Είναι απολύτως δικαιολογημένη η οργή που εκφράζουν με το δεύτερο κείμενό τους οι «Μαχόμενες Λαϊκές Επαναστατικές Δυνάμεις», απαντώντας στις βρόμικες επιθέσεις που δέχτηκαν, εστιάζοντας κυρίως σ’ αυτές που προήλθαν από τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Είναι γνωστό στους αναγνώστες της «Κ» πως εμείς, αμέσως μόλις έγινε η εκτέλεση των δύο μελών των ταγμάτων εφόδου στο Νέο Ηράκλειο, τοποθετηθήκαμε σαφώς*, ενώ όταν, μετά την ανάληψη ευθύνης, εκδηλώθηκε το κύμα της βρόμικης προβοκατορολογίας, το καταγγείλαμε σθεναρά**.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, το κύριο θέμα αυτού του κειμένου δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε τίποτα. Στη βασική κατεύθυνσή του, άλλωστε, δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει ένας επαναστάτης κομμουνιστής, ανεξάρτητα από τις γενικότερες διαφορές μας ως προς την πολιτική τακτική. Εμείς ξεκαθαρίσαμε ότι δε θεωρούμε την ενέργεια ούτε ηθικά καταδικαστέα ούτε πολιτικά βλαπική για το κίνημα. Αν αναφερόμαστε στο δεύτερο κείμενο των ΜΛΕΔ, είναι γιατί αυτό περιλαμβάνει και ένα μέρος το οποίο προχωρά σε μια ανιστόρητη, παντελώς αστήρικτη και συκοφαντική επίθεση ενάντια στο μαρξισμό και στην ιστορική του διαδρομή.
Το χειρότερο είναι πως σ’ αυτό το κεφάλαιο του κειμένου των ΜΛΕΔ (οι πέντε τελευταίες σελίδες του) γίνεται ένα τσουβάλιασμα των μαρξιστών, οι οποίοι ταυτίζονται συλλήβδην με τον… Μπογιόπουλο (πρώην του «Ριζοσπάστη» και νυν του συγκροτήματος Χατζηνικολάου-Κουρή, αλλά πάντοτε ελεεινό προβοκατορολόγο, άθλιο διαστρεβλωτή των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού και εν τοις πράγμασι συκοφάντη του κομμουνισμού)! Μολονότι στις αναφορές τους στον α/α χώρο οι συντάκτες του κειμένου των ΜΛΕΔ είναι προσεκτικοί, αποφεύγοντας τα τσουβαλιάσματα, δεν δείχνουν την ίδια ευαισθησία και στις αναφορές τους στους «μαρξιστές» ή την «αριστερά». Η ειρωνεία είναι πως η μόνη δημόσια υπεράσπιση της ενέργειάς τους δεν ήρθε από τον α/α χώρο (ο οποίος, όταν δεν προβοκατορολόγησε, σιώπησε), αλλά από το χώρο του μαρξισμού-λενινισμού, από την «Κόντρα»! Γι’ αυτό και το τσουβάλιασμα των πραγματικών μαρξιστών με τον αντιμαρξιστή-αντεπαναστάτη Μπογιόπουλο δεν περιποιεί τιμή στις ΜΛΕΔ.
Αν ήταν μόνον αυτό, ενδεχομένως να το αντιπαρερχόμασταν. Επίσης, θα δείχναμε κατανόηση στην ανάγκη των ΜΛΕΔ να πείσουν όσους αμφισβήτησαν τον αναρχισμό τους, ότι είναι αναρχικοί, προχωρώντας σε μια επίθεση στον μαρξισμό, εν είδει «απεταξάμην» (στο κάτω-κάτω, τα εσωτερικά του α/α χώρου δεν μας αφορούν). Οταν, όμως, μέσα σ’ αυτές τις πέντε σελίδες συσσωρεύονται τόσες ανακρίβειες, τόσες διαστρεβλώσεις, τόση εμπάθεια, τόσα ψεύδη, τόση προκλητική περιφρόνηση της ιστορικής αλήθειας, δεν μπορούμε να το αντιπαρέλθουμε. Είναι γνωστή η διαμάχη αναρχικών-μαρξιστών και δεν ζητάμε από κανέναν να την κρύψει κάτω από το χαλί (η σκοπιμότητα του ανοίγματος πολεμικής κρίνεται, βέβαια, σε κάθε συγκυρία). Δεν πρόκειται να συγγράψουμε κάποιο κείμενο-ποταμό για ν’ απαντήσουμε σε μία προς μία τις ανακρίβειες, τις διαστρεβλώσεις και τα ψεύδη του κειμένου των ΜΛΕΔ (με την εμπάθεια δε θ’ ασχοληθούμε καν). Σε μερικά χτυπητά σημεία θα περιοριστούμε.
– Ο Μαρξ έγραψε τον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία» καιροσκοπικά, για να καπελώσει το εγχείρημα της Κομμούνας και να το παρουσιάσει ως ενσάρκωση της θεωρίας του για τη Δικτατορία του Προλεταριάτου. Και ήταν καιροσκοπικό, γιατί ο ίδιος διαφωνούσε με τέτοια ένοπλα εγχειρήματα!
Λες και διαβάζεις λήμμα από κάποια αστική εγκυκλοπαίδεια. Είναι προφανές ότι οι συγγραφείς του κειμένου των ΜΛΕΔ δεν έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο έργο του Μαρξ (όπως μάλλον δεν έχουν διαβάσει καθόλου Μαρξ). Αλλιώς, θα γνώριζαν την αλληλογραφία του Μαρξ με τον Κούγκελμαν, πριν και κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, που δείχνει με πόση θέρμη υποδέχτηκε ο Μαρξ αυτή την πρώτη απόπειρα του προλεταριάτου να καταλάβει την εξουσία. Θα γνώριζαν, ακόμη, ότι είναι η πείρα της Κομμούνας που επέτρεψε στον Μαρξ να ολοκληρώσει τις απόψεις του για τη Δικτατορία του Προλεταριάτου και όχι το αντίθετο (δηλαδή, ότι θέλησε να προσαρμόσει την Κομμούνα στη θεωρία του), όπως ανιστόρητα γράφουν.
– Για τους Μαρξ και Ενγκελς μαζικό κίνημα αποτελούσε κυρίως η ίδρυση σοσιαλιστικών κομμάτων που θα συμμετείχαν στο αστικό κοινοβούλιο και είτε θα προσπαθούσαν να καταλάβουν την εξουσία με αυτόν τον τρόπο είτε θα πίεζαν για την ψήφιση νόμων υπέρ της εργατικής τάξης.
Το είδαμε κι αυτό! Να κατηγορούνται οι Μαρξ και Ενγκελς ως οπαδοί του… κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό! Προφανώς οι συντάκτες του κειμένου δεν έχουν διαβάσει ούτε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του 1848, πόσο μάλλον τα μεταγενέστερα έργα των δύο επαναστατών θεωρητικών. Για να μην κουράζονται, θα τους συστήναμε να διαβάσουν μόνο τις μπροσούρες του Λένιν «Κράτος και Επανάσταση» και «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι». Θα βρουν εκεί μπόλικα αποσπάσματα από έργα των Μαρξ και Ενγκελς για τα ζητήματα της βίαιης επανάστασης, του ένοπλου αγώνα, της συντριβής του αστικού κρατικού μηχανισμού, της κατάργησης του αστικού κοινοβουλευτισμού κτλ. Δεν περιμένουμε να τα υιοθετήσουν, αλλά τουλάχιστον να μάθουν να κάνουν έντιμη πολεμική στο μαρξισμό.
– Ο Λένιν δεν ήταν ορθόδοξος (sic!) μαρξιστής, αφού επιχείρησε μια επανάσταση σε μια υπανάπτυκτη χώρα, σε αντίθεση με τη θέση του Μαρξ ότι οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις θα ξεσπάσουν στις ανεπτυγμένες χώρες.
Αλλο κοπιάρισμα από κάποια αστική εγκυκλοπαίδεια, που προδίδει πλήρη άγνοια και του μαρξισμού και του λενινισμού ως συνέχειάς του. Αν μη τι άλλο, υπάρχει το έργο του Λένιν για το πέρασμα του καπιταλισμού στη μονοπωλιακή του φάση (ιμπεριαλισμός), για την ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, για τον αδύνατο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας κτλ., θεμελιωμένο εξ ολοκλήρου στο μαρξισμό, του οποίου αποτελεί φυσική συνέχεια και όχι… αίρεση. Ας κάνουν πολεμική σ’ αυτό και όχι σε μια καρικατούρα, κατασκευασμένη μάλιστα στο πόδι.
– Επίσης, οι πρακτικές των ληστειών που διέπραξαν οι μπολσεβίκοι για τη χρηματοδότηση του κόμματος και του αγώνα, μάλλον θυμίζουν «νετσαγεφικές» πρακτικές παρά ορθόδοξες (sic!) μαρξιστικές πρακτικές.
Οι απαλλοτριώσεις χρησιμοποιήθηκαν απ’ όλα τα πολιτικά ρεύματα και οι μπολσεβίκοι δεν είχαν ανάγκη από την καθοδήγηση» του όποιου νετσαγεφισμού για να χρησιμοποιήσουν αυτό το όπλο όταν το χρειάστηκαν. Με τη διαφορά ότι οι κομμουνιστές έκαναν απαλλοτριώσεις για τις ανάγκες του αγώνα και δεν τις μετέτρεπαν σε κοινωνικό πρόταγμα. Και βέβαια, οι μπολσεβίκοι έκαναν πολλά ακόμη, πολύ πιο σημαντικά απ’ αυτό που διάλεξαν να παρουσιάσουν οι συντάκτες του κειμένου. Και στην επανάσταση του 1905 συμμετείχαν ολόθερμα και ολόψυχα, μολονότι δεν ηγεμόνευαν πολιτικά στις επαναστατημένες μάζες, και με τα υπόλοιπα επαναστατικά ρεύματα συνεργάστηκαν, και με τον Πλεχάνοφ συγκρούστηκε σκληρά ο Λένιν, στηλιτεύοντας την άποψή του ότι «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα», και τον παρτιζάνικο πόλεμο ανέπτυξαν τα επόμενα χρόνια (υπάρχει πληθώρα σχετικών άρθρων του Λένιν, αν ενδιαφέρονται οι συντάκτες του κειμένου). Ολα αυτά (και πολλά ακόμη) που έκαναν, αναπτύσσοντας τους δεσμούς τους με το προλεταριάτο, συνδυάζοντας αριστοτεχνικά την άμυνα με την επίθεση, την παρανομία με τα ελάχιστα παράθυρα νομιμότητας που κάποια στιγμή εμφανίστηκαν για λίγο, την ανάπτυξη των απεργιών και της μαζικής δράσης με την επαναστατική βία (και την ένοπλη όταν χρειαζόταν), ήταν αυτά που τους ανέδειξαν σε αναμφισβήτητη πολιτική πρωτοπορία του ρωσικού προλεταριάτου για πολλά χρόνια και τους επέτρεψαν, όταν ξέσπασε η δεύτερη ρωσική επανάσταση, το 1917, να κατακτήσουν την πλειοψηφία στα σοβιέτ και να οργανώσουν τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση.
Οταν, όμως, κάποιος μπερδεύει τον Μαρξ και τον Ενγκελς, τον Λένιν και τον Στάλιν με τον… Μπογιόπουλο, τι μπορείς να περιμένεις; Δε θα έφτανε ολόκληρη η ύλη της «Κ» αν παραθέταμε όλες τις σχετικές αναφορές του Λένιν στον ένοπλο αγώνα, τις παρτιζάνικες ενέργειες, το συνδυασμό τους με τον πολιτικό αγώνα του προλεταριάτου, στην υπηρεσία του οποίου πρέπει να βρίσκονται.
Οι αναφορές του κειμένου των ΜΛΕΔ στο επαναστατικό ΚΚΕ και στη δεκαετία του ‘40 είναι πραγματικό περιβόλι. Δυστυχώς ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε, όμως θα βάλουμε επί τροχάδην μερικά ερωτήματα, που αποκαλύπτουν το πολιτικό παραλήρημα με το οποίο επιχειρείται η προσέγγιση αυτής της περιόδου από τις ΜΛΕΔ.
Πώς γίνεται ο ΕΛΑΣ να δημιουργήθηκε «από την επιμονή κυρίως ενός αγωνιστή, του Αρη Βελουχιώτη» (αχ! αυτός ο νιτσεϊκού τύπου προμηθεϊσμός), αλλά αυτός να έχει πάρει εντολή από την ΚΕ του ΚΚΕ να δημιουργήσει το αντάρτικο στην ύπαιθρο, ενώ στις πόλεις είχαμε ήδη ένοπλες μορφές δράσης; Πώς γίνεται ο Βελουχιώτης να στηρίζει την ανάπτυξη του αντάρτικου σε χωρικούς «ταξικά ύποπτους για τους ορθόδοξους μαρξιστές» (sic!), και το ΚΚΕ από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 ακόμη να έχει τη στρατηγική της εργατοαγροτικής συμμαχίας και να θεωρεί τη φτωχή αγροτιά όχι «ταξικά ύποπτη», αλλά βασικό σύμμαχο του προλεταριάτου, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να νικήσει στην επερχόμενη επανάσταση; Από πού αντλείται η άποψη ότι ο αρχικός αντάρτικος πυρήνας συγκροτήθηκε «σε αντίθεση με ό,τι πίστευε η κομματική ηγεσία»; Υπάρχουν κάποια κείμενα για το τι «πίστευε η κομματική ηγεσία», να τα μάθουμε κι εμείς; Ο Βελουχιώτης «διαφώνησε με τη συμφωνία της Βάρκιζας», αλλά υπέγραψε ο ίδιος την παράδοση των όπλων. Και το ΚΚΕ ήταν κόμμα της «προδοσίας», αλλά προχώρησε σε νέο ένοπλο αγώνα το 1946, κρατώντας επί τρία χρόνια απέναντι στον ελληνικό μοναρχοφασισμό, τους Αγγλους και τους Αμερικανούς που τους διαδέχτηκαν! Εδώ η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Το ΚΚΕ «ελεγχόταν από την Σοβιετική Ενωση και τον Στάλιν», που «το 1931 διόρισε πραξικοπηματικά (sic!) τον Ζαχαριάδη στην ηγεσία του κόμματος μην λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διαδικασίες του ΚΚΕ» (αλήθεια, αυτό πόθεν τεκμαίρεται;), ο Στάλιν «είχε αποδεχτεί την εκχώρηση της Ελλάδας στην Αγγλία με αντάλλαγμα την Ρουμανία και την Πολωνία» (εδώ οι παλαιάς κοπής σοβιετολόγοι σηκώνονται και πανηγυρίζουν), η Σοβιετική Ενωση «διαφώνησε με τον ένοπλο αγώνα του 1946-49», αλλά ο Ζαχαριάδης (που τον είχε διορίσει πραξικοπηματικά ο Στάλιν και ήταν ενεργούμενό του – να μην ξεχνιόμαστε) έκανε τελικά αυτόν τον ένοπλο αγώνα, κυνηγημένος ποιος ξέρει από τι Ερινύες ή σε τι ψυχικό παραλήρημα βρισκόμενος!
Οταν αναφέρεται κανείς στο μαρξισμό και το κομμουνιστικό κίνημα, θα πρέπει να διακρίνεται από κάποια σεμνότητα ή, τουλάχιστον, να έχει αίσθηση των ιστορικών μεγεθών. Γιατί όλα τα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα του 20ού αιώνα, του «αιώνα των επαναστάσεων» όπως έχει χαρακτηριστεί, φέρουν τη σφραγίδα των κομμουνιστών. Σφραγίδα βαλμένη με το αίμα τους και όχι με λόγια. Οκτωβριανή Επανάσταση, εξέγερση των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, ένοπλα επαναστατικά κινήματα στην ίδια χώρα το Μεσοπόλεμο, Κινέζικη Επανάσταση, Ισπανικός Εμφύλιος, Βαλκανικά Αντάρτικα ενάντια στο ναζιφασισμό, Ελληνική Επανάσταση 1940-49, Βιετνάμ-Καμπότζη-Λάος, Τσε Γκεβάρα, για να αναφερθούμε μόνο σε επαναστάσεις, εξεγέρσεις και αντάρτικα που απέκτησαν διεθνή διάσταση.
Δεν έχουμε καμιά αντίρρηση να συζητήσουμε για τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές μαρξισμού-αναρχισμού ή για ιστορικά ζητήματα που αφορούν το εργατικό κίνημα και τα ρεύματά του, στην Ελλάδα και διεθνώς. Αυτό, όμως, μπορεί να γίνει με όρους (τουλάχιστον) σοβαρότητας. Οχι με παιδιαριώδη εμπάθεια, με συκοφαντίες, διαστρεβλώσεις και ψεύδη, που σκοπό έχουν να ενεργοποιήσουν κάποια αντιμαρξιστικά αντανακλαστικά, να χαϊδέψουν αυτιά και να συντηρήσουν την πολιτική και θεωρητική ανεπάρκεια ενός κομματιού της νεολαίας. Οι ΜΛΕΔ καταγγέλλουν –δικαίως– για αμοραλισμό εκείνους που προβοκατορολόγησαν μετά την ενέργειά τους στο Νέο Ηράκλειο. Εμείς πώς πρέπει να χαρακτηρίσουμε τη δική τους ανιστόρητη, συκοφαντική και διαστρεβλωτική επίθεση στο μαρξισμό;