένα από τα πιο γνωστά της παιχνίδια. Μια χώρα απειλείται με εμφύλιο και τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα ανεμίζουν τα εκμεταλλευτικά λάβαρά τους. Πίσω από αυτά -με λύπη το διαπιστώνεις- παρατάσσεται, παίρνει θέση, μεγάλη μερίδα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Ανεξάρτητα από το ποιο στρατόπεδο επιλέγει, ένα είναι σίγουρο: Βαδίζει κάτω από τα λάβαρα των εκμεταλλευτών της.
Πώς είναι δυνατόν αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες εργατικές και νεολαιίστικες μάζες να παρασύρονται από ένα Βίκτωρα Γιουστσένκο ή Γιανούκοβιτς; Μόνο η εξέταση της εξέλιξης της πάλης των τάξεων στην Ουκρανία θα μας έδινε τη δυνατότητα να καταλάβουμε πως ένα μέτριο πρόσωπο παίζει το ρόλο του ηγέτη, του σωτήρα, του μεταρρυθμιστή. Αλλά γιατί πάμε τόσο μακριά; Είναι δεδομένη η κρίση της ταξικής πάλης που περνάμε παγκόσμια, στις «πολιτισμένες» καπιταλιστικές χώρες που έχουμε την «τύχη» να ζούμε (και αυτό είναι ένα σημείο αιχμής εναντίον μας), τις οποίες κυβερνούν από μέτρια ως γελοία πρόσωπα. ‘Η από γελοία ως μέτρια. Από πού ν’ αρχίσουμε, από τον Μπους; Και πού να καταλήξουμε; Στον Κωστάκη ή στον Γιωργάκη;
Αυτή λοιπόν η παγωμένη κοινωνική ταξική αντιπαράθεση εξηγεί πως ο ουκρανικός λαός, η «ουκρανική» εργατική τάξη, ανεξάρτητα εθνικότητας, ξαναγύρισε -για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ- σε μια πεθαμένη εποχή και για να μην υπάρχει καμιά δυνατότητα πλάνης για το ξανακύλισμά του αυτό, ξανασταίνονται οι παλιές χρονολογίες, το παλιό ημερολόγιο, τα παλιά ονόματα, τα παλιά διδάγματα, που από καιρό είχανε ξεπέσει στα χέρια της σοφίας των παλαιοπωλείων και οι παλιοί χωροφύλακες που από καιρό φαίνεται ότι είχαν σαπίσει. Αν ξέραμε τα δεδομένα της παγωμένης ταξικής πάλης, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε πως μια ολόκληρη τάξη καταπιεσμένων οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία από δύο ή τρεις ή τέσσερις αγύρτες. Τους ίδιους ή τους προγόνους τους που πριν από λίγα χρόνια πάλι για το δικό τους το εκμεταλλευτικό συμφέρον ανέμιζαν τα πλαστικά σφυροδρέπανα. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο του σημειώματος. Να υπενθυμίσει θέλει απλές αλήθειες που και εμείς τις έχουμε βιώσει και που τις βλέπουμε να αναπαράγονται με δραματικό τρόπο πάνω στις πλάτες της εργατικής τάξης των πρώην «σοσιαλιστικών χωρών». Οπου μερίδες της αστικής τάξης συγκρούονται σκληρά για την εξουσία και παρασέρνουν στη σύγκρουσή τους τις μάζες που υποφέρουν από την ανεργία, από την πείνα, από τη φτώχεια.
Κάθε φορά που ξεπετιέται ένας καινούργιος σωτήρας, φιλοδυτικός ή φιλορώσος, μεγάλα τμήματα του προλεταριάτου συμμαχούν μαζί του. Για να υποστούν, πολλές φορές άμεσα και πολλές φορές σε ελάχιστο χρόνο, όλες τις συνέπειες των συμβιβασμών και των ξεπουλημάτων που θα κάνει ο επιούσιος σωτήρας.
Γιατί δεν υπάρχει κίνημα. Εργατικό κίνημα. Ετσι, ο κάθε προλετάριος προσπαθεί με ατομικό τρόπο, πίσω από την πλάτη της ταξικής πάλης, μέσα στους περιορισμένους όρους της ύπαρξής του, που ο ίδιος χαράζει, να αντιμετωπίσει τη μίζερη ζωή που ζει. Και γι’ αυτό αναγκαστικά αποτυγχάνει. Η κατάσταση της οικονομικής βάσης των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, η σχέση του κεφαλαίου με την εργασία, η ιλιγγιώδης απόσταση μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας, θα έπρεπε να καθορίζονται «κανονικά». Ελα όμως που πάνω από αυτές τις βάσεις, από αυτές τις σχέσεις, υψώνεται ένα ολόκληρο εποικοδόμημα από διαφορετικά και με ιδιαίτερο τρόπο διαμορφωμένα αισθήματα, αυταπάτες, νοοτροπίες και αντιλήψεις για τη ζωή.
Εκεί γύρω στο 1850, ο Καρλ Μαρξ θεωρούσε ως συνθήματα της παλιάς κοινωνίας, που έπρεπε να καταστραφεί, την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τη θρησκεία, την τάξη. Τί από όλα αυτά μέσα στην πορεία του συμβιβασμού της με την κυρίαρχη τάξη δεν υιοθέτησε η Αριστερά (στο μεγαλύτερο μέρος της) και η γραφειοκρατία, δίνοντάς τους … προοδευτικό περιεχόμενο; Μόνο ο Παπαδόπουλος (για να έρθουμε στα δικά μας) πίστευε στο «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών»; Δεν το πιστεύει και η Κανέλλη π.χ. (χωρίς να το λέει βέβαια) δίνοντάς του προοδευτικό περιεχόμενο;
Ας προσθέσουμε στη γενική περίπτωση την συγκεκριμένη κάθε χώρας, όπου επιπλέον μέσα σ’ ένα τέτοιο σαθρό περιβάλλον λειτουργούν οι παλιές αναμνήσεις, οι προσωπικές έχθρες, οι φόβοι κι οι ελπίδες, οι προλήψεις και οι αυταπάτες, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες, που τους δένουν στα παλιά με τη μια ή την άλλη μερίδα των εκμεταλλευτών και των εκπροσώπων τους. Το αποτέλεσμα για μια ακόμη φορά επαναλαμβάνεται ως τραγωδία στις παγωμένες ουκρανικές πόλεις, όπου στενάζει το «ουκρανικό» προλεταριάτο. Δυστυχώς κι εκεί, όπως παντού, κάτω από τις δικές της ιδιαιτερότητες, η κοινωνική εξέλιξη έχει κάνει τους κολασμένους για χρόνια ανήμπορους για τη δική τους πάλη κι έτσι η προϊστορία θα πρέπει πριν απ’ όλα να συνεχίσει ξανά το δρόμο της πάνω από τα κεφάλια τους.
Σήμερα, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί, σε όλη των επικράτεια του «πολιτισμένου» καπιταλισμού της Δύσης, ότι το ένα ή το άλλο τμήμα του προλεταριάτου βρίσκεται σε καλύτερη θέση μέσα στην παγωμένη ταξική αντιπαράθεση. Οτι γι’ αυτό ή το άλλο τμήμα υπάρχουν οι προϋποθέσεις να τραβήξει μπροστά. Μόνο μαρξίζοντες ακαδημαϊκοί, χαζοχαρούμενες αριστερές ομάδες, θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιους συλλογισμούς. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ποτέ ένα παλιό αλλά πάντα επίκαιρο και αυταπόδεικτο συμπέρασμα. Οτι οι άνθρωποι δημιουργούν την Ιστορία τους, όχι στις συνθήκες που τους αρέσουν, αλλά στις συνθήκες που ζουν.
Ας ξαναδώσουμε το λόγο στον Καρλ Μαρξ:
«Η κοινωνία φαίνεται τώρα πως ξαναγύρισε πιο πίσω από την αφετηρία της. Στην πραγματικότητα πρέπει πρώτα να δημιουργήσει την επαναστατική της αφετηρία, δηλαδή την κατάσταση, τις σχέσεις, τους όρους, που πάνω από αυτούς μόνο γίνεται σοβαρή η σύγχρονη επανάσταση» (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Παντελής Νικολαϊδης