Τα ‘καψαν οι άνεργοι νέοι και στην πολιτισμένη και ήσυχη Σουηδία, προκαλώντας πολλά ερωτηματικά σε όσους ζουν στον κόσμο της ψεύτικης ενημέρωσης και πυροδοτώντας τις γνωστές δεκαρολογικές αναλύσεις των κοινωνιολόγων και των δημοσιολόγων του αστικού Τύπου. Ολοι ανακάλυψαν ξαφνικά ότι έχει και η Σουηδία μητροπολιτικά γκέτο, στα οποία στοιβάζονται οι μετανάστες και οι οικογένειές τους. Κάποιοι, που πίστευαν αφελώς ότι η Σουηδία έχει ένα τέλειο σύστημα κοινωνικής προστασίας, εξεπλάγησαν από τη βιαιότητα των άνεργων νέων των γκέτο, που δεν έχουν καμιά κοινωνική προστασία και που –προπαντός– διαπιστώνουν ότι δεν έχουν κανένα μέλλον.
«Ο νόμος που κρατάει πάντα σε ισορροπία το σχετικό υπερπληθυσμό ή το βιομηχανικό εφεδρικό στρατό με την έκταση και την ένταση της συσσώρευσης, καρφώνει τον εργάτη στο κεφάλαιο πιο γερά απ’ ό,τι τα καρφιά του Ηφαιστου κάρφωσαν τον Προμηθέα στο βράχο. Φέρνει μια συσσώρευση αθλιότητας αντίστοιχη με τη συσσώρευση του κεφαλαίου».
Αυτά έγραφε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», αλλά η κυριαρχία των αστικών ιδεών, η διαλυτική δουλειά του ποικιλόχρωμου ρεφορμισμού και τα κύματα της πολιτικής αγραμματοσύνης που σαρώνουν εδώ και μερικές δεκαετίες «τα κινήματα», έχουν εξοβελίσει στο σκοτάδι αυτές τις επιστημονικές επισημάνσεις. Αν προσπαθήσουμε να επικαιροποιήσουμε αυτή τη θέση του Μαρξ (οικονομικό νόμο την χαρακτηρίζει), θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της παραγωγικής δύναμης της κοινωνικής εργασίας, σε συνδυασμό με τον βασικό οικονομικό νόμο του μονοπωλιακού καπιταλισμού (αποκόμιση του μέγιστου κέρδους) οδηγεί αναγκαστικά στη διεύρυνση αυτού του σχετικού υπερπληθυσμού.
Δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλιστική μητρόπολη χωρίς εργατικά γκέτο και μάζες άνεργης νεολαίας. Και είναι απολύτως λογικό αυτός ο σχετικός υπερπληθυσμός να αποτελείται κυρίως από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του προλεταριάτου, στα οποία πλειοψηφία είναι οι μετανάστες, παλιοί και νέοι.
Ούτε η βιαιότητα αυτών των εκρήξεων θα έπρεπε να μας προβληματίζει, ούτε η εκρηκτικότητά τους (ξεσπούν απότομα, αναπτύσσονται για λίγο και υποχωρούν το ίδιο απότομα). Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πολιτικά οργανωμένο προλεταριάτο, τέτοιες εκρήξεις θα έχουμε. Τυφλές, χωρίς συγκεκριμένη στόχευση, χωρίς πολιτικό λόγο να τις συνοδεύει, χωρίς εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς, τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Οι πιο ευαίσθητοι από τους κοινωνιολόγους και τους κοινωνιολογούντες είναι ταυτόχρονα και οι πιο πονηροί. Ξεκινούν όπως και οι υπόλοιποι από την καταδίκη της βίας ως κακοποιού και αντικοινωνικού στοιχείου, περνούν στην «κατανόηση» των αιτίων της και καταλήγουν σε προτάσεις για την «κοινωνική ενσωμάτωση» αυτών των νέων. Για ποια ενσωμάτωση, όμως, μπορεί να γίνει λόγος; Για τα προγράμματα των «ωφελούμενων», με τα σκάρτα 500 ευρώ το μήνα σε συνθήκες εργασιακής δουλείας; Ακόμα κι αυτά διαρκούν μόνο πέντε μήνες και δεν καλύπτουν παρά ένα ελάχιστο ποσοστό των άνεργων νέων. Οταν, λοιπόν, όλοι αυτοί μιλούν για «κοινωνική ενσωμάτωση», έχουν κατά νου όχι κάποιες ρεφορμιστικές ρυθμίσεις που όντως θα προσφέρουν ένα φτωχικό μέλλον σ’ αυτά τα στρώματα του προλεταριάτου, αλλά την κοινωνική εξαπάτησή τους.
Οσο για μας, δεν αρκεί η άρνησή μας να καταδικάσουμε την τυφλή, τη στοιχειακή βία που ξεσπά στα γκέτο των μητροπόλεων. Αυτό είναι το αυτονόητο (για μας, όχι για όλους). Χρειάζεται η θετική μας πρόταση και η εμμονή σ’ αυτή, έστω κι αν το πρόταγμα της πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου ακούγεται σε πολλούς μακρινό ή δύσκολα επιτεύξιμο.
Π.Γ.