Αντιγράφουμε από Δελτίο Τύπου της ΓΣΕΕ (7-2-2005):
«Η Διοίκηση της ΓΣΕΕ στη συνεδρίασή της την 29/1/05 αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλίες προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις – από τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων – τόσο στο μέλλον των επιχειρήσεων όσο και στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Στα πλαίσια αυτά προγραμματίζεται η πραγματοποίηση αναπτυξιακού συνεδρίου, το οποίο θα εξετάσει τις σύγχρονες προτάσεις των συνδικάτων για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας».
Επιστρέφουμε δυο δεκαετίες πίσω. Η δεκαετία του ‘80 μπαίνει με την εμφάνιση μιας ολόκληρης γενιάς προβληματικών επιχειρήσεων, που αγκαλιάζουν σημαντικούς κλάδους του ελληνικού καπιταλισμού: Κλωστοϋφαντουργία, ένδυση-υπόδυση, μεταλλουργία, εξόρυξη κ.λπ. Εχουμε δεκάδες υπερχρεωμένες και πτωχευμένες επιχειρήσεις, αλλά ούτε έναν μπατιριμένο καπιταλιστή. Οι βασικοί ιδιοκτήτες και διαχειριστές αυτών των επιχειρήσεων τις έχουν στραγγίσει, έχουν πάρει τα κεφάλαια και στο μεγαλύτερο βαθμό τα έχουν εξάγει στο εξωτερικό, ενώ οι επιχειρήσεις χρωστούν στις τράπεζες, στις εφορίες, στα ασφαλιστικά ταμεία και φυσικά στους εργαζόμενους.
Οι τράπεζες θέλουν να πάρουν τα λεφτά τους και το κράτος αναλαμβάνει να τους τα εξασφαλίσει. Παίρνει τις επιχειρήσεις, τις περνάει σε έναν ειδικό φορέα (Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων) και τις λειτουργεί με νέες διοικήσεις. Η ΓΣΕΕ (στα φόρτε της τότε και όχι στο χάλι που έχει σήμερα) αναλαμβάνει την ιδεολογική στήριξη του εγχειρήματος. Με πρωτοστάτες Πασόκους και Κουκουέδες διαμορφώνεται η αναπτυξιακή ιδεολογία. Σύμφωνα μ’ αυτή, εκείνο που χρειάζεται είναι να διαμορφωθούν πλάνα ανάπτυξης, να υπάρξουν κλαδικές πολιτικές και η κρίση θα ξεπεραστεί. Φυσικά, πρέπει να βάλουν πλάτη και οι εργάτες. Να μη ζητούν αυξήσεις, να εντατικοποιήσουν τη δουλειά, να προσφέρουν ακόμα και απλήρωτη εργασία.
Τα χρόνια περνούν και οι επιχειρήσεις δεν λένε να ορθοποδήσουν, Οι μόνες κερδισμένες είναι οι τράπεζες που απομυζούν όλα τα κέρδη έναντι των δανείων. Το δημόσιο διαγράφει τα χρέη απ’ αυτό και υποχρεώνει τα ασφαλιστικά ταμεία να κάνουν το ίδιο. Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα τα σχέδια εξυγίανσης να περιλάβουν και απολύσεις. Μαζικές απολύσεις. Οι εργάτες αντιδρούν. Τα συνδικάτα τους σπεύδουν σε διάφορα γραφεία μελετών και παραγγέλλουν μελέτες βιωσιμότητας. Πασχίζουν να πείσουν τις κυβερνήσεις ότι οι επιχειρήσεις είναι βιώσιμες και γι’ αυτό δεν πρέπει να γίνουν απολύσεις. Μέχρι που έρχεται η ΓΣΕΕ και επικυρώνει τα σχέδια εξυγίανσης, αποδεχόμενη και τις απολύσεις ως τμήμα τους. Στη συνέχεια αποδέχεται και το κλείσιμο επιχειρήσεων που δεν είναι βιώσιμες. Το επιχείρημα δεν είναι καθόλου πρωτότυπο: Να γίνουν «οικειοθελείς αποχωρήσεις», για να σωθούν οι υπόλοιπες θέσεις εργασίας. Να κλείσουν κάποιες επιχειρήσεις για να σωθούν οι υπόλοιπες. Αργότερα η ΓΣΕΕ θα αποδεχτεί και το πούλημα όσων επιχειρήσεων εξυγιάνθηκαν στον ιδιωτικό τομέα (σ’ αυτό διαφώνησαν οι Κουκουέδες, αλλά πλέον οι Πασόκοι δεν τους είχαν ανάγκη, γιατί είχαν σταθερή συμμαχία με τους Νεοδημοκράτες).
Απ’ αυτή την ιστορία χάθηκαν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Οχι μόνο στις προβληματικές επιχειρήσεις, αλλά και στις επιχειρήσεις που δούλευαν στην περιφέρειά τους (για κάθε θέση εργασίας σε μια προβληματική επιχείρηση χάνονταν άλλες τρεις). Χάθηκαν τεράστια ποσά για τα ασφαλιστικά ταμεία (έτσι χρεοκόπησε το Επικουρικό Ταμείο Μετάλλου).
Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά, γιατί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσπαθεί να βάλει και πάλι μπροστά την αναπτυξιολογία, η οποία είναι ένα από τα καλύτερα όπλα για την επίτευξη της ταξικής παράλυσης των εργαζόμενων.
Βέβαια, τώρα δεν έχουμε επιχειρήσεις που να έχουν περάσει στην ιδιοκτησία του κράτους. Εχουμε, όμως, και πάλι προβληματικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που δεν βγαίνουν (δεν πετυχαίνουν το μέγιστο κέρδος) ή επιχειρήσεις που οι ιδιοκτήτες τους επιχειρούν να τις μεταφέρουν σε άλλες χώρες, όπου τα μεροκάματα είναι εξευτελιστικά και οι εργασιακές σχέσεις κυριολεκτικά μεσαιωνικές. Την τελευταία τριετία έχουν χαθεί μερικές χιλιάδες θέσεις εργασίας μόνο από επιχειρήσεις που μεταφέρθηκαν σε βαλκανικές χώρες.
Μα είναι δυνατόν η εργατική τάξη να μην ασχολείται με τις προοπτικές της ανάπτυξης, όταν από αυτή εξαρτώνται οι θέσεις εργασίας και τα έσοδα των ασφαλιστικών φορέων; ρωτούν κουτοπόνηρα οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές. Το ερώτημα μπορεί πολύ εύκολα να αντιστραφεί. Οι καπιταλιστές, άραγε, δεν ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη, όταν απ’ αυτή εξαρτάται ο όγκος των κερδών που απομυζούν; Ξέρετε κανέναν καπιταλιστή που να μη θέλει να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του;
Οι καπιταλιστές, όμως, δεν έχουν ανάγκη να ξεπέσουν στο επίπεδο του πολιτικού απατεώνα. Σκέπτονται ως πρακτικοί άνθρωποι. Γνωρίζουν ότι η κρίση πλήττει ολόκληρες οικονομίες και επιμέρους κλάδους. Σκέπτονται στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, αφού οι οικονομίες είναι ανοιχτές. Και ανάλογα προσανατολίζουν τα βήματά τους, αφού στόχος του καπιταλισμού δεν είναι η παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά η παραγωγή που αποφέρει το μέγιστο κέρδος. Αν, λοιπόν, από τη σκοπιά τους επιβάλλεται το κλείσιμο μιας επιχείρησης ή η μεταφορά μιας άλλης π.χ. στη Βουλγαρία, δεν θα διστάσουν να το κάνουν.
Πώς θα τους σταματήσουν οι εργάτες; Με αναπτυξιακά συνέδρια; Στα οποία θα καθήσουν όλοι μαζί, εργάτες, κεφαλαιοκράτες, κράτος και επιστήμονες και θα συζητήσουν για το πώς θα εξασφαλιστεί η ανάπτυξη; Αφού είναι δεδομένο ότι οι σκοποί των μεν από τους δε διαφέρουν ριζικά, πώς μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος; Ο κεφαλαιοκράτης επιδιώκει το μέγιστο κέρδος που εξασφαλίζεται μόνο όταν «πατήσει» τον εργάτη. Πώς θα δεχτεί να συνεχίσει την παραγωγική του δραστηριότητα, αν ο εργάτης δεν δεχτεί να τον «πατήσει»;
Ιδού ένα παράδειγμα εντελώς πρόσφατο. Στις αρχές της εβδομάδας, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εργαζόμενων στα Ναυπηγεία Ελευσίνας πήγε να συζητήσει με τη διοίκηση της επιχείρησης για την υπογραφή της Συλλογικής Σύμβασης του 2005. Οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας έβαλαν περιφρονητικά στην άκρη το χαρτί με τα αιτήματα του σωματείου και τους παρέδωσαν ένα χαρτί με τα δικά τους αιτήματα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν η κατάργηση της πενθήμερης εργασίας, η κατάργηση των ειδικοτήτων και η αντικατάστασή τους με πολυειδικότητα, ο περιορισμός των ημιαργιών και των αμειβόμενων χαμένων ωρών (δηλαδή των διαλειμμάτων και των εκδηλώσεων του σωματείου). Οσο για τις αυξήσεις, για μεν το 2005 να μην υπάρξει καμία αύξηση, για δε το 2006 αύξηση ίση με τον πληθωρισμό. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές αποχώρησαν από τη συνάντηση, αλλά οι ίδιοι ανακοίνωσαν ότι θα επιδιώξουν νέα. Εμείς σημειώνουμε ότι στο ναυπηγείο του «Νεώριου» στη Σύρο, ιδιοκτησίας του ίδιου καπιταλιστή (Ταβουλάρης) οι απαιτήσεις της διοίκησης έγιναν δεκτές από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Από τη μεριά του ο καπιταλιστής έχει δίκιο. Επικαλείται την ανταγωνιστικότητα, επικαλείται τη στρατηγική της Λισαβόνας και απαιτεί από τους εργάτες να προσαρμοστούν στη νέα εποχή. Ετσι αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη ένας καπιταλιστικός όμιλος. Δεν μπορεί να την αντιληφθεί διαφορετικά. Οι εργαζόμενοι, όμως, μπορούν να την αντιληφθούν με τον ίδιο τρόπο; Μπορούν να αποδεχτούν πως το μεροκάματο, το ωράριο, οι θέσεις εργασίας, οι εργασιακές σχέσεις θα ακολουθούν τους κύκλους της καπιταλιστικής κρίσης;
Η απάντηση, φυσικά, είναι όχι. Ομως η πρακτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας οδηγεί ακριβώς σ’ αυτό. Με την αναπτυξιολογία ευνουχίζεται η ταξική συνείδηση. Κυριαρχούν ιδεολογήματα όπως η «εθνική ανάπτυξη» και η «συνεργασία των τάξεων», μέσα από την οποία πρέπει να αναζητηθούν λύσεις. Οι λύσεις αυτές, όμως, είναι προδιαγεγραμμένες ως προς την κατεύθυνσή τους. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αποδεχτούν την υποχώρηση από σημαντικά δικαιώματά τους, την αφαίρεση κατακτήσεων, προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση. Το μόνο που συζητιέται είναι η ποσότητα, ο όγκος εκείνων που θα χάσουν. Και βέβαια, ουδέποτε σε εποχές άνθισης οι καπιταλιστές προσήλθαν εθελοντικά με παραχωρήσεις προς τους εργαζόμενους.
Να, λοιπόν, γιατί η αναπτυξιολογία πρέπει να απορριφθεί. Στη θέση της πρέπει να μπει η υπεράσπιση των ανεξάρτητων ταξικών συμφερόντων των εργαζόμενων, που βρίσκονται πάντοτε σε ευθεία αντίθεση με τις επιδιώξεις των καπιταλιστών. Οχι παζάρια και αναπτυξιακά συνέδρια, λοιπόν, αλλά ταξικός αγώνας, σκληρός και αν χρειαστεί βίαιος.
Πέτρος Γιώτης