Μια βρετανίδα καθηγήτρια «ανθρωπιστικών σπουδών» έδωσε στις αρχές της εβδομάδας διάλεξη στο παραδοσιακό μαγαζί της ελληνικής μπουρζουαζίας (Μέγαρο Μουσικής) με τίτλο «Γυναίκες στα πρόθυρα της επανάστασης: Ρόζα Λούξεμπουργκ και Μέριλιν Μονρόε», αντλώντας υλικό -όπως διαβάσαμε- από βιβλίο της με το ίδιο θέμα.
Από τον τίτλο ακόμα αντιλαμβάνεσαι την αμηχανία και την απέλπιδα προσπάθεια να «δέσει» το θέμα. Η Λούξεμπουργκ δεν βρέθηκε στα πρόθυρα αλλά στην καρδιά μιας επανάστασης και την αφειδώλευτη συμμετοχή της σ’ αυτή την πλήρωσε με το μαρτυρικό της θάνατο. Αντίθετα, η Μονρόε δε βρέθηκε ποτέ στα πρόθυρα μιας επανάστασης, παρά μόνο στην καρδιά του αμερικάνικου «σταρ σίστεμ», που την άλεσε στις μυλόπετρές του (και δεν ήταν η μόνη).
Εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος πως με τέτοια δεδομένα, όσο και να το τραβήξεις, δεν μπορείς να βρεις συσχετισμούς και αναλογίες ανάμεσα σε δυο τόσο διαφορετικές φυσιογνωμίες. Δε θα μπούμε σε συζήτηση με τις απόψεις της καθηγήτριας, όπως τις διαβάσαμε στις εκστασιασμένες αστικές φυλλάδες, γιατί είναι επιεικώς γελοίες. Δε θα τις χαρακτηρίσουμε προσβλητικές για τη Ρόζα, ανιστόρητες, λαθεμένες, τραβηγμένες. Είναι απλώς γελοίες.
Αλλου τύπου είναι η γενίκευση που θέλουμε να κάνουμε και παραπέμπει στο γνωστό παραμύθι του Αντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα».
Οπως το πλήθος των υπηκόων θαύμαζε τα ανύπαρκτα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα, μέχρι να βρεθεί ένα παιδάκι να φωνάξει «ο αυτοκράτορας είναι γυμνός», έτσι και ο αστικός κόσμος είναι διατεθειμένος να θαυμάσει και να χειροκροτήσει το «τίποτα», όταν αυτό το «τίποτα» του σερβίρεται σαν «κάτι».
Αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς του αστικού εποικοδομήματος, πλην εκείνων που έχουν σχέση με την άσκηση της εξουσίας. Στον πολιτισμό αυτό συμβαίνει κατά κόρον, όμως συμβαίνει και στις επιστήμες. Ακόμα και στις θετικές επιστήμες, που τροφοδοτούν διάφορες ιδεολογικές λόξες και ανορθολογισμούς. Αν όμως οι θετικές επιστήμες θέτουν από την ίδια τους τη φύση κάποιους περιορισμούς (οι ιδεολογικές λόξες και ο ανορθολογισμός αναπτύσσονται κυρίως στις φιλοσοφικές προεκτάσεις των θετικών επιστημών), στις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες κάθε αλυσίδα έχει κοπεί, κάθε φραγμός έχει εκλείψει.
Η πρόκληση γίνεται στοιχείο της επιστημονικής δουλειάς. Το λογικά και οντολογικά τερατώδες παρουσιάζεται ως πρωτοτυπία. Ολόκληρες στρατιές πανεπιστημιακών γράφουν βιβλία και καλοπληρώνονται σε διαλέξεις ανά τον κόσμο. Είναι κι αυτή μια μπίζνα. Κι όπως κάθε εταιρία καλλυντικών ή απορρυπαντικών «ανακαλύπτει» συνεχώς καινούργιους «πανίσχυρους» παράγοντες (χρωματιστούς κατά προτίμηση), που κάνουν το εμπόρευμά της ακαταμάχητο, έτσι και οι στρατιές των καθηγητάδων των «ανθρωπιστικών σπουδών» στύβουν το μυαλό τους (και το μυαλό των υποτακτικών τους) για να κατεβάσουν ιδέες που θα μετατρέψουν το «τίποτα» σε «κάτι», ώστε να μπορέσουν να το «πουλήσουν» στο αστικό κοινό. Βλέπετε, τα περισσότερα θέματα έχουν ήδη μελετηθεί, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και η τερατολογία είναι το καλύτερο μέσο για να ξεχωρίσει κάποιος ή κάποια. Αρκεί να ξέρει να τη σερβίρει με συναρπαστικό ή απλά ελκυστικό τρόπο.
Δυστυχώς, σε εποχές υποχώρησης του ιδεολογικού μετώπου της επαναστατικής κατεύθυνσης, της ιστορικοϋλιστικής μεθόδου και της ανατρεπτικής-προλεταριακής αισθητικής, το «τίποτα» συχνά εκλαμβάνεται ως «κάτι» και στους «δικούς μας» κόλπους. Και βέβαια, δεν αρκεί να φωνάζουμε «ο αυτοκράτορας είναι γυμνός». Πρέπει να το αποδεικνύουμε, κυρίως με θετικό έργο, που αναδεικνύει την ιστορική αλήθεια, που οικοδομεί πολιτισμό στον αντίποδα του αστικού κτλ.
Π.Γ.