Από τη μέρα που ο Καραμανλής προανήγγειλε ότι θα ξεκινήσει διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης, το ΠΑΣΟΚ και τα φιλικά του ΜΜΕ έβαλαν μπροστά μια φιλολογία περί αποπροσανατολισμού, διεξόδου από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και τα παρόμοια, αποφεύγοντας να τοποθετηθούν επί της ουσίας και προπαντός να προτείνουν την κατεύθυνση που κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε να κινηθεί μια συνταγματική αναθεώρηση. Ο Γιωργάκης συναντήθηκε με τον Καραμανλή και κατά τη συνάντηση δεν παρουσίασε κανένα σχέδιο του ΠΑΣΟΚ. Οταν ο Καραμανλής ανακοίνωσε δημόσια το «πρώτο πακέτο» συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που προτείνει η κυβέρνηση, δίνοντας μια πρόγευση για ό,τι θα ακολουθήσει, ο Γιωργάκης δεν έδωσε καμιά απάντηση επί της ουσίας και επέμενε στο ότι δεν θα αφήσει τον Καραμανλή να αποπροσανατολίσει το ΠΑΣΟΚ. Εβγαλε, μάλιστα, και απαγορευτικό προς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ζητώντας τους να μη σχολιάσουν τις προτάσεις Καραμανλή. Απαγορευτικό που έσπασε ο Βενιζέλος, ασκώντας στον Καραμανλή μια ηπιότατη κριτική, στην οποία κυριαρχούσαν το «αυτό ήδη το κάναμε εμείς το 2001» και το «απροετοίμαστος και πρόχειρος».
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η στιγμή που διάλεξε ο Καραμανλής να προτείνει τη συνταγματική αναθεώρηση καθορίστηκε από πολιτικές σκοπιμότητες. Η κυβέρνηση επιδιώκει να βγει από τη γωνία, όπου την είχε στριμώξει η συνεχής σκανδαλολογία, να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να διαμορφώσει όπως αυτή επιθυμεί το πολιτικό σκηνικό. Ομως, μια συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι μια προπαγανδιστική κίνηση. Είναι μια ιδιαίτερα σοβαρή πρωτοβουλία, ακόμα και όταν το εύρος των επιχειρούμενων αλλαγών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο ή δεν αφορά θεμελιακά ζητήματα. Οπως άλλωστε φαίνεται και από τα όσα πρότεινε ο Καραμανλής, κάθε άλλο παρά ασήμαντα είναι τα ζητήματα που περιέλαβε στην αναθεωρητική ατζέντα. Εμμένοντας στα περί «αποπροσανατολισμού» και «προχειρότητας» το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να πάει τη συζήτηση αλλού, για να μη φανεί η επί της ουσίας συμφωνία του στις βασικότερες από τις προς αναθεώρηση διατάξεις και να μη δείξει πως σέρνεται πίσω από την πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Αλλωστε, και το ΠΑΣΟΚ και η κυβέρνηση ξέρουν πολύ καλά ότι για να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα χρειάζεται συναίνεση των δυο τους, αφού μια διάταξη για να αναθεωρηθεί πρέπει να ψηφιστεί σε δυο διαφορετικές ψηφοφορίες, σε δυο διαδοχικές κοινοβουλευτικές περιόδους, με 151 ψήφους στη μια και 180 στην άλλη. Το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, λοιπόν, κρατάει το δικαίωμα βέτο που μπορεί να το ασκήσει στη μία από τις δύο ψηφοφορίες. Επομένως, πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένη τη συναίνεσή τους στις βασικές διατάξεις, προοπτική που πρέπει να συζητήθηκε στη συνάντηση Καραμανλή-Παπανδρέου, όταν τελείωσαν τα on camera κεράσματα και οι δημοσιογράφοι κλήθηκαν να αποχωρήσουν από το πρωθυπουργικό γραφείο.
Tα συντάγματα, σε κάθε κοινωνικοοικονομικό σύστημα, σε κάθε κράτος, κατοχυρώνουν αυτό που έχει διαμορφωθεί στη ζωή, ανοίγοντάς του το δρόμο για μια σχετικά μακρά χρονική περίοδο. Δεν είναι σαν τους συνηθισμένους νόμους, που αλλάζουν συχνά. Είναι καταστατικοί νόμοι, οι οποίοι πρωτίστως αποτυπώνουν το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί. Η αστική δημοκρατία, σε κάθε της μορφή, αποτελεί δικτατορία της αστικής τάξης. Το βασικό, το θεμελιώδες αυτό χαρακτηριστικό της δεν αλλάζει με τα συντάγματα. Αλλωστε, τα άρθρα των αστικών συνταγμάτων που κατοχυρώνουν τη μορφή του πολιτεύματος και «αγιοποιούν» την ατομική ιδιοκτησία είναι αυτά που δεν επιδέχονται αναθεώρηση και μπορούν να αλλάξουν μόνο με επαναστατικό τρόπο. Βέβαια, μια επανάσταση, για να είναι τέτοια, δεν θα περιοριστεί σε μια συνταγματική αλλαγή, αλλά θα προχωρήσει σε μια εκ βάθρων ανατροπή στην οικονομική βάση και στο πολιτικό-νομικό εποικοδόμημα, η οποία θα αποτυπωθεί σε ένα νέο, επαναστατικό σύνταγμα, που θα αποτυπώνει τον καινούργιο ταξικό συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί. Δεν συζητάμε, λοιπόν, για μια τέτοια αλλαγή, αλλά για μια συνήθη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία, χωρίς να αλλάζει τον αστικό χαρακτήρα του συστήματος και της πολιτικής εξουσίας, αλλάζει τη σύνθεση του καταστατικού χάρτη, καθιστώντας το πολίτευμα περισσότερο ή λιγότερο αστικοδημοκρατικό.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, λοιπόν, η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι μια αντιδραστική αναθεώρηση, η οποία αποτυπώνει πράγματι το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, ο οποίος είναι καταθλιπτικός για την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα. Ηρθε η ώρα να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων ορισμένες προοδευτικές (από αστικοδημοκρατική άποψη) διατάξεις που είχαν θεσπιστεί στα ελληνικά συντάγματα, οι οποίες αντανακλούσαν τον μεταπολιτευτικό εργατικό και λαϊκό ριζοσπαστισμό. Ηταν παραχωρήσεις που το σύστημα είχε αναγκαστεί να κάνει σε κείνες τις συνθήκες, προκειμένου να ενσωματώσει ευρύτατες λαϊκές δυνάμεις στο εσωτερικό του. Εκτοτε, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός πνίγηκε στα βαλτόνερα της σοσιαλδημοκρατίας και του κομμουνιστικού αναθεωρητισμού, νέες ισορροπίες διαμορφώθηκαν, ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό μετατοπίστηκε προς τα δεξιά, η διεθνής κατάσταση σφραγίζεται από την επέλαση του κεφαλαιοκρατικού νεοφιλελευθερισμού και η πολιτική διαχείριση από τα μαύρα δόγματα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Ολα αυτά άρχισαν να αποτυπώνονται στο σύνταγμα. Το 2001 έγινε ένα πρώτο βήμα, τώρα επιχειρείται το δεύτερο. Και τότε και τώρα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ βαδίζουν χέρι-χέρι, διαμορφώνοντας συναινετικά το εύρος και το περιεχόμενο των αλλαγών, ως δυο πολιτικές δυνάμεις που έχουν την ευθύνη για την κυβερνητική διαχείριση του συστήματος. Περισσός και ΣΥΝ περιορίζονται στο ρόλο μιας χλομής αντιπολίτευσης, ενώ οι εργαζόμενες μάζες κρατιούνται μακριά από το παιχνίδι, όπως πάντα.
Ας δούμε, όμως, συγκεκριμένα τις βασικότερες από τις αλλαγές που πρότεινε ο Καραμανλής, με την προκαταβολική επισήμανση πως αυτές έχουν ακόμα γενικόλογη μορφή και γι’ αυτό τις χαρακτηρίσαμε «πρώτο πακέτο». Το παιχνίδι έχει πολύ δρόμο ακόμα. Η σειρά με την οποία θα αναφερθούμε στις προτεινόμενες αλλαγές είναι τυχαία και όχι αξιολογική.
♦ Ιδιωτικά ΑΕΙ. Εδώ η συμφωνία ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι δεδομένη, αφού είναι εκπεφρασμένη. Η πονηρή διατύπωση «μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά» δεν πρέπει να ξεγελά κανένα. Ισα-ίσα που αυτή ακριβώς η διατύπωση οδηγεί σε μεγαλύτερη ασυδοσία. Τα ιδιωτικά ΑΕΙ, εγχώρια και ξένα, θα λειτουργούν με δίδακτρα και επιπρόσθετα θα είναι αφορολόγητα ενώ θα εισπράττουν και κρατικές επιχορηγήσεις. Η Ελλάδα είναι γεμάτη από κάθε είδους «Ιδρύματα», μέσω των οποίων οι μεγαλύτερες καπιταλιστικές φαμίλιες διαφημίζονται, τσεπώνουν επιχορηγήσεις και ξεπλένουν αφορολόγητα κέρδη.
♦ Μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων. Ο Καραμανλής επέλεξε τον πλάγιο δρόμο. Οχι τυπική κατάργηση της μονιμότητας έστω και για τους νεοπροσλαμβανόμενους, αλλά κατάργησή της με πλάγιο τρόπο, μέσω της πρόσληψης εργαζόμενων με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι θα καταλαμβάνουν τις υπάρχουσες οργανικές θέσεις. Θέσεις οι οποίες θα μειώνονται. Ας σημειωθεί ότι ήδη οι συμβασιούχοι, οι συμβάσεις των οποίων μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου, με το προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου, είναι στον αέρα, χωρίς οργανικές θέσεις, μολονότι ο Παυλόπουλος δεσμεύτηκε στο ΣτΕ ότι θα δημιουργηθούν οργανικές θέσεις στις οποίες θα τοποθετηθούν οι «νομιμοποιούμενοι». Στόχος της συνταγματικής αναθεώρησης είναι η υπονόμευση της νομιμότητας και η αλλαγή της σύνθεσης των υπηρετούντων δημόσιων υπαλλήλων, έτσι που σε μια επόμενη αναθεώρηση (πλέον τις κάνουν πολύ συχνά), να γίνει και η τυπική κατάργηση της μονιμότητας, που είναι ο διακαής πόθος του συστήματος.
♦ Συνταγματικό Δικαστήριο. Εδώ έχουμε μια πολιτειακή αλλαγή σε δικτατορική κατεύθυνση, κατά το πρότυπο της μεταπολεμικής Γερμανίας, το συνταγματικό δικαστήριο της οποίας έχει απαγορεύσει μέχρι και την ίδρυση κομμουνιστικού κόμματος. Στην Ελλάδα, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ήταν διάχυτος. Κάθε δικαστήριο μπορούσε να ασκήσει έλεγχο συνταγματικότητας. Τώρα, αυτή η αρμοδιότητα συγκεντρώνεται στα χέρια ενός ειδικού δικαστήριου, το οποίο θα είναι απόλυτα εξαρτημένο από την πολιτική εξουσία και θα ελέγχεται καλύτερα. Για παράδειγμα, υποθέσεις που διάφορα Τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκριναν ως αντισυνταγματικούς νόμους, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, κυρίως για ζητήματα περιβάλλοντος για τα οποία είχε δημιουργηθεί μια προοδευτική παράδοση στο Ε’ Τμήμα του ΣτΕ, πλέον θα κρίνονται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, τα μέλη του οποίου θα εξαρτώνται απόλυτα από τη Βουλή (δηλαδή από το κόμμα που κυβερνά). Η περιβόητη διάκριση των εξουσιών, από την οποία έλκει το γένος και το ιδεολόγημα περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα και στην τυπική (θεσμική) της διάσταση.
♦ Αποχαρακτηρισμός δασών. Ο σχετικός νόμος του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο στελέχη της ΝΔ κατήγγειλαν τότε ως δασοκτόνο και αντισυνταγματικό, θα αποκτήσει το συνταγματικό του στήριγμα. Πάντα στο όνομα της «αποτελεσματικότερης προστασίας και αναβάθμισης του περιβάλλοντος». Για να είναι μάλιστα πιο αποτελεσματική αυτή η… προστασία, τα αποδεικτικά στοιχεία για το χαρακτηρισμό των δασών θα πρέπει να ανάγονται στο 1975, όχι πιο πριν!
♦ Μη καταβολή αναδρομικών. Τη ρύθμιση αυτή την είχε προαναγγείλει ο Αλογοσκούφης, δηλώνοντας πως δεν μπορεί τα δικαστήρια με αποφάσεις τους για καταβολή αναδρομικών να ανατρέπουν τη δημοσιονομική πολιτική! Εδώ ο απολυταρχισμός προβάλλει γυμνός, χωρίς φτιασιδώματα, αφού η προτεινόμενη διάταξη θυμίζει τη λογική του στρατού: «Οταν σου δίνουν μια διαταγή, την εκτελείς οπωσδήποτε και μετά, αν θες, βγαίνεις παραπονούμενος». Το κράτος μπορεί να κλέψει τον δημόσιο υπάλληλο ή τον συνταξιούχο (βλέπε περίπτωση ΛΑΦΚΑ) παραβιάζοντας τους ίδιους του τους νόμους. Το θύμα μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια και να δικαιωθεί (αυτές οι υποθέσεις παίρνουν συνήθως μερικά χρόνια). Αναδρομικά, όμως, δεν θα δικαιούται να πάρει. Αυτά (τα κλεμμένα δηλαδή) θα πάνε υπέρ πίστεως και πατρίδος.
♦ Βασικός μέτοχος. Στο προκείμενο ΠΑΣΟΚ και ΝΔ βάζουν… εκεί που ξέρουν τη ρύθμιση που είχαν θεσπίσει στην προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση. Οι «νταβατζήδες», με τις πλάτες της Κομισιόν, έλιωσαν τα μυρμηγκάκια που πήγαν να βγάλουν φτερά.
♦ Συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στο ισχύον σύνταγμα υπάρχει ρύθμιση (άρθρο 28 παρ. 3) που προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης περιορισμών στην εθνική κυριαρχία, που σε ερμηνευτική δήλωση ερμηνεύονται ως θεμέλιο για τη συμμετοχή στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο Καραμανλής με μια νεφελώδη αναφορά πρότεινε την τροποποίηση της ερμηνευτικής δήλωσης σε τρόπο ώστε να καταστεί απολύτως σαφές ότι το θεμέλιο για τη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές διαδικασίες είναι ιδίως η παράγραφος 3 του άρθρου 28. Ο Βενιζέλος ερμήνευσε (όχι άδικα) τη συγκεκριμένη πρόταση ως πρόθεση του Καραμανλή να παίρνονται όλες οι αποφάσεις που αφορούν την ενσωμάτωση στην ΕΕ με 151 και όχι με 180 ψήφους (π.χ. ακόμα και αποφάσεις για θεσμούς όπως το Ευρωσύνταγμα).
♦ Οι υπόλοιπες διατάξεις αναφέρονται κυρίως στην καλύτερη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Τέτοιες διατάξεις είναι οι σχετικές με τα οικονομικά των κομμάτων, τη βουλευτική ασυλία, τα κωλύματα και το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών και την αύξηση του αριθμού των βουλευτών επικρατείας στο 1/10 του αριθμού των βουλευτών από 1/20 που είναι σήμερα. Ε, να μην ενισχυθούν και λίγο οι εξουσίες των πολιτικών αρχηγών στα κόμματά τους και η δυνατότητά τους να προωθούν κάποιους από τους σφουγγοκωλάριούς τους, που έτσι και ζητούσαν ψήφο δεν θα έπαιρναν ούτε της πεθεράς τους; Πρόκειται για ήσσονος σημασίας διατάξεις, που είναι όμως χρήσιμες γιατί διευκολύνουν τη συσπείρωση των κοινοβουλευτικών ομάδων σε συντεχνιακή βάση και την καλλιέργεια του συναινετικού κλίματος.
Αυταπάτες για λαϊκή παρέμβαση στο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης δεν τρέφουμε. Ζητούμενο, άλλωστε, δεν είναι η παρέμβαση στο επίπεδο της «καθαρής» πολιτικής, αλλά η παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο. Εκεί θ’ αλλάξουν καταρχάς οι ταξικοί συσχετισμοί, για να αποτυπωθούν στη συνέχεια και στο επίπεδο των θεσμών, αναγκάζοντας την αστική πολιτική να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία. Ζητούμενο τελικά είναι η άσκηση πολιτικής «από τα κάτω».
Πέτρος Γιώτης